Της Σώτης Τριανταφύλλου από το bookpress
Το βιβλίο του Simon Sebag Montefiore ήταν, στην κυριολεξία, «pillow book» για ένα περίπου μήνα: 892 σελίδες... Παρά το συναρπαστικό υλικό –μια ακόμα βιογραφία του Στάλιν, δηλαδή, στην ουσία, μια ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι τον θάνατό του Στάλιν, το 1953- το βιβλίο του Montefiore είναι προϊόν «λαϊκής» ιστοριογραφίας∙ τόσο «λαϊκής» που καταντά φτηνό μυθιστόρημα.
Νομίζω ότι ένας από τους κανόνες της συγγραφής θα έπρεπε να είναι: «Μη γράφεις ποτέ για ό,τι μισείς». Κι ένας από τους κανόνες της μετάφρασης: «Μη μεταφράζεις ό,τι δεν γνωρίζεις – ειδικά αν δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας». Τώρα γράφω εξυπνάδες – εξηγούμαι όμως: η μετάφραση του βιβλίου του Montefiore έχει πολλά γλωσσικά και πραγματολογικά λάθη, ενώ λείπει εντελώς η επιμέλεια (Για παράδειγμα: plain clothes policemen είναι φυσικά «αστυνομικοί με πολιτικά» και όχι «με απλά ρούχα». Επίσης, ο Λένιν δεν μπορεί να αντέδρασε στον θάνατο του Τρότσκι εφόσον ήταν νεκρός από το 1924...) Βιβλία με τόσες πληροφορίες, εκτός του ότι προϋποθέτουν σημαντικό γλωσσικό και γνωστικό υπόβαθρο εκ μέρους του μεταφραστή, απαιτούν περισσότερη συμπυκνωμένη εργασία – και πολλά έξοδα που συνεπάγονται ρίσκο για τον εκδότη.
Ωστόσο, το κεντρικό πρόβλημα του βιβλίου του Montefiore είναι η αδυναμία του ίδιου του συγγραφέα – ο Montefiore είναι ιστορικός της σειράς. Δεν αξιολογεί τις πηγές του, δεν διατηρεί απόσταση από το υλικό του και παρασύρεται υπερβολικά συχνά σε γλαφυρούς σχολιασμούς και κουτσομπολιά: «Δεν είναι απίθανο ο Στάλιν να ήταν παιδί του νονού του, ενός ευκατάστατου ιδιοκτήτη πανδοχείου...» «Ο καβγάς του Στάλιν με τη γυναίκα του Λένιν, Κρούπσκαγια, πρόσβαλε τις μπουρζουάδικες αντιλήψεις του Λένιν...» «Κραυγαλέος και ανδροπρεπής, ψηλός και δυνατός, με μαύρα μαλλιά, μακριές βλεφαρίδες και όμορφα καστανά μάτια, ο Λάζαρ Μίσεβιτς Καγκανόβιτς υπήρξε ένας εργασιομανής που έπαιζε διαρκώς μ’ ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι ή με μια αλυσίδα κλειδιών» «Στο ημερολόγιό του εκμυστηρευόταν την τρελή και φανατισμένη αφοσίωσή του στον κομμουνισμό...»
Ο Μontefiore αποδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, εκτός από ιστορικός της σειράς, συγγραφέας της σειράς. Το βιβλίο είναι τόσο ογκώδες επειδή δεν μπορεί να αντισταθεί στο αράδιασμα επιθέτων και καλολογικών στοιχείων: ο Τρότσκι εμφανίζεται ως «καμαρωτός, μεγαλόσχημος», ο Μόλοτοφ «σαν ερωτευμένο σχολιαρόπαιδο», ο «Αρμένιος» Μικογιάν «δαιμόνιος, αετομάτης...» και ο Ζντάνοφ «χειμαρρώδης, γεροδεμένος αν και ασθενικός, επιδειξίας, αλαζόνας και σκληρόκαρδος».
Υπάρχουν πολλές αντιφάσεις (για παράδειγμα, ο αντισημιτισμός του Στάλιν παραμένει μετέωρος), αοριστολογίες, ανώνυμες μαρτυρίες. Στα ιστορικά βιβλία δεν επιτρέπεται να γίνεται λόγος για κάτι που είπε «κάποιος φίλος» ή «κάποιος σύγχρονος ιστορικός»: απαιτούνται ονόματα, χρονολογίες, σαφείς και ακριβείς παραθέσεις.
Το ότι ο Μontefiore δεν βρίσκει τίποτα συμπαθητικό στον Στάλιν και στο περιβάλλον του είναι φυσικό – ωστόσο, το ότι τα βλέπει όλα «ανάποδα» είναι θεμελιώδες σφάλμα που ακυρώνει ολόκληρο το εγχείρημα. Ακόμα και τα αξιοθαύμαστα στοιχεία –δεν υπάρχει ιστορική περίοδος χωρίς ανθρώπινο μεγαλείο– περιγράφονται αρνητικά: για παράδειγμα, η συντροφικότητα των πρώτων χρόνων χαρακτηρίζεται «αιμομικτική», ενώ ο ασκητισμός του Στάλιν, υπό την έννοια ότι δεν απολάμβανε υλικών προνομίων, εμφανίζεται σαν ένα κόλπο εξουσίας. Το ίδιο και η περιφρόνηση που έδειχνε για τα βραβεία και τα παράσημα. Όσο για τη φροντίδα των μπολσεβίκων για τη μόρφωση και την υγεία χαρακτηρίζονται «υποχονδριακές»... «Η δίψα του Στάλιν για τη λογοτεχνία ήταν τόσο μεγάλη όσο η αφοσίωσή του στον μαρξισμό και η μεγαλομανία του», γράφει ο Μοntefiore. Και παρακάτω παρομοιάζει τον Στάλιν με «εμποράκο» επειδή προσπαθούσε να επιτύχει χαμηλές τιμές στις εισαγωγές προϊόντων.
Ο επιστήμονας ιστορικός αντιμετωπίζει και χειρίζεται τα γεγονότα και τις προσωπικότητες στο δεδομένο κοινωνικό τους πλαίσιο∙ δεν τις τοποθετεί στη δική του ιδεολογική και ηθική βάση. Μέσα από αυτό το πρίσμα, «Η βιβλιοθήκη του Χίτλερ» του Timothy Ryback μού φαίνεται υπόδειγμα «λαϊκής ιστορίας»: προσεγγίζει τον Χίτλερ χωρίς να τον κρίνει – τα γεγονότα είναι ευανάγνωστα, δεν χρειάζεται να τα υπεραναλύει κανείς. Η υπερανάλυση οδηγεί στην προπαγάνδα – και η προπαγάνδα οδηγεί σε αντιστάσεις εκ μέρους του αναγνώστη.
Εξάλλου, ο Μontefiore δεν συλλαμβάνει ούτε το Zeitgeist, ούτε το ήθος των «ηρώων» της μυθοπλασίας του –των μπολσεβίκων– που άλλοτε το χαρακτηρίζει πουριτανικό, άλλοτε ελευθεριακό∙ πολύ λιγότερο συλλαμβάνει τον ρωσικό πολιτισμό και το ιστορικό υπόβαθρο της οκτωβριανής επανάστασης. Έτσι, περιγράφει με αλλόκοτη έκπληξη απλά γεγονότα και μορφές συμπεριφοράς που είναι κοινές σε όλον τον κόσμο: «όλοι έγραφαν μακροσκελείς, ιδιόχειρες επιστολές, γνωρίζοντας ότι στον Στάλιν άρεσε να παίρνει γράμματα...» Μα, το 1935, ο κόσμος συνεννοούνταν με γράμματα - πού έγκειται η παραξενιά;
Ο Montefiore έχει μια ανιστόρητη ιδέα για τη φύση της «δεξιάς» και της «αριστεράς» στην εποχή του Στάλιν, πράγμα που καταδεικνύει την άγνοιά του για τις περιπέτειες της μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής. Εξάλλου, είναι υπερβολικά απασχολημένος καταγγέλλοντας ώστε να εμβαθύνει στις αντιθέσεις –στην ουσία στις νοοτροπίες– που δημιούργησαν ένα εγκληματικό καθεστώς το οποίο βασίστηκε σε ένα πρωτοφανές φαινόμενο προσωπολατρίας. Και με τη σειρά της η προσωπολατρία σε τι βασίστηκε; Αυτό θα έπρεπε να είναι το ερώτημα στο οποίο ο Montefiore καλούνταν να απαντήσει: πώς και γιατί ο Στάλιν έγινε «ο κόκκινος τσάρος» που βάλθηκε να εξοντώσει όποιον του εναντιωνόταν και κυρίως όποιον δεν του εναντιωνόταν; Συχνά ο συγγραφέας καταφεύγει στη συνωμοσιολογία που υπογραμμίζει το χαμηλό επίπεδο της ιστοριογραφίας. Ακόμα συχνότερα καταφεύγει στην ψυχανάλυση της δεκάρας: «Οι πολιτικές και προσωπικές ψυχώσεις του Στάλιν αντικατοπτρίζονταν στις αγαπημένες του όπερες...» Η αυθαιρεσία υπονομεύει την ποιότητα της ανάλυσης: «Οι κακοποιοί περνούσαν τα ανιαρά τους βράδια μελετώντας βαρετά άρθρα πάνω στον διαλεκτικό υλισμό με σκοπό να βελτιώσουν τον εσωτερικό τους κόσμο» – τέτοιος είναι ο τρόπος γραφής του Μontefiore.
Και επειδή επιμένει στην τερατώδη φύση του Στάλιν και των δημίων του αφαιρεί από το σταλινικό φαινόμενο τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του. Το πολιτικό έγκλημα ήταν σύμφυτο στο σοβιετικό καθεστώς και στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία: δεν υπάρχουν επαναστάσεις χωρίς εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο επίλογος συνηγορεί αυτής της άποψης: πολλά από τα θύματα του Στάλιν, επιζώντες, παιδιά και εγγόνια, παραμένουν «σταλινικοί» - να λοιπόν τα ερωτήματα και οι απαντήσεις που θα προσέδιδαν ουσία στο βιβλίο: τι υποβιβάζει έναν άνθρωπο, έναν πολίτη, σε εξάρτημα ενός εγκληματικού μηχανισμού; Τι κάνει έναν ηγέτη θεό; Τι εκτυλίσσεται στη διάρκεια της σύντομης στιγμής μεταξύ της επανάστασης και της γραφειοκρατίας; Πώς γεννιέται ο ολοκληρωτισμός; Και γιατί, γιατί, δεν υπάρχουν επαναστάσεις χωρίς εκτελεστικά αποσπάσματα;
Στάλιν, η αυλή του κόκκινου τσάρου
Μτφρ. Ρόζα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Ποταμός, 2005
σχόλια