Ο dj και το σημείο G
Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, όλους αυτούς που γκρίνιαζαν για το πρόωρο εορταστικό κλίμα. Όλα τους έφταιγαν. Οι πλαστικοί Άγιοι Βασίληδες («Ένα κόκκινο χοντρό κτήνος που βγαίνει μια φορά το χρόνο. Απομακρύνεται τα παιδιά σας!»), Τα λαμπάκια στο μπαλκόνι του γείτονα («Εξοικονόμησε ενέργεια. Σβήσε τα φώτα. Σώσε τον πλανήτη. Φωταγώγησε το μυαλό σου πρώτα με ένα βιβλίο!») και φυσικά τα γεμάτα κόσμο μαγαζιά («Γιατί να αγοράσεις κάτι τώρα; Περίμενε τις εκπτώσεις.»). «Ικανοποιημένοι τώρα;» σκέφτομαι κάτω απ το Χριστουγεννιάτικο δέντρο του εμπορικού κέντρου, όταν ακούω απ τα μεγάφωνα γυναικείες κραυγές ικανοποίησης.
«Ααα… Μαικλ…..ααααα…..Μαικλ….του….σιξ…σεβεν» και αμέσως μετά « Ααα Μαικλ στοπ ιτ ααα» και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα «ααααθενς».
Ρίχνω τo βλέμμα μου στον εξερευνητή της γυναικείας απόλαυσης , στον αρχαιολόγο που μετά από χρόνια έρευνας, σκαψίματος, και αποτυχιών τα κατάφερε, στον άντρα που βρήκε το σημείο G. Είναι περίπου ίδιος όπως τον θυμάμαι από την δεκαετία του ογδόντα, όταν τον άκουγα τα μεσημέρια στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1. Είναι αδύνατος, με τις φυσιολογικές ρυτίδες της ηλικίας στο πρόσωπο και την λάθος βαφή μαλλιών (σ. σ Πάντα θα αναρωτιέμαι: Γιατί οι άντρες άνω τον πενήντα που αποφασίζουν να βάψουν το μαλλιά τους διαλέγουν το νούμερο-ποιος-ξέρει-ποιό «Μαύρο εικοσάχρονου. Κατράμι»;)
«Τον άκουγα τα μεσημέρια του γυμνασίου. Αχ τι ωραίες μέρες. Χρόνια ανέμελα. Όταν κάναμε κοπάνα πηγαίναμε στα ουφάδικα. Οδηγούσα ένα ενενηντάρη παπάκι. Δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα άλλα όλοι βρισκόμασταν όταν θέλαμε. Πληρώναμε σε δραχμές αλλά είχαμε όνειρα. Και το ραδιόφωνο ήταν πάντα εκεί, ο καλύτερος μας φίλος» λέω στην Β που απ το βλέμμα της, καταλαβαίνω ότι ετοιμάζεται να μου ρίξει την βιογραφία του Steve Jobs στο κεφάλι, καθώς δυο πιτσιρίκια με μαλλί μοικάνα και αθλητικές φόρμες κουνιούνται μπροστά μας σε κάτι που μοιάζει με παλιακό χάουζ.
Ύστερα από λίγο ακούω τον Μάικλ να διαβάζει μια αφιέρωση του Τάσου απ την Θήβα στην Μαρία του.
«Τι γλυκό!» μονολογώ, μπροστά από μια βιτρίνα με σοκολατάκια και τιμές μαύρου χρυσού.
Εξέγερση στο νότο.
Περπατάμε μέσα στην ευημερία του νότου. Σταθερά καταναλωτικά βλέμματα. Παιδάκια ντυμένα με χαριτωμένα μπουφανάκια και παπουτσάκια του μισού μισθού σου. Άνθρωποι χαρούμενοι. Ποια κρίση; Ή μήπως φταίει ο αέρας που έρχεται απ τη θάλασσα;(«Θέλω να μένω εδώ για να βλέπω θάλασσα. Με ηρεμεί» έλεγε ένα δύσμοιρο σελέμπριτι πριν μερικά χρόνια στο Σταρ)
Ακόμα όμως και εδώ, η κρίση αφήνει στάχτες στο πέρασμα της. Το label της απόλυτης καταξίωσης κάποτε, έχει εκπτώσεις 70 τις εκατό τώρα. Μπροστά μου μια έγκυος κρατάει με το ένα της χέρι ένα δίχρονο πιτσιρίκι και με το άλλο ένα ζευγάρι κίτρινα μποτάκια.
«Να σας εξηγήσω. Με αυτό εδώ το υγρό μπορείτε να τα καθαρίσετε. Το περνάτε από πάνω και καθαρίζει. Ότι και να πέσει. Χρειάζεστε και αυτό» λέει η πωλήτρια με ύφος σοβαρού επιστήμονα, που εξηγεί τους λόγους αποτυχίας του πειράματος Cern.
Μετά από λίγο την προσοχή μας σε ένα άλλο μαγαζί με μπουφάν των 600 ευρώ, τραβούν τα χάρτινα ομοιώματα διαδηλωτών μιας υποτιθέμενης εξέγερσης, που υπάρχουν στο εσωτερικό του μαγαζιού. Σε κάποιο από αυτά ένας εικοσάχρονος με χακί μπουφάν ετοιμάζεται να πετάξει μια μολότοφ!
Τι έμπνευση! Ποιος εγκέφαλος σκέφτηκε κάτι τέτοιο;
Φαντάζομαι τους λάτρεις αυτού του label, να τα φοράνε στις διαδηλώσεις στο Σύνταγμα. Πάνω από αυτά έχουν απλώσει ένα ειδικό υγρό που δεν αφήνει να περάσει τίποτα. Με το ένα χέρι πετάνε την μολότοφ και με το άλλο κρατάνε το Παλαιστινιακό μαντίλι μπροστά στην μούρη τους. Μετά το τέλος των επεισοδίων αφήνουν το κέντρο και επιστρέφουν στη βάση τους.
«Θεέ μου το μπουφάν μου χθες το βράδυ, πέρασε τα πάνδεινα.
Άλλο ένα τέτοιο και δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξει» τους ακούω να λένε την άλλη μέρα στα στέκια τους, καθώς ο αέρας της θάλασσας τους χαϊδεύει τα μαλλιά.
Το βερολινέζικο ζευγάρι και ο απουσιολόγος
Ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες του μετρό στο Σύνταγμα, με ένα γνωστό μου που συνάντησα τυχαία μέσα στο βαγόνι. Κάνω πως ακούω, το παράπονο κασέτα των ημερών.
Παρατηρώ το ζευγάρι που βρίσκεται μπροστά μας. Είναι γύρω στα είκοσι, η κοπέλα φοράει ένα φόρεμα από ροζ τούλι, μοιάζει σαν να μην έχει ίχνος λίπους. Ο νεαρός είναι στα μαύρα ντυμένος, στο πρόσωπο του διακρίνεις την χλωμάδα του Ian Curtis (σ.σ Φταίει μια βιογραφία που διαβάζω τελευταία). Κάτι φωνάζει στην εικόνα τους «Βερολίνο» και μέσα μου μια φωνούλα ρωτάει «Άραγε θα το ξαναδείς ποτέ;». Από Alexanderplatz προσγειώνομαι στο Σύνταγμα με μοναδικό εισιτήριο την φωνή του ελεγκτή που στέκεται μπροστά, απ τα μηχανήματα ακύρωσης των εισιτηρίων.
Το βερολινέζικο ζευγάρι δεν έχει εισιτήριο, ενώ κάτι συμβαίνει με το εισιτήριο του γνωστού μου. Είμαι ο σπασίκλας με την μηνιαία κάρτα, που παρατηρεί μέσα απ το τζάμι τις επιπλήξεις που δέχονται τα κακά παιδιά. «Κοίτα να δεις που δεν του φαινόταν» σκέφτομαι με μια μικρή δόση ζήλιας. Την ζήλια του απουσιολόγου που δεν έκανε ποτέ κοπάνα. Όταν μετά από λίγο βγαίνουν έξω, ο γνωστός μου έχει γίνει κόκκινος απ το θυμό. Το βερολινέζικο ζευγάρι περνάει από μπροστά μου, ατάραχο σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Δεν λένε μεταξύ τους κουβέντα. Είμαι σίγουρος τελικά ότι η χλωμάδα του νεαρού, είναι πραγματική.
σχόλια