Ο Σταύρος Παράβας δεν ήταν ο Φίφης ο Αχτύπητος, ούτε το Κοροϊδάκι της Πριγκηπέσσας. Ήταν από τους καλλιτέχνες εκείνους που τα χρόνια της δικτατορίας έμειναν στην Ελλάδα και πάλεψαν με την τέχνη τους για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Και που το πλήρωσαν με εξευτελισμούς και εξορίες.
Η καρδιά του τον πρόδωσε τα ξημερώματα της 15ης Σεπτεμβρίου του 2008 σε ηλικία 73 ετών. Είχαν προηγηθεί καρδιακά και αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, νοσηλείες σε διάφορα νοσοκομεία επί μία δεκαετία. Ποτέ δεν μπόρεσε άλλωστε να ξεπεράσει το βαρύτατο πλήγμα του θανάτου του γιου του, Τζόναθαν, σε ηλικία 35 ετών.
Ταλαντούχος κωμικός, υπεύθυνος για την καθιέρωση μιας επιθεωρησιακής υφής στην ανδρική θηλυπρέπεια - στο σινεμά, διότι στην τηλεόραση η gay καρικατούρα καλά κρατεί μέχρι σήμερα -, λέγεται πως ο Παράβας άφησε το χαρακτηριστικό παχύ μουστάκι του για να μην τον συγχέουν στην προσωπική ζωή του με τους παρενδυτικούς και gay χαρακτήρες που υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία: Φίφης σε πολλές κωμωδίες από το 1963 μέχρι το ΄66, Κομμωτής στη ''Βουλευτίνα'' (1966), Μόδιστρος στην ομότιτλη ταινία του ΄67, Σταύρος και Μπουμπού στη ''Χαρτορίχτρα'' (1967),
Σταύρος και Ασπασία στο ''Για μια τρύπια δραχμή'' (1968), Οδυσσέας και Πηνελόπη στους ''Μνηστήρες της Πηνελόπης'' (1968), Ναπολέων και Ντε Λα Σάντα Μόνικα Ντε Λα Κάτω Τούρλας στον ''Τσαχπίνη'' του 1968 επίσης.
Ταινίες του κιλού οι περισσότερες απ' αυτές, για τις οποίες ο Παράβας δεν έτρεφε καμία εκτίμηση: ''Για ότι τους έλειπε στο σινεμά, φώναζαν τον Παράβα'' θα δήλωνε σε συνέντευξη του στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ήταν τέτοια μάλιστα η ταύτιση του με gay ρόλους στα ασπρόμαυρα 60s, ώστε λίγο αργότερα, στα έγχρωμα χουντοκρατούμενα 70s θα άφηνε μαλλιά και μουστάκι, θα γινόταν ο συμπαθής μεν, άξεστος δε, ''Μάγκας με το τρίκυκλο'' και θα έκλεβε την καρδιά της Μάρθας Καραγιάννη.
Ο Παράβας υπήρξε το πρώτο λαϊκό gay παιδί του ελληνικού κινηματογράφου, ετοιμόλογος, χιουμορίστας και καπάτσος, καμία σχέση δηλαδή με τον ''Κοκό'', τον ''Λελέ'' και τους λοιπούς ξενομανείς μεγαλοαστούς ''φλώρους'' της πένας του Νίκου Τσιφόρου και του διδύμου Α. Σακελλάριος - Χ. Γιαννακόπουλος.
Ωστόσο, όλα αυτά ενδιαφέρουν σήμερα αυστηρά τους κοινωνικούς αναλυτές και τους θεωρητικούς του ελληνικού κινηματογράφου, όπως ενδιέφεραν αυστηρά τότε και το κοινό του. Διότι ο Παράβας άλλα είχε στο κεφάλι του, ειδικά από την 21η Απριλίου του 1967 και μετά: πώς θα έσπαγε η χώρα του τον γύψο των συνταγματαρχών και πότε θα τερματιζόταν η γελοία λογοκρισία στο θέατρο, τη μουσική και τον κινηματογράφο.
Αποτέλεσμα λογοκρισίας ήταν και η τιμωρία του με εξορία στη Γυάρο επί των ημερών του Ιωαννίδη. Κι ας μην είχε υποδυθεί πάλι στο σινεμά κάποιον gay ''αθυρόστομο'' χαρακτήρα. Ήταν αρκετή η συμμετοχή του σε ένα ''ύποπτο'' κομμουνιστικών προεκτάσεων σκετς στην επιθεώρηση ''Ντιρλαντά''! Λίγα χρόνια μετά ένα άλλο σκετς, στο οποίο σατίριζε την Αλίκη Βουγιουκλάκη, θα γινόταν αιτία για τους δυο ηθοποιούς να βρεθούν αντίδικοι στο δικαστήριο.
Όνειρο του ήταν να παίξει τον Άμλετ και σίγουρα η ένταξη του στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο θα λειτούργησε ως τονωτική ένεση στην πεσμένη ψυχολογία του και γενικά στη βεβαρημένη υγεία του. Έπαιξε στο ''Ακροπόλ'' (1995) του Παντελή Βούλγαρη και στο ''Αύριο θα ξέρουμε'' (1997) του Ανδρέα Θωμόπουλου. Την ταινία του Θωμόπουλου, που δυστυχώς δε βρήκε ποτέ διανομή στις αίθουσες, την είχα δει σε αφιέρωμα στον σκηνοθέτη στην Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών και θυμάμαι πως μού'χε αρέσει πολύ ο Παράβας ως ντοστογιεφσκικός ηλικιωμένος ρολογάς που παίρνει υπό την προστασία του μια νεαρή πόρνη. Εξαιρετικός μεσ' στη μελαγχολία του ρόλου του.
Μια μελαγχολία που θα έφτανε στο ζενίθ της με τον ξαφνικό θάνατο από πνευμονικό οίδημα του γιου του στο Μπέρμπιγχαμ και που θα τον έκλεινε ακόμη περισσότερο στο καβούκι του ύστερα κι από την άρνηση του ΥΠΠΟ να του χορηγηθεί τιμητική σύνταξη.
Έσβησε στο σπίτι του με μοναδική παρουσία αυτήν της οικιακής βοηθού του.
Ο Σταύρος Παράβας συνδέθηκε φιλικά με την Κατερίνα Γώγου και ήταν από τους λιγοστούς συναδέλφους της που συνόδευσαν την ηθοποιό και ποιήτρια στην τελευταία της κατοικία τον Οκτώβρη του 1993.