Φόρεσε το γκρι Armani ράσο του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ok o Armani μισούσε τους παπάδες με τα χαριτωμένα ψωμάκια και την μεσογειακή κοιλίτσα. Έραβε ράσα για ασκητές του Βατοπεδίου, για αυτές τις σχεδόν εξαϋλωμένες μορφές που το 6-pack τους είχε γίνει δεύτερη φύση, που ζούσαν για εκείνη την στιγμή που θα κοιταζόντουσαν μπροστά στον καθρέφτη μετά την νηστεία της Σαρακοστής και θα έλεγαν στον εαυτό τους με έπαρση: «Κούκλε τα κατάφερες»,.
Άνοιξε το εσωτερικό λάστιχο τέρμα. Τίποτα. Κατάπιε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε, καθώς κοίταζε την φωτογραφία που είχε βγάλει με την παπαδιά στον «Άγιο Χάπατο» πριν δυο χρόνια. Ήταν τόσο ευτυχισμένοι πριν μπει ανάμεσα τους ΑΥΤΗ. Ήταν ο παπάς και η παπαδιά, ήταν ερωτευμένοι, δυο νούφαρα στην λίμνη της ηδονής («Θου Κύριε!») που περίμεναν το παιδί του Θεού, τον Δωρόθεο να έρθει μέσα απ την (σχεδόν) άσπιλη σύλληψη.
Κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού του. Ένιωσε το CK μποξεράκι του να τον στενεύει. Έπρεπε να σταματήσει η παπαδιά να φτιάχνει παπουτσάκια, ήταν το αγαπημένο του και τα μπούτια του το γνώριζαν καλύτερα απ όλους. Περπάτησε ανάμεσα στο αμαρτωλό πλήθος, που είχε κατακλύσει το νησί. Ο Αύγουστος έσπρωχνε όλους αυτούς στην αμαρτία, την αμαρτία που ο ίδιος πολεμούσε με νύχια και με δόντια κάθε Κυριακή, την αμαρτία που τον οδηγούσε στην αγκαλιά ΑΥΤΗΣ της γυναίκας.
Πως ξεκίνησαν όλα; Αυτός, ένας Πατέρας της εκκλησίας με το πι κεφαλαίο, ο Πατέρας Παπάταυρος με το όνομα και ΑΥΤΗ μια πανελίστρια μεσημεριανής εκπομπής με το πι ανάποδο και το βλέμμα οχιάς γνωρίστηκαν στο «Βαθύ πηγάδι», ένα κλάμπ, μια «ντισκοτέκ» όπως παλαιομοδίτικα συνήθιζε να λέει, του Βόλου.Είχε έρθει καλεσμένος του φίλου του Παπά Σουζάκι για την παρουσίαση του βιβλίου του «Η Αμαρτία στον κάμπο: Τότε και Τώρα», ένα βιβλίο γραμμένο από Βολιώτη παπά για την αμαρτωλή Λάρισα. Ένα μικρό θεματάκι για τα μεσημεριανά, μια μεγάλη καταστροφή για τον ίδιο. Όταν κοίταξε αυτό το γύναιο, που προκλητικά έγλειφε τα χείλη του γύρω απ το ποτήρι του κοκτέιλ «Τίλα Τσικίτα», ήξερε ότι η ζωή του θα άλλαζε για πάντα.
Όταν ανοιγόκλεισε με τα μικρά φιδίσια μάτια της, αυτά τα μάτια «ξαδέρφης του σατανά» όπως θα έλεγε στον εξομολόγο του μέρες μετά, ένιωσε την στύση του ξανά, 18 μήνες μετά την άσπιλη σύλληψη του Δωρόθεου. Για όλα τα άλλα εκείνη τη νύχτα έβαλε ο διάβολος το χέρι του.Πριν τρεις μέρες του έστειλε sms. Του έλεγε ότι ήταν στο νησί. Ότι θα φορούσε πάλι εκείνα τα φούξια εσώρουχα, με τα μεταλλικά πιατάκια που τόσο του άρεσαν. Ότι ήθελε πάλι η γενιάδα του να γδάρει την πλάτη της. Ότι τον περίμενε στην παραλία «Παρτόλα» πίσω απ τον βράχο σε σχήμα φαλλού.
Περπατούσε προσεκτικά ανάμεσα στους αμαρτωλούς και σκεφτόταν τα λόγια της, ένα λάθος βήμα και θα σκιζόταν το CK μποξεράκι του.Στα σκαλιά του μπαρ «Αναμμένο κάρβουνο» καθόταν ο μεγαλύτερος αμαρτωλός. Ένα πρώην παπαδάκι που είχε μεταλλαχθεί σε έκφυλο χορευτή νυχτερινού κέντρου. «Γκού γκού μπόι» ή κάτι τέτοιο σκέφτηκε καθώς ο τριαντάχρονος άντρας του φώναξε «Γεια παπά» κάνοντας πως δεν ακούει. Έστριψε πίσω απ το «Αναμμένο κάρβουνο» και κατέβηκε την κατηφόρα για την «Παρτόλα» με το μυαλό του να γυρίζει πίσω σε ένα βράδυ Μ.Παρασκευής πριν χρόνια, όταν αυτός ήταν ο νέος παπάς της ενορίας και το «γκού γκού μπόι» ένα αναμάρτητο παιδί.
Όταν την είδε να ξεπροβάλλει πίσω απ τα βράχια, αυτό το γύναιο, ΑΥΤΗ η οχιά ξέχασε την Μ. Παρασκευή. Μπροστά του ήταν η Παρασκευή, Βίβη Κουκούτσι όπως της άρεσε να την λένε. Η πανελίστρια που έσταζε φαρμάκι, η συντάκτρια που είχε βγάλει τον αυχένα της για να δει την πάστα που έτρωγε ο Ρουβάς (σ.σ σοκολατίνα ποντικάκι), ο θηλυκός πάνθηρας που είχε σκαρφαλώσει στην μάντρα του Λάτσιου για να δει από κοντά τις «ημέρες μοναξιάς», το ερωτικό πιράνχας όπως την αποκαλούσε ένας πρώην της.«Ώστε λοιπόν ήρθες. Βλέπω δεν σε επηρέασε η κρίση» του είπε δείχνοντας το κεντημένο όνομα του Armani πάνω στο ράσο.
Ένιωσε την στύση του στο λευκό CK μποξεράκι. Της έβγαλε την μπλούζα με τα μπλε καγκουρό. Μπροστά του το φούξια σουτιέν με τα πιατάκια έδειχνε τον δρόμο για την κόλαση.«Μετανοείτε» του είπε καθώς την φιλούσε λυσσασμένα. «Φλεγόμενη βάτος» της είπε και τον δάγκωσε στο λαιμό. «Δυο κορμιά, ένα φεγγάρι και ένα ψάρι να παίρνει μάτι» που λέει και το τραγούδι σκέφτηκε καθώς οι ραφές του άσπρου CK, δεν άντεχαν άλλο και παραδίνονταν στην μοίρα τους. Όπως και αυτοί.
(Συνεχίζεται)
σχόλια