Αφιερωμένο σε τρεις εικοσάχρονες που συζητούσαν δυνατά για το ξεμάτιασμα μέσα στο μετρό
Σήμερα οι μάγοι απαλλαγμένοι από τα βασανιστήρια χάρη στην ανεξιθρησκεία την οφειλόμενη στους εγκυκλοπαιδιστές του 18ου αιώνα, υπάγονται στη δικαιοδοσία μονάχα του πταισματοδικείου, και πάλι μόνο στην περίπτωση όπου επιδίδονται σε τεχνάσματα απάτης, όταν εκφοβίζουν τους «πελάτες» με σκοπό να τους αποσπάσουν χρήματα, πράγμα που αποτελεί υπεξαίρεση. Δυστυχώς, η λωποδυσία και συχνά το έγκλημα συνοδεύουν την άσκηση αυτής της υπέροχης ικανότητας. Και να γιατί:
Τα θαυμαστά χαρίσματα που διαθέτει ο μάντης συγκεντρώνονται συνήθως σ’ εκείνους στους οποίους αποδίδουν το επίθετο του ακαλλιέργητου. Αυτοί οι ακαλλιέργητοι είναι τα εκλεκτά δοχεία όπου ο Θεός τοποθετεί τα εξιλήρια που ξαφνιάζουν την ανθρωπότητα. Αυτοί οι ακαλλιέργητοι δίνουν τους προφήτες, τους αγίους Πέτρους, τους Ερημίτες. Κάθε φορά όπου η σκέψη διατηρείται ακέραιη, μένει συμπαγής, δε σπαταλιέται σε συζητήσεις, σε ραδιουργίες, σε έργα φιλολογίας, σε φαντασίες σοφού, σε διοικητικές προσπάθειες, σε εφευρετικές συλλήψεις, σε πολεμικές εργασίες, τότε είναι ικανή να ρίξει φλόγες καταπληκτικής εντάσεως, φλόγες δεσμευμένες, όπως το ακατέργαστο διαμάντι δεσμεύει την λάμψη των εδρών του.
Έρχεται ένα περιστατικό, και αυτό το μυαλό ανάβει, αποκτά φτερά για να υπερπηδήσει τα διαστήματα, θεϊκά μάτια για να βλέπει τα πάντα: χτες ήταν ένα κάρβουνο, την επαύριο, κάτω από τον πίδακα του άγνωστου ρευστού που το διαπερνά, είναι ένα λαμπερό διαμάντι. Οι ανώτεροι άνθρωποι, καταπονημένοι από όλες τις πλευρές της διάνοιας τους, δεν μπορούν ποτέ να παρουσιάσουν αυτήν την υπέρτατη δύναμη, παρεκτός με ένα θαύμα που ο Θεός επιτρέπει κάποτε. Γι αυτό οι μάντεις και οι μάντισσες είναι σχεδόν πάντα ζητιάνοι ή ζητιάνες με πνεύμα παρθένο, όντα φαινομενικά άξεστα χαλίκια κυλιόμενα μέσα στους χείμαρρους της μιζέριας, μέσα στα αυλάκια της ζωής, απ’ όπου δεν αποκόμισαν παρά σωματικούς πόνους.
Ο προφήτης, ο μάντης, είναι τέλος ο Μαρτίνος ο γεωργός που έκανε τον Λουδοβίκο ΙΗ’ να τρέμει όταν του είπε ένα μυστικό γνωστό μόνο στο βασιλιά, είναι μια δεσποινίδα Λενορμάν, μια μαγείρισσα όπως η κυρία Φοντέν, μια νέγρα σχεδόν ηλίθια, ένας τσομπάνος που ζει με τα ζωντανά του, ένας φακίρής που κάθεται πλάι σε μια παγόδα, και που, σκοτώνοντας τη σάρκα, αναγκάζει το πνεύμα του να αποκτήσει όλη την άγνωστη δύναμη των υπνοβατικών ικανοτήτων.
Ένα απόσπασμα από τον «Εξάδερφο Πονς» του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ
________________
Νέοι άνθρωποι το 2015 με τα τελευταίας τεχνολογίας κινητά στο χέρι και τον ωκεανό πληροφορίας να απλώνεται μπροστά τους, αισθάνονται άνετα να μιλούν για τις δεισιδαιμονίες τους. Σαν πρωτόγονοι.
Να ανταλλάσουν εμπειρίες για «μάτι» και ξεμάτιασμα μιλώντας δυνατά, περήφανοι για την γνώση που έχουν κατακτήσει, επιδιώκοντας να τους ακούσουν και οι διπλανοί τους. Δυστυχώς η τεχνολογία δεν μπορεί να καλύψει τα κενά μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων
Από την άλλη ζούμε σε μια κοινωνία που νομιμοποιεί το επάγγελμα του κάθε πονηρού που προβλέπει τα μελλούμενα σε άστρα και κοτρώνες, και παίρνει το πιο εύκολο χρήμα του κόσμου από τους χάνους που τον κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα. Όλα τα χρόνια σκοτεινά και οι εκμεταλλευτές της ανθρώπινης δυστυχίας ίδιοι. Ο Μπαλζάκ πάντως για ακόμα μια φορά προφητικός.
σχόλια