Αστέρω
Είμαι στο σπίτι της Β και του Θ, κάνουν κάποιες εργασίες και όλα είναι άνω κάτω. Στην είσοδο δυο αλβανοί μάστορες περνούν μια καινούρια πόρτα. Ο Θ ήθελε σκούρο καφέ, η Β ήθελε ανοιχτό νίκησε (φυσικά) η Β. Πίνουμε καφέ από πλαστικά ποτήρια και περιμένουμε να τελειώσουν οι εργασίες. Στο πάτωμα κούτες με αναμνηστικά από την φοιτητική τους ζωή που έχει μαζέψει η Β, ένα τηγάνι , ένας κουτσός καλόγερος, ένα άχρηστο ξεκοιλιασμένο pc και παλιά περιοδικά. Σε μια γωνιά πίσω από τον καναπέ, μυρίζω παλιό καλό κρέας. Max της δεκαετίας του ενενήντα! Αρπάζω ένα φιλέτο.
Προσπαθώ να το ξεφυλλίσω σαν να πέφτει στα χέρια μου κάτι τέτοιο για πρώτη φορά, άλλοτε με την ηδονή του πιτσιρικά που διαβάζει την πρώτη του τσόντα και άλλοτε με ύφος καθηγητή του πανεπιστήμιου της Σορβόννης που τυχαία το βρήκε σε κάποιο αμφιθέατρο. Η αλήθεια όμως είναι το πιο βαρετό πράγμα του κόσμου. Το συγκεκριμένο τεύχος το ξέρω σχεδόν απέξω. Έχω κολλήσει σε μια φωτογραφία της Phlippa Mathews,που βολοδέρνει γυμνή σε ένα κατάρτι πλοίου, όταν ξαφνικά ακούω τη φωνή μιας γυναίκας από τον διάδρομο. «Τι κάνετε εδώ; Ποιος σας είπε να περάσετε την πόρτα ;Θα τον πάω στα δικαστήρια. Τα ακούτε; Τέτοιο χρώμα γιατί έβαλε; Στην πολυκατοικία μας επικρατεί ομοιομορφία! Το καταλάβατε;» φωνάζει στους αλβανούς μάστορες και μετά εξαφανίζεται χωρίς να μπει στο εσωτερικό. Ο Θ στο ένα χέρι με το σπασμένο καλόγερο και στο άλλο με τον φραπέ, συνεχίζει αδιάφορα να τοποθετεί τα πράγματα στις κούτες.«H Αθήνα τρελαίνει τους ανθρώπους εεε;» του λέω σαν γνήσιο επαρχιωτάκι, περιμένοντας να το επιβεβαιώσει. Αλλά αντί για απάντηση, σηκώνει αδιάφορα τους ώμους.
Δεν έχουν περάσει δέκα λεπτά όταν ακούγεται πάλι η ίδια γυναικεία φωνή «Τι υπέροχη πόρτα» λέει στους αλβανούς «μήπως έχετε κάποια κάρτα να μου δώσετε ; θα ήθελα και εγώ μια ίδια. Θέλω να κάνω κάποιες αλλαγές στο σπίτι». Η φωνή της έχει μαλακώσει, δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη γυναίκα. Παίζει και τον δεύτερο ρόλο της τόσο καλά όσο τον πρώτο. Κυλώντας που και που στην υπερβολή, ικετεύει για μια πόρτα ίδια. Αλλά οι «κακοί» αλβανοί δεν έχουν άλλη. «Είναι η τελευταία» της λένε.«Όπως κατάλαβες» μου λέει ο Θ «δεν φταίει η Αθήνα, αυτή πάντα σαλεμένη ήταν». Αρχίζω να στήνω ιστορίες με το μυαλό μου, καθώς την ακούω να συνεχίζει να παρακαλάει για την πόρτα και είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Μπορεί να έχει τελειώσει την δραματική, σκέφτομαι, να μην έκανε καριέρα επειδή δεν ήθελε να χωθεί στα κυκλώματα, μπορεί στα νιάτα της να της την έπεσε γνωστός σκηνοθέτης της εποχής, να μην του έκατσε και αυτό να κατέστρεψε την καριέρα της, μπορεί να έχει παρακολουθήσει τη μέθοδο Στανισλάφσκι να καθόταν ένα καρεκλάκι πίσω από τον Ρόμπερτ ντε Νίρο , να γύρισε στην Ελλάδα για ένα έρωτα, να έχασε την ευκαιρία και τώρα είναι εδώ στην Αθήνα και τσακώνεται για μια πόρτα.
Κρυφοκοιτάζω την φιγούρα της να κατεβαίνει τα σκαλιά , καθώς οι μάστορες κουνούν το κεφάλι τους στο ρυθμό του «κοίτα ρε που μπλέξαμε σήμερα», δεν θέλω να με δει, νομίζω ότι θα κάνει πρακτική της μεθόδου πάνω μου, θα γίνω ένα πτώμα με εκδορές και μώλωπες πάνω από κούτες με παλιά Max και σπασμένους καλόγερους μόνο και μόνο για να βιώσει το ρόλο που της πρότεινε ο Ταραντίνο.Έχει μακριά ξανθά μαλλιά , και κάποια από αυτά είναι άτσαλα πιασμένα με ένα κοκαλάκι πασχαλίτσα. «Αστέρω τι λένε;» ρωτάω τον Θ.
Το κουτί του Seven
Δεν αισθάνομαι καμία ενοχή πια, για το ακουστήρι, που κάνω στην Αθήνα. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο ; Μήπως είμαι κανένας κίτρινος Ρομπέν των αστών που βάζει μικρόφωνα για να πιάσει τα λαμόγια που λαδώνονται (και να ανεβάσει τα νούμερα της εκπομπής του) ή μήπως από εμένα περιμένετε να μάθετε τα Wikileaks για το ποιος έλληνας πολιτικός ντυνόταν όλα τα βράδια του χρόνου μαζορέτα εκτός απ τις απόκριες ; Τίποτα από όλα αυτά. Είμαι ένας ταπεινός επισκέπτης του αρχαιολογικού μουσείου. Έχω καθίσει μπροστά από ένα αγγείο και ακούω μια συγκλονιστική συζήτηση.
Τρεις γυναίκες την έχουν αράξει σε κάτι καρέκλες στη είσοδο μιας αίθουσας και οι δυο από αυτές προσπαθούν να βοηθήσουν την φίλη τους να βρει μια λύση στο πρόβλημα που την απασχολεί. Εννοείται ερωτικό. Δοσμένη σώμα και ψυχή σε μια σχέση με ένα τύπο που «είναι τόσο καλό παιδί αλλά μπλέκει σε βρωμοδουλειές» η γυναίκα περιγράφει κομμάτια από το επαγγελματικό του παρελθόν με ένα συναρπαστικό τρόπο. Οι σωστές παύσεις στην αφήγηση, το κόμπιασμα της φωνής, το πικρό γέλιο, («περίμενα ότι θα αλλάξει»),δοσμένα μοναδικά.Μιλάει για την μεταφορά ενός κουτιού πριν 5 χρόνια, από την Αθήνα στην Καβάλα. Κανείς δεν ήξερε τι είχε μέσα.
«Ωραία μεταφέρεις ένα κουτί, του λέω. Που ξέρεις τι έχει μέσα αυτό το κουτί. Ένα συκώτι; ένα νεφρό; ναρκωτικά; όπλα; Αυτό το κουτί θα μπορούσε να έχει τα πάντα. Μου λες ότι αυτό δεν επηρεάζει την σχέση μας και δεν έχει να κάνει με εμάς. Πως είναι δυνατόν να μην έχει να κάνει με εμάς ; » λέει αρκετά δυνατά, σίγουρη ότι οι πιθανότητες να είναι κάποιος έλληνας, στο μουσείο πρωί καθημερινής είναι ελάχιστες. Έχει δίκιο. Στην αίθουσα είναι μόνο γιαπωνέζοι, ένας τύπος με καουμπόικο καπέλο και μυτερές μπότες που μοιάζει να βγήκε από φιλμ των αδερφών Κοέν και ένα ζευγάρι αμερικανών με ένα παιδί που πνίγεται στο λίπος, μπροστά απ το άγαλμα του Ποσειδώνα.
Της ρίχνω ένα βιαστικό βλέμμα, ακούνητος μπροστά στο αγγείο. Το βλέμμα που είχα στο φινάλε του Seven. Φοράει άσπρο κολάν και έχει μαλλιά περμανάντ.«Τώρα τι κάνει;» την ρωτάει η μια από την παρέα.«Ευτυχώς τα έχει σταματήσει αυτά. Ασχολείται με μηχανάκια. Αλλά κάτι δεν μου πάει καλά» λέει σαν να είναι το κορίτσι του Σήφη που δουλεύει στο γύρο του θανάτου και ετοιμάζεται να πουλήσει το νεφρό του στα κυκλώματα της νύχτας, σε εκείνη την αξεπέραστη ελληνική καγκουροταινία…
Χοντρός μαύρος κύκνος
Υπάρχουν στιγμές που θέλω τον παλιό κόσμο, πίσω. Θέλω την ζωή πριν το ίντερνετ, πριν τους υπολογιστές, πριν τα κινητά. Θέλω το κασετόφωνο να παίζει αυτή τη γλυκιά σιχαμάρα, τοNothing’s gonna change my love for you του Gleinn Meddeiros.Όπως αυτό το πρωινό στην δουλειά, που εύχομαι να μην υπήρχαν τα laptop, να μην υπήρχαν όλοι αυτοί οι τρελοί, που περιφέρονται με τις εκατοντάδες άσχετες φωτογραφίες, που αισθάνονται υποχρεωμένοι να τις δείξουν σε όλους, γιατί αλλιώς ποιο το νόημα ;(σ. σ των φωτογραφιών και της ύπαρξης τους).
Περιφέρει το laptop από γραφείο σε γραφείο και σχεδόν μας αναγκάζει να δούμε φωτογραφίες από ένα αποκριάτικο πάρτι, που έγινε κάπου στα βόρεια προάστια. Κοιτάζω την αμυγδαλιά απ το παράθυρο, σαν κατατονικός γέρος που περνάει την τελευταία του άνοιξη, περιμένοντας την σειρά μου.Παρατηρώ τους ανθρώπους στις φωτογραφίες. Μοιάζουν τέλειοι. Σαν να ετοίμαζαν την εμφάνιση τους, σαράντα οκτώ ώρες πριν. Το «ωραίο, φοβερό, τέλειο» έχει γίνει η λούπα μου. Αν είχα καλύτερη φωνή και μου έβαζες ένα ψαγμένο beat από κάτω, θα ήταν ένα αξιοπρεπές μεταχιπστερικό τρακ. Λέμε τώρα.
Κάποια στιγμή ανακοινώνει «Και τώρα παιδιά το καλύτερο! Μαζευτείτε!» μας παροτρύνει, ανοίγοντας ένα φάκελο με το όνομα Black Swan. «Αυτή η φίλη μου είχε την καλύτερη εμφάνιση» λέει και έξι άνθρωποι φωνάζουν «Γουάου!» πάνω από ένα λαπτοπ, βλέποντας μια τριαντάχρονη, ντυμένη «Μαύρο κύκνο». Παρατηρώ την κοπέλα. Είναι κοντή με παραπανήσια κιλά. Για μαύρος κύκνος θα έπειθε μόνο σε επιθεώρηση του Μάρκου Σεφερλή.Τότε ξαφνικά ανάμεσα στα επιφωνήματα ενθουσιασμού των άλλων, και το δικό μου κενό βλέμμα συμβαίνει για λίγα δευτερόλεπτα κάτι περίεργο.
Αισθάνομαι σαν να παίζω μπιλιάρδο με αντίπαλο την μνήμη μου. Σαν να μην πρέπει να θυμηθώ μια πληροφορία. Λες και κοιτάζω το μπαλάκι να ετοιμάζεται να μπει μέσα στην τρύπα, και εγώ φωνάζω από μέσα μου «μην μπει , μην μπει, σε παρακαλώ μην νικήσεις μνήμη».Και φυσικά η μνήμη νικάει. Και το μπαλάκι μπαίνει. Και θυμάμαι. Ένα συλλεκτικό tweet που είχα διαβάσει πριν μερικές εβδομάδες στο Network της Lifo. «Φέτος τις απόκριες όλες οι κότες ντύθηκαν μαύροι κύκνοι». Νιώθω ότι ένα κύμα γέλιου ανεβαίνει προς τα πάνω, που είναι σίγουρο ότι δεν μπορώ αλλά πρέπει να το συγκρατήσω, γιατί ζω την μοναξιά της μονάδας. Όλοι οι άλλοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι και εγώ ετοιμάζομαι να ξεσπάσω σε ένα σπαστικό γέλιο. Όχι απλό γέλιο, σπαστικό, γέλιο που ξέρω καλά, ασταμάτητο με δάκρυα, όπως τότε που είχα πετύχει στην τηλεόραση την Βέφα Αλεξιάδου να φτιάχνει μια μηλόπιτα και ο γαμπρός της φορώντας ένα πουκάμισο με λουλούδια τραγουδούσε κάτι που έμοιαζε με έντεχνο. Έκλαιγα πάνω στο τραπεζάκι του καφέ για δύο λεπτά.
Αρχίζω και κοκκινίζω. Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου. «Συγγνώμη» λέω «κάτι μπήκε στο μάτι μου». Κατεβαίνω τα σκαλιά και κλειδώνομαι στην τουαλέτα. Ξεσπάω σε ένα τρίλεπτο ανακουφιστικό γέλιο.
ΥΓ
Βραβείο τοίχου «Ελεύθερη σεροτονίνη». Στην Πειραιώς
σχόλια