Με τον Γιάννη βρεθήκαμε μεσημέρι. Με μάζεψε κάπου από την περιοχή του, τους Αγίους Αναργύρους, με το αυτοκίνητο του, όχι το μαύρο ροκάδικο 2CV, που ίσα-ίσα χωρούσαν μέσα δυο άτομα, αλλά ένα άλλο, μεγαλύτερο. Ταξίδι είχαμε άλλωστε μέχρι την Καλαμάτα και με κρύο έξω μάλιστα, τέτοιο καιρό.
Ο Γιάννης, για τον Γιάννη Bach Σπυρόπουλο λέω, μόλις είχε εκδώσει τη μονογραφία του για τη Φλέρυ Νταντωνάκη στη σειρά Βίοι Αγίων των εκδόσεων Ηλέκτρα. Στην παρουσίαση του βιβλίου, λοιπόν, στην πόλη της Καλαμάτας πήρε και μένα μαζί του για να δείξουμε το σχετικό ντοκιμαντέρ, στο οποίο συμμετείχε κι αυτός.
Χάρμα να ταξιδεύεις με τον Bach! Ατελείωτες κουβέντες που κάλυπταν εντελώς μεταφυσικές ανησυχίες και δικές του και δικές μου, ιστορίες για το μέντιουμ Ελένη Κικίδου, για τον Νίκο Καρούζο, εικόνες από τον Πύργο των Αθηνών όπου συνόδευε τη Φλέρυ στα μέσα των 80s.
Κάποια στιγμή περνώντας έξω από ένα στρατόπεδο – πιθανώς της Κορίνθου – ο Bach συγκινήθηκε, ενθυμούμενος τον Σαββόπουλο με την Άσπα τη γυναίκα του, οι πρώτοι που τον είχαν επισκεφτεί όταν τον πήραν φαντάρο στα τέλη της δεκαετίας του ΄70.
Του Bach του άρεσαν πολύ οι ήρωες και τα κατορθώματα τους κατά την Ελληνική Επανάσταση – και μένα τότε, ενώ σήμερα μου φέρνουν νύστα. Άλλο όμως να στα διηγείται σχολικός δάσκαλος και άλλο ένας rock διανοούμενος σαν τον Γιάννη.
Εν τω μεταξύ, από το cd – player του αυτοκινήτου ακουγόταν το Hot Rats του Frank Zappa και το Father of day, Father of night στη θρυλική εκτέλεση των Manfred Mann's Earthband που αμφότεροι ξέραμε απ' έξω. Εγώ μούγκα...Προτιμούσα ν' ακούω τον Bach να το τραγουδάει δυνατά μ' αυτή τη νέγρικη τραχιά φωνή του, με την οποία πάντα απορούσα πως και δεν έγινε τραγουδιστής και τον απορρόφησαν το πιάνο και η σύνθεση.
Όταν μπήκαμε στην Αρκαδία μού έδειξε το Βαλτέτσι και το δρόμο που οδηγούσε ψηλά στο βουνό. Άρχισε να μου λέει για τις δυο μάχες που έγιναν εκεί την πρώτη χρονιά της Ελληνικής Επανάστασης, για την πολιορκία της Τριπολιτσάς κι εγώ άκουγα, όλο άκουγα με το φόβο ότι θα θελήσει ν' ανεβούμε στο βουνό, παρασυρμένος από τον σπάνιο ενθουσιασμό του.
Σύντομα όμως στρίψαμε αλλού σε μία πινακίδα που έλεγε Ασέα. Κατάλαβα! Πηγαίναμε στην πατρική γη του ποιητή Νίκου Γκάτσου, κάτι που ομολογουμένως το ήθελα κι εγώ, πολύ δε περισσότερο που προέκυψε έτσι απρογραμμάτιστα.
Ήδη ο Bach μπήκε σε ένα mood ευλάβειας. Σταμάτησε να μιλάει, ενόσω από το cd που έπαιζε, ακούγαμε πλέον Στα περβόλια του Μίκη Θεοδωράκη. Έχεις ακούσει πιο ψυχεδελικό στίχο απ' αυτό το κομμάτι; Με ρώτησε για μια στιγμή και πρόσθεσε πως σίγουρα ο Μίκης από τον Γκάτσο θα επηρεάστηκε για να γράψει τέτοια λόγια.
Μπήκαμε στο χωριό, μου φάνηκε μικρό κι ότι μπορούμε να το γυρίσουμε όλο με το αυτοκίνητο σε 1 λεπτό. Σταματήσαμε μπροστά από το ερειπωμένο μαυρισμένο κτήριο, το παλιό σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής της Αμοργού. Βγήκαμε απ' τ' αμάξι, ο Γιάννης πετάχτηκε δίπλα να μιλήσει με κάποιους ανθρώπους. Ήθελαν να μας ψήσουν καφέ, αλλά προφασίστηκε βιασύνη.
Εγώ πάλι πλησίασα το σπίτι που ορθωνόταν επιβλητικό μπροστά μου. Άρχισα να το φαντάζομαι αλλιώς, γεμάτο από κόσμο, χωρικούς, αγρότες, τη μαία που θα ξεγέννησε εν έτει 1911 τη μάνα του ποιητή. Σκοτείνιασα σαν ήρθαν στο νου μου εκείνα τα λόγια της φίλης μου και συντρόφου του Γκάτσου, Αγαθής Δημητρούκα: Τον πατέρα του Γκάτσου, λέει, που αρρώστησε εν πλω και απεβίωσε, οι ναύτες τον πέταξαν στη θάλασσα να φάει το κουφάρι του η μαύρη θάλασσα – μια θλιβερή εικόνα που ποτέ δεν έπαψε να στοιχειώνει τον ποιητή καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του.
Ο Γκάτσος, όμως, ήταν κι ένας άνθρωπος με χιούμορ υψηλού επιπέδου. Αυτό φανέρωσαν τραγούδια του σαν το Κυκλαδίτικο του Χατζιδάκι, ακόμη και ο κινηματογραφικός Λευτέρης του Ξαρχάκου, τα οποία ήρθαν και κόλλησαν επίσης στο μυαλό μου για να απαλύνουν μάλλον τη σκληρότητα της προηγούμενης θύμησης.
Ο Bach με φώναξε να μπω στ' αυτοκίνητο. Η βόλτα μας στην Ασέα δεν είχε ολοκληρωθεί. Λίγα μέτρα παρακάτω κι ενώ είχε μεσημεριάσει, σταματήσαμε έξω από το νεκροταφείο. Άκρα του τάφου σιωπή, κυριολεκτικά!
Και τότε συνέβη το εξής φοβερό: Μόλις βγήκαμε πάλι απ' το αμάξι, ο Bach άνοιξε διάπλατα όλες τις πόρτες του κι έβαλε να παίζει στη διαπασόν το αγαπημένο Nothing to say των Jethro Tull από το LP Benefit του 1970! Τρελάθηκα! Το μπάσο στην εισαγωγή του έμοιαζε με μια επέλαση φιλικών βαρβάρων που δεν πήγαιναν να ταράξουν τη γαλήνη του ποιητή, αλλά να τον επισκεφτούν και να συνομιλήσουν μαζί του!
Μήπως αυτό δεν κάναμε κι εμείς;
Άκου το, δάσκαλε, για σένα! Άρχισε να φωνάζει ο Bach και να χτυπάει την καμπάνα του παντέρημου νεκροταφείου. Μου άρεσε αυτό το rock τελετουργικό μέρα – μεσημέρι, στους τάφους των ποιητών άλλωστε δεν ταιριάζουν πέτρινοι Εσταυρωμένοι και λουλούδια.
Μπήκαμε στο μικρό κοιμητήριο, το οποίο ο Bach έδειχνε να το γνωρίζει πολύ καλά, εφόσον με οδήγησε κατ' ευθείαν στο μνήμα του ποιητή.
Λιτό, με χαλίκι και πέτρες πάνω του. Τίποτα βαρύγδουπο. Όπως είναι και οι τάφοι του Μάνου Χατζιδάκι και της Φλέρυς Νταντωνάκη δίπλα – δίπλα στην Παιανία.
Ο Bach γονάτισε. Σα να τον βλέπω τώρα να κλαίει, να γεμίζει τις χούφτες του με πέτρες από τον τάφο, να της ξαναφήνει και γυρνώντας σε μένα να μου λέει: Ο Γκάτσος, ρε μαλάκα, εδώ κοιμάται ο Γκάτσος ο Ποιητής!
Δε με παραξένεψε η υπερβολή του Γιάννη. Είναι ένας άνθρωπος και ένας καλλιτέχνης υπερευαίσθητος με έντονο θυμικό. Ας πούμε ότι εγώ απλά ζούσα τη στιγμή, αυτό το εκκεντρικό προσκύνημα στη γη που γέννησε και δέχτηκε στα σπλάχνα της μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της ελληνικής γραμματείας του 20ου αι.
Φύγαμε απ' το νεκροταφείο σκυθρωποί. Γεια σου, γεια σου, δάσκαλε μονολογούσε ο Γιάννης εμφανώς συγκινημένος.
Μέχρι να φτάσουμε στην Καλαμάτα δε νομίζω να ανταλλάξαμε πολλά λόγια. Του έδωσα εγώ μόνο να παίξει ένα ανέκδοτο live της Φλέρυς από τον Τιπούκειτο, του 1980, με εκείνον να παίζει πιάνο: Το Summertime του Gershwin, τον Καπετάν – Μιχάλη, τέτοια ωραία πράγματα!
Μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στο τζάμι. Μας συντρόφευσε ως το τέλος του ταξιδιού, ζωντανή ή νεκρή από τον αέρα, δε μπορώ να ξέρω. Ίσως αν βρισκόμασταν κάπου στην Αφρική να πέφταμε πάνω στον Χαμένο Ελέφαντα και αν μας έπιανε η νύχτα να ακούγαμε τις κουκουβάγιες που ουρλιάζουνε.
Πλέον δεν έχω να θυμάμαι κάτι απ' αυτό το ταξίδι, ούτε που παίχτηκε το ντοκιμαντέρ μου, ούτε που ακριβώς συνομιλήσαμε με το κοινό για το βιβλίο του Γιάννη, ούτε τίποτα. Το μόνο που θυμάμαι και θα θυμάμαι πάντα είναι το rock προσκύνημα στον τάφο του Νίκου Γκάτσου κάποτε με τον Γιάννη Bach Σπυρόπουλο.
σχόλια