Μισώ τα καλαμπούρια. Κάθε φορά που τα αντιμετωπίζω στην πραγματική ζωή μου γυρίζουν το στομάχι. Δεν είναι χιούμορ. Είναι ένα είδος πειράγματος στα υποτίθεται αδύνατα σημεία του άλλου που μπορεί να είναι από το βάρος του, το ύψος του, τα τικ που έχει, τον τρόπο που μιλάει μέχρι και τις επιλογές που έχει κάνει στην επαγγελματική του ζωή (σ.σ για παράδειγμα «φαρμακοτρίφτης»). Συνήθως αυτοί που τα κάνουν προσπαθούν να ξορκίσουν κάποιο δικό τους κόμπλεξ.
Τα καλαμπούρια είναι ένας εύκολος τρόπος για να μπεις σε μια ομάδα. Η αντίδραση του καινούριου σε ένα καλαμπούρι με σεξουαλικά υπονοούμενα για παράδειγμα είναι ένας εύκολος τρόπος για να σε χαρακτηρίσουν οι παλιοί. Συμμετέχεις και το τραβάς ακόμα περισσότερο; Δικός μας. Μένεις βουβός; Ξενέρωτος. Ενοχλείσαι και τους λες ότι δεν γελάς με αυτά; Πολύ περίεργος αυτός ο τύπος!
Τα καλαμπούρια τα αγαπάμε ως λαός. Η ψηφιακή εποχή σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις έχει βγάλει αυτή την αγάπη μας στην επιφάνεια. Τα χοντρά αστεία για την Μέρκελ και την Λαγκάρντ με μοναδικό στόχο να τις χτυπήσουν εκεί που νομίζει ο μέσος Έλληνας ότι πονάνε (ηλικία και εξωτερική εμφάνιση) ή τα καλαμπούρια με το Στρος Καν και την καμαριέρα, ένα θέμα που δεν θα θέλαμε να τελειώσει ποτέ όπως φάνηκε από την αντίδραση μας στο twitter είναι δυο τελευταία παραδείγματα.
Αυτά τα καλαμπούρια τα αγκάλιασε η επιθεώρηση δεκαετίες τώρα. Ο λαός τα αγαπάει, ηθοποιοί και σεναριογράφοι του δίνουν αυτό που θέλει. Η επιτυχία του είδους δικαιολογημένη. Δίνεις στο κόσμο αυτό που θέλει και μάλιστα κάνεις και το ίδιο το κοινό «σταρ» με την συμμετοχή του στα καλαμπούρια (Από ερωτήσεις στους ηθοποιούς μέχρι ανέβασμα του κόσμου στη σκηνή). Είναι ένα είδος που είτε το λατρεύεις είτε το βαριέσαι θανάσιμα. Προσωπικά το βαριέμαι θανάσιμα.
Έτσι λοιπόν όταν ο Γεωργουσόπουλος στην κριτική του για το Σεφερλή γράφει « μόνο ηλίθιοι των θεατρικών μας πραγμάτων δεν θα μελετήσουν έστω με κριτήρια της κοινωνιολογίας του θεάματος τη λαϊκή και μικροαστική συρροή κοινού στις παραστάσεις του Δελφιναρίου. Σε εποχή κρίσης οικονομικής η εβδομαδιαία προσέλευση κοινού στο θέατρο αυτό που έχει χωρητικότητα Ηρωδείου φτάνει τους 25.000 θεατές. Και είναι γεμάτο κάθε βράδυ» νομίζω ότι πρέπει να το κάνουν. Όχι μόνο για να γλιτώσουν τον χαρακτηρισμό του ηλίθιου που τους προσάπτει ο κριτικός αν αδιαφορήσουν για το θέμα αλλά γιατί με τη μελέτη τους θα δώσουν μια καλή εξήγηση και σε εμάς που δεν είμαστε των «θεατρικών πραγμάτων».
Μέχρι τότε καλούμαστε όλοι μας να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας και όλο αυτό που ζούμε ελπίζω όχι με καλαμπούρια εις βάρος των άλλων αλλά με αυτοσαρκασμό.
σχόλια