Ήταν Αύγουστος του ’88. Πλησίαζε στο τέλος της η τέταρτη δεκαετία της οποίας οι έφηβοι νόμιζαν ότι θα ζουν για πάντα. Ο τίτλος, άλλωστε, της ταινίας που έπαιζε το Παρέλ, ο κινηματογράφος δίπλα στα πατρικά μας στην Καλλιθέα, ήταν -χωρίς πολλά περιθώρια για δεύτερες αναγνώσεις- Πολύ σκληρός για να πεθάνει. Ο Γιώργος Κανάκης, όμως, συμμαθητής μου από την Α’ Δημοτικού και μέτοχος του διάχυτου εκείνου αμερικανικού πνεύματος με το οποίο αερίζονταν τα νότια προάστια της δικής μας εποχής, την είχε ήδη δει δυο φορές. Έτσι, αποφασίσαμε να πάμε στο Τροπικάλ, να δούμε τη Σεξωγήινη.
Γυναίκες 30 χρόνων, που θα μπορούσαν να είναι και 50, κάθονταν με περιοδικά-βεντάλιες στα μπαλκόνια τους, ενώ ραδιοφωνάκια απ’ τα μέσα δωμάτια έλεγαν «Είσαι Θεός, ήλιος καλοκαιρινός» κι ύστερα από λίγο απαντούσαν, χωρίς αλληλουχία, «Εξαρτάται, μου λες, εξαρτάται», μ’ εκείνες τις φωνές που υπήρχαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια και που θα έμεναν για πάντοτε παρούσες, χωρίς να μας ανήκουν ούτε να τους ανήκουμε. Μόνο απ’ το μπαλκόνι κάποιας συμμαθήτριάς μας έφευγε η φράση «Little fifteen / You help her forget / The world outside / You ’re not part of it yet» και για 100 μέτρα περίπου η Καλλιθέα ακουγόταν σαν να ανήκει και σ’ εμάς.
Τριακόσια μέτρα μόνο απ' την αρχή της βόλτας μας, στη συμβολή των οδών Σαπφούς και Ματζαγριωτάκη, στεκόταν ένας άνθρωπος που έδειχνε να περιμένει μόνο εμάς.
H Σεξωγήινη ήταν, παρ’ όλ’ αυτά, η Κιμ Μπάσινγκερ κι ερχόταν από έναν άλλο πλανήτη με σχέδιο να παρασύρει εμένα και τον Κανάκη στο κατ’ όνομα τροπικό θερινό της Θησέως και να γυαλίσει το ακατάστατο ακόμα ερωτικό μας όραμα, να του δείξει πόσο μικρά περιθώρια είχε να επιβιώσει, αν δεν γινόταν με κάποιον τρόπο καθαρό. Το σχέδιό της, όμως, παρά τη δεκαπεντάχρονη δική μας προθυμία, δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί.
Τριακόσια μέτρα μόνο απ’ την αρχή της βόλτας μας, στη συμβολή των οδών Σαπφούς και Ματζαγριωτάκη, στεκόταν ένας άνθρωπος που έδειχνε να περιμένει μόνο εμάς.
Ήταν σκουρόχρωμος, αλλά όχι ιδιαίτερα. Με πυκνό, ίσιο μαλλί που έδειχνε να θέλει να εξελιχθεί σε χαίτη και ντύσιμο λαϊκού παιδιού του ’81. Κρατούσε μια μικρή Κόντακ και με το που μας είδε, άνοιξε τα χέρια του διάπλατα για να μας σταματήσει.
Η γλώσσα με την οποία τελικά μας σταμάτησε ήταν αγγλική. Δεν σχημάτιζε ακριβώς προτάσεις. Λέξεις και αριθμοί ακολουθούνταν από τελείες και στο ενδιάμεσο κενά, που με το βλέμμα προσπαθούσε να συμπληρώσει. Χαμογελούσε πολύ κι έδειχνε να πιστεύει πως ο θρίαμβος της σωστής επιλογής των λέξεων ήταν αρκετός για να δεχτούμε ενθουσιασμένοι αυτό που μας είχε ζητήσει.
Γύρισε αμέσως την πλάτη κι άρχισε να κατευθύνεται προς την είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας, γυρνώντας κάθε τόσο πίσω και κάνοντάς μας νόημα να τον ακουλουθήσουμε. Εμείς, παγωμένοι στο πεζοδρόμιο, κι έχοντας μόλις σχηματίσει ένα είδος νοήματος απ’ τη σπασμένη του αφήγηση, το ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλον, για να δούμε αν είχαμε καταλάβει σωστά. «Είναι μια εβδομάδα στην Ελλάδα και σήμερα η κόρη του έχει γίνει δύο χρόνων. Ζητάει από κάποιον ν’ ανέβει στο διαμέρισμα και να τους τραβήξει μια οικογενειακή φωτογραφία».
Δεν θα μπορούσε να ακούγεται πιο ψέμα.
Κι όμως, ακολουθήσαμε. Ίσως γιατί η φιλία μας βασιζόταν από πάντα στις σπασμένες αφηγήσεις. Ο Γιώργος ήξερε να οικειοποιείται όπως κανείς, στις παιδικές του εξιστορήσεις, τις περιπέτειες των Μυστικών Επτά, κάλυπτε πριν κοιμηθεί το πρόσωπό του με τις πορτοκαλί σελίδες των εκδόσεων «Καμπανάς Hellas», διάβαζε πρόωρα μαζί με τη μητέρα του παλπ μυθιστορήματα με ζωντανούς νεκρούς, κατόρθωνε να μπει μαζί με τον πατέρα του στα σινεμά που έπαιζαν ιταλικές ταινίες με κανίβαλους. Ήταν σαν να ήθελε να εκθέσει την παιδική του φαντασία σε όλα τα πιθανά τραύματα, ώστε να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει έτοιμος τον Μεγάλο Κίνδυνο, όταν θα ερχόταν η ώρα. Εγώ πάλι, ως παιδί, ήμουν ο απόλυτος ακροατής, εκείνος που δεχόταν τη συνθήκη της κάθε ιστορίας ως μιαν απαράβατη,γενικής φύσεως προϋπόθεση.
Δεν θα μπορούσαμε να μην είμαστε φίλοι.
Κι αυτή η στιγμή ερχόταν ακριβώς για να δοκιμάσει τα όρια της πιο ανομολόγητης προσδοκίας της φιλίας μας: θα είχαμε, λοιπόν, το θάρρος να δεθούμε για πάντα μέσα από μιαν αληθινή ιστορία, με όλα τα περιθώρια -και τα πιο φρικτά ακόμα- ανοιχτά; Ποιους ρόλους θα κρατούσαμε στην πραγματικότητα;
Η πόρτα της πολυκατοικίας έκλεισε πίσω μας.
Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο και πίσω απ’ την πόρτα στην οποία μας οδηγούσε ο άνθρωπός μας ακούσαμε αραβική μουσική να παίζει χαμηλά. Ήταν, όντως, μουσική γιορτής. Ο οδηγός μας χτύπησε με το χέρι του δυο φορές την πόρτα. Μέχρι ν’ ανοίξει, η ιστορία μας έμεινε μετέωρη για 10 περίπου δευτερόλεπτα. Μετά απ’ αυτά μπορούσαμε να γίνουμε άλλοι.
Την πόρτα άνοιξε μια νέα, παχουλή γυναίκα που φορούσε κάτι σαν νυχτικό και στο κεφάλι είχε μια πράσινη μαντίλα. Πίσω απ’ τα πόδια της ξεπρόβαλε ένα αγοράκι. Είχαν ακριβώς τα ίδια μάτια, τεράστια, και, όπως -γελοία- λένε τα παλιά ελαφρά τραγούδια, «μελιά». Το δέρμα τους ήταν κάτασπρο. Έδειχναν κι αυτοί σίγουροι ότι θα ’ρθουμε, ήταν καταχαρούμενοι, σαν να το είχαμε κανονίσει καιρό πριν.
Το σπίτι ήταν στολισμένο με χάρτινες κορδέλες, ένα μικρό τραπέζι ήταν στρωμένο με κόκκινο τραπεζομάντιλο και πάνω ήτανε μια τεράστια πιατέλα με κίτρινο πιλάφι με σταφίδες και μικρά κομματάκια κοτόπουλο, διάφορες σαλάτες και σοροπιαστά γλυκά. Στον τοίχο απέναντί μας μια τεράστια αφίσα με τον Ράμπο και από κάτω, σ’ ένα καροτσάκι, κοιμόταν η εορτάζουσα, η μόνη, προφανώς, που δεν μας περίμενε.
Δεν ξέραμε τι να πούμε. Ο οικοδεσπότης μας άνοιξε μερικά μπουκάλια μπίρας. Τσουγκρίσαμε, ευχηθήκαμε, δείξαμε τον Ράμπο κι είπαμε γελώντας το όνομά του. Ήταν το έναυσμα για ν’ αρχίσει το ζευγάρι τη δική του ιστορία. Ο άντρας μιλούσε, η γυναίκα έγνεφε χαμογελώντας «έτσι είναι».
Αυτό που έδενε τον αφηγητή μας με τον βετεράνο του Σταλόνε ήταν ότι ήταν κι αυτός στις Ειδικές Δυνάμεις. Αυτό που τους χώριζε ήταν πως ο δικός μας ήταν λιποτάκτης. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ τέλειωνε τις μέρες εκείνες, τα όπλα λιγόστευαν, οι μάχες γίνονταν πια σώμα με σώμα κι ο Ιρακινός φίλος μας προσπαθούσε να μας πει -δείχνοντάς μας κι ένα τραύμα στο μπράτσο του- πως δεν ήταν δειλός, δεν πίστευε όμως πια στους λόγους εκείνου του πολέμου. Έστειλε τη γυναίκα του με τα μωρά στην Τουρκία και πήγε μετά από κάποιους μήνες να τους βρει. Από κει μπήκαν με βάρκα στην Ελλάδα, όπου θα κάθονταν έναν μήνα περίπου, μέχρι να τους φτιάξουν τα χαρτιά και να πάνε να συναντήσουν τον αδερφό του στην Αμερική.
Κοιτάζαμε, λοιπόν, αυτήν τη ζωντανή ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά μας, τρώγαμε ένα φαγητό που ήταν το πιο διαφορετικό που είχαμε γευτεί ως τότε, σκίζαμε νοερά τα τεύχη των κόμικ που μας προετοίμαζαν για μια άλλου είδους φρίκη και μετά από λίγο το μωρό φύσηξε τα κεράκια του κι εμείς πήραμε την Κόντακ στα χέρια και απαθανατίσαμε την πρώτη δυτική ανάμνηση της οικογένειας των φίλων μας.
Βγήκαμε απ’ το σπίτι τους κανένα δίωρο μετά. Είχαμε πιει αρκετά και γελάγαμε, επαναλαμβάνοντας τη λέξη Τροπικάλ - μας φαινόταν ξαφνικά πολύ αστεία. Μετά από λίγη ώρα σοβαρέψαμε. Αναρωτηθήκαμε αν θα ξανακούγαμε ποτέ για το Ιράκ, αν θα πίστευε έστω κι ένας συμμαθητής μας πως στην αδιατάρακτή μας Καλλιθέα έκαναν τη σύντομη στάση τους λαθρομετανάστες από εμπόλεμες χώρες της Ανατολής, σε ποια χώρα θα έπρεπε να ταξιδέψουμε για να ξαναγευτούμε αυτού του είδους τα φαγητά. Μετά, περπατήσαμε για λίγο σιωπηλοί. Νιώθαμε ένα είδος θριάμβου μέσα μας, που τα πολλά λόγια θα τον μείωναν. Λίγο πριν τον αφήσω σπίτι του, χαζέψαμε λίγο στο περίπτερο. Εκτός από μια εφημερίδα που έλεγε κάτι για τον Κοσκωτά και τον έλεγχο του εισαγγελέα στην τράπεζά του, οι υπόλοιπες έλεγαν για την ασυνήθιστη ζέστη. Θα ξαναζούσαμε, άραγε, τον φοβερό καύσωνα του ’87; «Τροπικάλ», ξαναθυμήθηκε ο Γιώργος. Γελάσαμε πάλι λίγο, αλλά όχι όπως πριν. Καληνυχτιστήκαμε και γυρίσαμε στο σπίτι.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 29.7.2011
σχόλια