Έχουμε ξεκινήσει από τον Μαραθώνα, περνάμε το Κάτω Σούλι και το Γραμματικό και φτάνουμε στον Ραμνούντα, στη βορειοανατολική Αττική. Στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου ένας καλοβαλμένος ηλικιωμένος τουρίστας ταΐζει τα δυο αδέσποτα - φύλακες της πύλης. Μας καλημερίζει ελληνικά. Τον ρωτάμε πώς έφτασε μέχρι εδώ. «Δέκα χρόνια ήθελα να επισκεφθώ αυτά τα ιερά, το Αμφιάρειο και τον Ραμνούντα και το 80% του χώρου είναι κλειστό». Κοιταζόμαστε αμίλητοι. Του κάνουμε παρέα μέχρι να έρθει το ταξί που έχει μισθώσει για να κάνει την αρχαιολογική περιήγηση της περιοχής, σε λίγο τον αποχαιρετούμε και φτάνουμε στην πύλη. Ήδη ξέρουμε αυτό που θα μας επιβεβαιώσει η φύλακας. Τουλάχιστον εδώ υπάρχει οδηγός στα ελληνικά. Το πρόθυμο αυτό κορίτσι, ολομόναχο στην ερημιά, βγαίνει από το φυλάκιο για να μας δείξει τον ραμνούντα, το θάμνο από τον οποίο πήρε η περιοχή το όνομά της και μας χαράζει τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουμε. Είναι Ιούλιος και οι φύλακες δεν έχουν προσληφθεί ακόμα.
Κάθομαι στον παχύ και δροσερό ίσκιο του τεράστιου πεύκου και διαβάζω απογοητευμένη την ιστορία του αρχαίου Ραμνούντος. Ο οργανωμένος (και μερικώς επισκέψιμος χώρος) έχει θέα προς την Εύβοια. Στρατηγική θέση για τη ναυσιπλοΐα της περιοχής, ο Ραμνούς λεηλατήθηκε από τους Πέρσες εισβολείς, οι οποίοι πιθανά κατέστρεψαν τον αρχαϊκό ναό του οποίου τα θεμέλια βρέθηκαν κάτω από το ναό της Νέμεσης που υπάρχει εδώ και αποτελεί το σημαντικότερο ιερό της θεότητος στον ελλαδικό χώρο. Η θεά μοιάζει πολύ με την Άρτεμη και ίσως να αντιπροσώπευε μια τοπική της μορφή. Το ιερό προς τιμή της Νέμεσης πρέπει να ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Η ακμή του τοποθετείται στον 4ο και 5ο αι. π.Χ.
Ας πάμε στην ιστορία της θεάς η οποία μέχρι σήμερα είναι συνδεδεμένη μεταφορικά με τη θεία δίκη. Για να κάνει δική του τη Νέμεση, ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο ενώ εκείνη είχε πάρει τη μορφή χήνας. Μετά την ένωση τους η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο δόθηκε στη Λήδα η οποία εκκολάπτει μέσα από αυτό την Ωραία Ελένη και τους Διόσκουρους. Η Νέμεση είναι αγροτική θεά και μεριμνά για την ισορροπία και την διατήρηση της αγροτικής τάξης. Όταν όμως κάποιος διαταράξει την τάξη και το μέτρο και έτσι την προσβάλλει, αυτή εκδικείται την ύβρι, δηλαδή την απαίτηση για κάτι που ξεφεύγει από το μέτρο. Είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι η ίδρυση της λατρείας της Νέμεσης στη Ραμνούντα συνδέεται με τα Περσικά. Η περιοχή του Ραμνούντα κατοικείται συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο. Ο Ραμνούς αναφέρεται από τον γεωγράφο Σκύλακα ως σημαντικό οχυρό. Το ιερό του είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη. Έχουν βρεθεί κομμάτια από λουτροφόρους που ξέρουμε ότι είχαν νεκρική χρήση, χθόνια σημασία, όπως χθόνια ήταν η φύση της θεάς. Η λατρεία της Νέμεσης συνδέεται με τους νεκρούς.
Ο αρχαϊκός ναός της Νέμεσης καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά την εισβολή του 480/479 π.Χ. Το άγαλμα της θεότητας το είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Το μάρμαρο είχαν φέρει οι Πέρσες και το προόριζαν για να φτιάξουν τρόπαιο ύστερα από την κατάληψη της Αθήνας. Βέβαια οι Πέρσες δεν κατέλαβαν ποτέ την Αθήνα. Το ιερό της Νέμεσης του Ραμνούντα είχε υποκινήσει τον αθηναϊκό στρατό να πολεμήσει στον Μαραθώνα. Το φρούριο του Ραμνούντα, όπως και αυτό του Σουνίου στη νότια άκτη της Αττικής, πιστεύεται πως κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου για τον έλεγχο των πλοίων που μετέφεραν σιτηρά προς την Αθήνα.
Το 322 π.Χ. ο ναύαρχος του Μακεδονικού στρατού Κλείτος αποβίβασε στρατό στο Ραμνούντα. Από εκεί τον εκδίωξε ο Φωκίων που κατέλαβε το φρούριο. Το 296 π.Χ. το φρούριο το κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Στους ελληνιστικούς χρόνους αρχίζει η παρακμή. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι επισκέφτηκε το Δήμο του Ραμνούντα στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Για το ναό του Ραμνούντα ενδιαφέρθηκε και ο Ηρώδης ο Αττικός που ίσως χρηματοδότησε την επισκευή του. Ο τόπος εγκαταλείπεται σταδιακά, αλλά μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. οι ναοί της Νέμεσης εξακολουθούν να διατηρούνται. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. τοποθετείται η καταστροφή του αγάλματος της θεάς από τους χριστιανούς. Οι πρώτες ανασκαφές στο Ραμνούντα έγιναν από τους Dilettanti το 1813 και από τον Δημ. Φίλιο το 1880. Στο διάστημα ανάμεσα στο 1890 και το 1892 διενεργήθηκαν ανασκαφές στο χώρο από τον Βαλέριο Στάη κατά τη διάρκεια των οποίων ήρθαν στο φως το ιερό, το φρούριο και πολλοί ταφικοί περίβολοι.
Κάποτε εδώ, γύρω από το ιερό η περιοχή δεν ήταν έρημη όπως σήμερα. Σπίτια, οικήματα, αγροτικές κατασκευές, φράχτες, πηγάδια, στάνες και αποθήκες έδιναν άλλη όψη στον καλλιεργημένο τόπο. Αυτή την εικόνα μαντεύουμε από τα λείψανα των κατασκευών που σώζονται, σπίτια και τάφους. Οι ναοί και το ιερό βρίσκονταν στο κέντρο ενός πολυσύχναστου μικρού οικισμού. Στο ιερό, ο επισκέπτης βλέπει τα ερείπια δυο ναών. Ο παλαιότερος είναι αυτός που βρίσκεται νότια. Η πρόσοψή του ήταν απλή, ένας τοίχος με μια θύρα. Η στέγαση του ναού γινόταν με πήλινα κεραμίδια κορινθιακού ρυθμού. Ο μικρός αυτός ναός διατηρήθηκε ως τον 4ο αιώνα σαν θησαυρός και αποθήκη. Μέσα στο σηκό του βρέθηκαν σημαντικά γλυπτά τα οποία σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ο μεγάλος ναός θεωρείται έργο του λεγόμενου «αρχιτέκτονος του Θησείου». Δημιουργεί ενδιαφέρον ως ένας μαρμάρινος αττικός ναός του 5ου αιώνα, με έξι κολώνες στις στενές όψεις και δώδεκα στις μακρές. Οι μετόπες και τα αετώματα δεν είχαν γλυπτική διακόσμηση. Το εσωτερικό του ναού το ξέρουμε με κάποιες λεπτομέρειες. Στο βάθος του σηκού βρισκόταν το άγαλμα της Νέμεσης, έργο του Αγορακρίτου. Από το άγαλμα σώζονται εκατοντάδες μικρά κομμάτια και η μορφή του μας είναι σήμερα γνωστή χάρη στις έρευνες των τελευταίων ετών.
Το ιερό είδε κάποια ακμή στα χρόνια του πλούσιου σοφιστή Ηρώδη του Αττικού, ο οποίος καταγόταν από τον γειτονικό Μαραθώνα, όπου είχε μεγάλα κτήματα. Ο Ηρώδης σύχναζε στο ιερό με τους μαθητές του και μπορούμε να του αποδώσουμε την επισκευή του ναού. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα με το διάταγμα του Αρκαδίου το 339 μ. Χ., οι όρθιοι ναοί στις εξοχές έπρεπε να γκρεμιστούν χωρίς θόρυβο και αναταραχή. Οι θριαμβευτές χριστιανοί επιδόθηκαν στην κατεδάφιση του μεγάλου ναού. Μόνο έτσι εξηγείται η ολοκληρωτική διάλυση των γλυπτών, που φέρνουν εμφανή τα σημάδια από τα χτυπήματα των χριστιανών. Η κατάσταση του αγάλματος της Νέμεσης είναι τόσο οικτρή που μόνο σχεδιαστικά μπορούμε να το δούμε πια.
Από ψηλά και μακριά βλέπουμε τα ίχνη του φρουρίου του Ραμνούντα. Πήρε την πρώτη του μορφή τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα. Προορισμός του ήταν η εξασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στους Αθηναίους από την Εύβοια στην Αθήνα. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά με την παρουσία των εφήβων, (νεοσύλλεκτων στρατιωτών) οι οποίοι στα χρόνια του Αριστοτέλη «περιπολούσι την χώραν και διατρίβουσιν εν τοις φυλακτηρίοις». Οι έφηβοι εξαφανίζονται την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από την εποχή του Αρκαδίου και το τελειωτικό χτύπημα στο εγκαταλελειμμένο από τους πιστούς ιερό μέχρι τον 19ο αιώνα, ο Ραμνούντας παίρνει τη σημερινή του μορφή, με τη φθορά, τις καταστροφές, από τους ανθρώπους και τη φύση. Ακόμα και σήμερα, μια μορφή μαγική και μυστηριακή. Έστω και στο 20% που είναι ανοιχτό και προσβάσιμο.
σχόλια