«Ο Λαός μίλησε». Πρόκειται για ρητορική υπερβολή χωρίς ουσία.
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος
τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι» είναι ένα από τα αρχαιότερα δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν συνταγματικά, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Οι πολίτες έχουν αυτονόητα το δικαίωμα να συγκεντρώνονται και να διαδηλώνουν – τηρώντας βέβαια τους νόμους. «Ησύχως και αόπλως» σύμφωνα με την αρχική διατύπωση στο Σύνταγμα του 1864.
Τα συλλαλητήρια αποτελούν, λοιπόν, άσκηση δικαιώματος. Αυτό δεν αλλάζει από γραφικότητες, κακογουστιές, γελοιότητες και ακρότητες κάθε λογής, όσο δεν παραβιάζονται οι νόμοι. Κατά μείζονα λόγο δεν νομιμοποιούνται να θεωρούν αθέμιτα τα συλλαλητήρια όσοι δικαιολογούν τρομοκρατικές επιθέσεις μασκοφόρων με λοστούς, βαριοπούλες και μολότοφ...
Πότε, όμως, μπορούν να παίξουν τα συλλαλητήρια ωφέλιμο ρόλο στην πολιτική ζωή; Χρειάζονται τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις: (α) να υπάρχει επαρκής πληροφόρηση των συμμετεχόντων για το επίμαχο ζήτημα και (β) αυτό το ζήτημα να επιδέχεται μία ξεκάθαρη και απλή λύση. Για την υποστήριξη ή την απόκρουσή της, ταιριάζει ασφαλώς να γίνει συλλαλητήριο. Τέτοια ήσαν π.χ. τα συλλαλητήρια για το Κυπριακό στα μαθητικά μου χρόνια, με επιδίωξη την Ένωση.
Tα τωρινά συλλαλητήριαγια το Μακεδονικό μόνο βλαβερό έως καταστρεπτικό ρόλο μπορούν να παίξουν. Δημιουργώντας πλασματικές και επίπλαστες εντυπώσεις, προκαλούν προπαντός φόβο στους πολιτικούς και τους οδηγούν ενδεχομένως σε παραίτηση από την ευθύνη τους, δηλαδή από τον δικό τους ρόλο.
Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, τέτοιες προϋποθέσεις σήμερα. Μετά από δεκαετίες ακατάσχετης παρακμής και μειούμενης αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού μας συστήματος, επικρατεί αβυσσαλέα άγνοια για την ιστορία του μακεδονικού ζητήματος. Ιδίως για την ιστορία τόσο της ονομασίας όσο και των πληθυσμών που την ασπάστηκαν.
Επιπλέον, το ζήτημα σήμερα παρουσιάζεται εξαιρετικά σύνθετο, αφού δεν περιορίζεται στην επίσημη ονομασία του γειτονικού μας κράτους – όπως ανακάλυψαν, έστω καθυστερημένα, η κυβέρνηση και τα περισσότερα κόμματα. Κατά συνέπεια, δεν προσφέρεται μία απλή λύση, για την οποία είναι από τη φύση τους κατάλληλα τα συλλαλητήρια.
Με αυτές τις συνθήκες, τα τωρινά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό μόνο βλαβερό έως καταστρεπτικό ρόλο μπορούν να παίξουν. Δημιουργώντας πλασματικές και επίπλαστες εντυπώσεις, προκαλούν προπαντός φόβο στους πολιτικούς και τους οδηγούν ενδεχομένως σε παραίτηση από την ευθύνη τους, δηλαδή από τον δικό τους ρόλο. Αξίζει να θυμίσω εδώ ότι αυτό δεν συνέβη στο ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, παρά τα εντυπωσιακά συλλαλητήρια του 2000 με επικεφαλής τον αξέχαστο αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
Συχνά ακούγεται από τους διοργανωτές, τους ομιλητές ή και τους σχολιαστές συλλαλητηρίων η τετριμμένη φράση: «ο Λαός μίλησε». Πρόκειται για ρητορική υπερβολή χωρίς ουσία. Ο Λαός μιλάει μόνο ψηφίζοντας σε εκλογές και σε δημοψηφίσματα, με εγγυήσεις ελευθερίας που περιλαμβάνουν υποχρεωτικά τη μυστικότητα.
Ίσως όμως η χειρότερη όψη των τωρινών άγονων και αχρείαστων συλλαλητηρίων είναι η κατασπατάληση πόρων, ενέργειας και ενθουσιασμού, που θα μπορούσαν καταρχήν να διοχετευθούν σε πιο δημιουργική κατεύθυνση για την αποτελεσματική και επείγουσα αντιμετώπιση ζωτικών προβλημάτων μας, όπως η εκπαίδευση. Κρίμα.
Η μακεδονική σαλάτα ως κόμμα
Περικλής Κοροβέσης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας
Η Μακεδονία είναι ελληνική». Αυτό είναι το σύνθημα που κυριάρχησε μέχρι τώρα στο μαζικό συλλαλητήριο σχετικά με την ονομασία της όμορφης μικρής χώρας. Πιθανότατα το ίδιο θα συμβεί και στο προγραμματισμένο συλλαλητήριο της ερχόμενης Κυριακής. Στο συλλαλητήριο του 1992 μετείχαν όλα τα πολιτικά κόμματα, από φασίστες-μετά Χρυσή Αυγή μέχρι τον Συνασπισμό, εκτός του ΚΚΕ.
Οργανωτής ήταν το ελληνικό κράτος που επιστράτευσε ακόμη και τα σχολεία και μέσω διαφόρων φορέων χρηματοδότησε μια εθνική κινητοποίηση. Θεωρητικά, τα συλλαλητήρια αποτελούν συνταγματικό δικαίωμα που δίνει τη δυνατότητα στον λαό να διεκδικήσει τα αιτήματά του από την κυβέρνηση. Όταν η ίδια η κυβέρνηση διαδηλώνει, από ποιον διεκδικεί ικανοποίηση των αιτημάτων της;
Προφανώς, από μια άλλη χώρα. Κι αυτό δεν έχει συμβεί για πρώτη φορά στην Ιστορία. Όταν μια χώρα προετοιμάζεται για πόλεμο, καταφεύγει στη δαιμονοποίηση του στόχου, δηλαδή την άλλη χώρα, με σκοπό να εμψυχώσει τους φαντάρους που ετοιμάζεται να σφαγιάσει στο ηρωικό πεδίο των μαχών, πείθοντάς τους ότι πολεμούν για ιδανικά, για την πατρίδα και τον λαό της και όχι για τα κέρδη των καπιταλιστών. Γι' αυτό χρειάζονται λαϊκές κινητοποιήσεις για τη στήριξη του ηθικού των μελλοθάνατων.
Με αφορμή το περίφημο «σκοπιανό θέμα», που ουσιαστικά έληξε, είναι πολύ πιθανό να δούμε τη δημιουργία ενός νέου ακροδεξιού κόμματος, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή μιας εθνικιστικής αριστεράς που εκφράζεται σε αυτά τα θέματα ακροδεξιάς.
Η γεωγραφική περιοχή που λέγεται Μακεδονία είναι μοιρασμένη σε τέσσερις χώρες. Το 50% ανήκει στην Ελλάδα και το υπόλοιπο μισό ανήκει στη Βουλγαρία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία κι ένα μικρό κομμάτι στην Αλβανία. Ουδέποτε η Μακεδονία ήταν κράτος.
Την εποχή που την κατοικούσαν οι Φίλιπποι και μέχρι να ανδρωθεί ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχαν ανακαλυφθεί τα κράτη. Αυτά εμφανίζονται στην Ιστορία μετά τη διάλυση των αυτοκρατοριών. Σχετικά πρόσφατα, δηλαδή.
Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, που βρέθηκε να ζει σε τρεις αυτοκρατορίες, ήταν τόσο ανακατεμένος, που οι Γάλλοι την πιο σύνθετη σαλάτα τους την ονόμασαν μακεδονική. (Κι εμείς οι πατριώτες δεν διαμαρτυρηθήκαμε ποτέ.)
Ο Τίτο, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναδιοργάνωσε την ομοσπονδία του και άλλαξε τα ονόματα των κρατιδίων. Το πιο νότιο κρατίδιο πήρε το όνομα της περιοχής. Η Ελλάδα το αναγνώρισε με τη σύνθετη ονομασία, όπως το αναγνωρίζει ακόμα και σήμερα με το πρόσθετο πρώην. Θα την αναγνωρίσουμε και μια τρίτη φορά, με κάποιον άλλο συνδυασμό, αλλά το Μακεδονία θα υπάρχει. Προς τι, λοιπόν, όλο αυτό το κακό;
Για να βρούμε απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να ψάξουμε στην ψυχοπαθολογία μας. Να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη κατάμουτρα και να μη φοβηθούμε, ό,τι και να δούμε.
Είμαστε λαός συντηρητικός, πολιτικά απαίδευτος. Ανεχτήκαμε δύο δικτατορίες τον περασμένο αιώνα και δεν είναι λίγοι αυτοί που θέλουν και μία τρίτη. Περίπου 400.000 συμπατριώτες μας ψήφισαν μια υπόδικη εγκληματική οργάνωση, τη Χρυσή Αυγή, και την ανέδειξαν σε τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη.
Τώρα, αν συνυπολογίσουμε έναν διάχυτο φασισμό που υπάρχει (ομοφοβία, ισλαμοφοβία, ρατσισμός, μετανάστες, πρόσφυγες και, φυσικά, οι διακρίσεις σε όλες τις γυναίκες) σε όλη την κοινωνία και σχεδόν σε όλα τα κόμματα, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πώς ένα απλό θέμα εξωτερικής πολιτικής γίνεται εθνικό θέμα που δεν αφορά εθνικά θέματα αλλά ανακατατάξεις της εσωτερικής πολιτικής.
Καταλήγω στο συμπέρασμα πως με αφορμή το περίφημο «σκοπιανό θέμα», που ουσιαστικά έληξε, είναι πολύ πιθανό να δούμε τη δημιουργία ενός νέου ακροδεξιού κόμματος, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή μιας εθνικιστικής αριστεράς που εκφράζεται σε αυτά τα θέματα ακροδεξιάς. Το σενάριο αυτό δεν μοιάζει απίθανο. Καλά θα ήταν να είμαστε προετοιμασμένοι από τώρα.
Πολεμήσαμε ενδόξως τους «γυφτοσκοπιανούς» και κερδίσαμε μια ακροδεξιά. Ένας ακόμη εθνικός θρίαμβος.
Μακεδονικός ταυτοτισμός και πολιτική ηγεσία
Βασιλική Γεωργιάδου
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Παν/μιο
Υπάρχουν μορφές κινητοποίησης όπου το προφίλ εκείνων που συμμετέχουν είναι αρκετά συγκεκριμένο: σε διαδηλώσεις για τα εργασιακά λαμβάνουν μέρος εργαζόμενοι, στις απεργιακές κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας, μαζί βέβαια με τους «επαγγελματίες» συνδικαλιστές και τους κομματικούς ινστρούχτορες.
Υπάρχουν μορφές κινητοποίησης, ωστόσο, όπου το διακυβευόμενο διαπερνά εγκάρσια τα κοινωνικά περιβάλλοντα: π.χ. ζητήματα για το περιβάλλον ή τα δικαιώματα ειδικών ομάδων μπορεί να κατεβάσουν στους δρόμους άτομα με διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο.
Η κινητοποίηση αυτή μπορεί να μην πραγματοποιηθεί μόνο στον δημόσιο χώρο αλλά και στη δημόσια σφαίρα, πράγμα που μπορεί να συμβεί με συλλογή υπογραφών μέσα από κάποια ηλεκτρονική πλατφόρμα (avaaz.org, change.org) ή από σελίδες και hashtags στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μετά τη δεκαετία του 1970, στην αυγή του «μεταβιομηχανικού κόσμου», μετα-υλιστικά ζητήματα αποτέλεσαν τα κύρια μοτίβα κοινωνικής κινητοποίησης. Η ιδεολογική τους χροιά ήταν περισσότερο αριστερόστροφη, αλλά σταδιακά προστέθηκε και το δεξιό ιδεολογικό τους ισοδύναμο.
Ζητήματα εθνικής ταυτότητας, με αφορμή την παρουσία μεταναστών ή εθνικών μειονοτήτων και το ενδεχόμενο αναγνώρισης δικαιωμάτων σε ομάδες ατόμων που θεωρούνται ξένοι και εκλαμβάνονται ως απειλή για τη συνοχή του έθνους και του εθνικού κράτους, έχουν κινητοποιήσει τα περιβάλλοντα του δεξιού εθνικολαϊκισμού αρκετές φορές.
Για να μην πάμε στο παρελθόν, σε εξέλιξη είναι ακόμη το πατριωτικό κίνημα «κατά του εξισλαμισμού της Δύσης», γνωστό ως Pegida, που ξεκίνησε από τη Δρέσδη και εξαπλώθηκε σε αρκετές πόλεις της Γερμανίας, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμου που κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαδηλώσουν υπέρ της προστασίας των χριστιανικών αξιών που υπονομεύονται από την πολυπολιτισμικότητα και τη μετανάστευση.
Ένα παρόμοιο τέτοιο κίνημα που το συναντάμε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι εκείνο των «ταυτοτιστών». Πρόκειται για ένα δίκτυο εθνικο-σοβινιστικής ιδεολογίας, στο οποίο μετέχουν μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, και δραστηριοποιείται για την «άμυνα της Ευρώπης» απέναντι σε πρόσφυγες, μετανάστες, ξένους.
Οι πολίτες που κινούνται στη mainstream γραμμή (και αυτοί είναι οι περισσότεροι) θέλουν να μπορούν να εμπιστεύονται μια υπεύθυνη ηγεσία και όχι αρχηγούς που άγονται και φέρονται από τη συγκυρία.
Τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό της δεκαετίας του 1990 και σήμερα, όπως και εκείνα για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, μαζί με το «δημοψήφισμα» της Εκκλησίας/Χριστόδουλου, είναι παραλλαγές εθνικολαϊκιστικών κινητοποιήσεων με πολλές ομοιότητες με εκείνα των ταυτοτιστών και του Pegida.
H αίσθηση της απειλής της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας, η αντίληψη υπεροχής της ταυτότητας που απειλείται από άλλες θεωρούμενες υποδεέστερες, η διάσταση της συνωμοσίας στην υποστήριξη εκείνων που απειλούν, η ιστορικοποίηση του εκάστοτε ζητήματος με επιλεκτική χρήση, μεροληπτική ερμηνεία ή και παρερμηνεία των ιστορικών και άλλων πηγών χαρακτηρίζουν τις εγχώριες και τέτοιου είδους κινητοποιήσεις.
Μια επιπλέον διάστασή τους είναι η συστηματική προσπάθεια από ιθύνοντες να συναισθηματικοποιήσουν τον τρόπο που σκέφτονται εκείνοι οι οποίοι εμφανίζονται διαθέσιμοι απέναντι σε τέτοιες μορφές κινητοποίησης να διεγερθούν ψυχικά επιζητώντας εκτόνωση.
Τέτοιοι είναι άνθρωποι χωρίς υψηλό βαθμό πολιτικοποίησης και χωρίς υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο (η ροπή στο φολκλόρ είναι ένα επακόλουθο αυτού του ελλείμματος), γι' αυτό και είναι εύκολα χειραγωγήσιμοι πολιτικά, ψυχικά και συναισθηματικά. Η φιγούρα ενός ιεράρχη ή ενός στρατηγού που ηγείται τέτοιων κινητοποιήσεων συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση του αποπροσανατολισμού και της χειραγώγησης «καθημερινών» ανθρώπων.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι από την οργανωμένη πολιτική και κοινωνική σκηνή που βλέπουν με φόβο αυτές τις κινητοποιήσεις: το ενδεχόμενο δηλαδή να αναδειχτούν νέοι ηγέτες, να αλλάξει η πολιτική και κοινωνική ατζέντα, να μεταβληθούν οι ισορροπίες μέσα σε υπάρχοντες σχηματισμούς.
Το είδαμε και στην πρόσφατη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης για το Μακεδονικό, ενώ το ίδιο σκηνικό αναμένεται να επαναληφθεί στην επικείμενη συγκέντρωση στην Αθήνα. Ο φόβος είναι πάντα ένας κακός οδηγός για να λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις. Όσοι λαμβάνουν αποφάσεις πρέπει να είναι υπεύθυνοι και όχι αμφίθυμοι και φοβισμένοι.
Οι πολίτες που κινούνται στη mainstream γραμμή (και αυτοί είναι οι περισσότεροι) θέλουν να μπορούν να εμπιστεύονται μια υπεύθυνη ηγεσία και όχι αρχηγούς που άγονται και φέρονται από τη συγκυρία. Η συγκυρία αλλάζει, αλλά τα προβλήματα παραμένουν και στο «τέλος της ημέρας» η κρίση θα είναι συνολική και θα αφορά τα σημαντικά και ουσιώδη.
Το Μακεδονικό για κάποιους είναι ταυτότητα, για πολλούς θεωρείται έκφραση ακτιβιστικού εθνικισμού, αλλά για τους περισσότερους είναι ένα «τεστ αλήθειας» για την πολιτική και κοινωνική ελίτ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια