Ο Che της Κηφισιάς και ο James Bond του γλυκού νερού
Πρέπει να είμαι ο μόνος νηφάλιος στη Σταδίου που κατευθύνεται αυτή την ώρα προς την Ομόνοια , όταν όλος ο κόσμος ανεβαίνει για το συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Αισθάνομαι πολύ περίεργα, όχι μόνο επειδή είμαι στην αντίθετη κατεύθυνση με τους πολλούς (με ακολουθούν μόνο δυο ναρκομανείς και ένας εξαθλιωμένος άστεγος που φαίνεται μεθυσμένος) αλλά και για αυτά που περνάνε απ το μυαλό μου αυτή την ώρα. Σκέφτομαι τις διαφημίσεις αντρικών αρωμάτων. Αυτά τα σποτάκια όπου ο άντρας είναι (φυσικά) εργένης, με κοιλιά πλάκα, φοράει λευκό πουκάμισο, περπατάει πρωινή ώρα (σ. σ Είναι το μυαλό της εταιρείας, αυτός δίνει ιδέες και οι άλλοι εκτελούν. Η βόλτα του είναι μέρος της δουλειάς. Δουλεύει στο δημιουργικό κομμάτι. Ένας καλλιτέχνης-τεχνοκράτης με ελεύθερο ωράριο) και οι υπόλοιποι (το πλήθος που περπατά δίπλα του ή ανάποδα) απλά υπάρχουν, για να αναδεικνύεται αυτός ο James Bond της αστικής ζωής που με δυο σταγόνες άρωμα, έχει κάνει ακόμα και το σιντριβάνι να ασχολείται μαζί του(σ. σ με τα γραφικά το έχουν ξεφτιλίσει οι διαφημίσεις τελευταία). Ότι ακριβώς κάνουν οι διαφημίσεις με τις οικογένειες και τις γυναίκες. Ποιος πιστεύει ότι οι οικογένειες με δυο παιδιά παίρνουν το πρωινό τους χαρούμενες, καθώς το φως του ήλιου, περνάει μέσα απ τις τεράστιες τζαμαρίες του καθιστικού και όχι με light μπινελίκια για τον Γιαννάκη που δεν θέλει να φορέσει τα παπούτσια του και την Μαιρούλα που έχει πασαλείψει με μερέντα το σύμπαν; Και ποιος πιστεύει ότι κάθε απόγευμα η γυναίκα της διπλανής πόρτας μεταμορφώνεται μετά την δουλειά σε μια αισθησιακή ύπαρξη που κάθε φορά που τρώει μια κουταλιά απ αυτό το γιαούρτι, θέλει να γλείψει το κουτάλι σαν να προσπαθεί να πάρει το πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάποια 80’s βιντεοταινία με τίτλο «Το μανούλι»;
Κανείς δεν το πιστεύει. Μόνο που για τα παραπάνω όλο και κάποιος σύλλογος θα βρεθεί για να διαμαρτυρηθεί, όλο και κάποια φεμινίστρια θα ακουστεί στα media, όλο και κανένα αρθράκι θα γραφτεί για την «καταπίεση που υφίσταται η γυναίκα, μέσα απ τον καταιγισμό των λανθασμένων διαφημιστικών εικόνων». Για τον άντρα; Για την καταπίεση που δεχόμαστε από την εικόνα του «James Bond του γλυκού νερού» υπάρχει κανείς να διαμαρτυρηθεί; Φτάνοντας στην Ομόνοια, σκέφτομαι να ιδρύσω το σύλλογο Μ.Ε.Ν (Μποντ.Εισαι.Νούμερο), ένα Fight club λεκτικής μονομαχίας και εκτόνωσης (σ. σ δεν μπορώ τα σημάδια και τα μαυρισμένα μάτια έχουμε και δουλειές την άλλη μέρα) για όλους εμάς που δεν μοιάζουμε στον άνετο του Hugo Boss διαφημιστικού, όταν χτυπάει το τηλέφωνο.Είναι ένας γνωστός μου δημόσιος υπάλληλος που εκτός απ την δουλειά του σε κάποια δημόσια υπηρεσία τα πρωινά κάνει και ιδιαίτερα μαθήματα τα απογεύματα σε σπίτια των βορείων προαστίων, έχει εξοχικό, μόλις άλλαξε αυτοκίνητο και πιστεύει ότι παραμένει ένας αριστερός που έχει φάει πολύ ξύλο στα νιάτα του.Κατευθύνετε και αυτός προς το συλλαλητήριο έχοντας τελειώσει το τρίτο ιδιαίτερο. Με κατηγορεί για την απάθεια μου με τέτοιο ζήλο, λες και είναι ο Che της Κηφισιάς. Περπατάω στην Αγίου Κωνσταντίνου πηγαίνοντας σπίτι μου και ακούω αμίλητος το παραλήρημα του. Από ένα σημείο και μετά δεν ακούω τις λέξεις, τα λόγια του γίνονται ένας ενοχλητικός βόμβος που τα καλύπτει η φωνή του Morrissey που βγαίνει απ τα ηχεία ενός μπλε Ford που περνά από δίπλα μου. Take me out tonight because I want to see people and I want to see life…
Οι Roxette και το ουίσκι μινιατούρα.
Είναι Παρασκευή και τα γραφεία αδειάζουν λες και έρχεται τυφώνας(«Έρχεται βροχή, πρέπει να πάρω τα παιδιά απ το σχολείο. Λοιπόν. Γεια!»). Είμαι μπροστά στο φωτοτυπικό όταν ο Θ μου λέει «Η γυναίκα μου αγόρασε εισιτήρια για τους Roxette.Πόσο βαριέμαι. Μα πόσο βαριέμαι»επαναλαμβάνει καθώς πατάει το 5 στα αντίγραφα.Έχει το βλέμμα του ανθρώπου που ετοιμάζεται να αναλάβει καταναγκαστικό έργο. Το ριγέ πουκάμισο που φοράει σιγά-σιγά μεταμορφώνεται στα μάτια μου, στην στολή του Ισοβίτη του Αρκά. «Μπορεί να αναβληθεί. Κοίτα πόσο απειλητικά είναι τα σύννεφα» του λέω για να τον παρηγορήσω υψώνοντας το Α4 προς το παράθυρο. «Έχει αναβληθεί ξανά συναυλία στην Μαλακάσα. Έχεις ελπίδες!»του λέω αλλά δεν δείχνει να παίρνει τα πάνω του. «Είμαι γενικά άτυχος σε αυτά» μου λέει και τις επόμενες ώρες επιβεβαιώνεται.
Αργότερα στο σπίτι προσπαθώ να σκεφτώ, πότε αναγκάστηκα τους τελευταίους μήνες να κάνω κάτι βαρετό στην Αθήνα, που δεν μπορούσα να αποφύγω. Δεν δυσκολεύομαι να θυμηθώ. Πέρσι τον Οκτώβρη είχε έρθει στην Αθήνα μια φίλη που είχε δεχτεί χρόνια ολόκληρα τέτοια πλύση εγκεφάλου απ το διαφημιστικό σποτάκι της παράστασης «Σεσουάρ για δολοφόνους», που επέμενε να πάμε να το δούμε. Το είχαμε αποφύγει τέσσερις ολόκληρες μέρες και την τελευταία μέρα η παρέα μας «έσπασε».
Θυμάμαι την ζέστη, τα άβολα καθίσματα, κάτι φοιτητές να κάνουν χαβαλέ με τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή και μια ηλικιωμένη δίπλα μου να έχει βγάλει τις παντόφλες και να γελάει τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα της έφευγε η μασέλα, πάνω στον ώμο μου.Στην δεύτερη πράξη δεν άντεξα. Περιφερόμουν στην περιοχή περιμένοντας να τελειώσει η παράσταση και ήμουν στο τσακ να μπω σε μια κάβα και να αγοράσω ουίσκι μινιατούρα. Οι φωνές των ηθοποιών, το γέλιο της ηλικιωμένης και τα χειροκροτήματα του κόσμου δεν έλεγαν να φύγουν απ το κεφάλι μου για ώρες.
σχόλια