Το περίμενα ότι θα στενοχωριόμουν και γι' αυτό απέφευγα να τη δω την κυρα - Δήμητρα στο νοσοκομείο όλους αυτούς τους μήνες - από τον περασμένο Φεβρουάριο, για την ακρίβεια. Τότε που ξύπνησε ένα πρωί σαν όλα τα άλλα, την έπιασε μια ζαλάδα, μια δύσπνοια και πάρ'την κάτω. Κατ' ευθείαν εντατική: Εγκεφαλικό, ζάχαρο στο φουλ, νεφρική και πνευμονική ανεπάρκεια, όλα αυτά μαζί. Μόνο η καρδιά της ήταν γερή, εξ ου και χθες πήγαμε και την είδαμε σε θάλαμο νοσοκομείου και όχι στο νεκροταφείο. Έκανα της μάνας μου το χατήρι, βλέπεις.
''Πάμε να δούμε την κυρα-Δήμητρα'' μου έλεγε ''θα πεθάνει και θα φύγει με το παράπονο ότι την ξεχάσαμε''. Κι εγώ τσίναγα! ''Τι να δούμε'' απαντούσα ''μια γυναίκα που έμεινε 50 κιλά από 150 που ήτανε; Που δεν θα μπορεί να μας μιλήσει με την τραχειοτομή ακόμη ανοιχτή; Που παίζει αν θα μας γνωρίσει, εσένα που πίνατε πρωινό καφέ επί 40 χρόνια και μένα που με μεγάλωσε μαζί με τα παιδιά της;''
Με έπεισε τελικά η μάνα μου, πήραμε και τον μεγαλύτερο αδερφό μου με τ' αμάξι - ''ασ' τον αυτόν'' ξανάπα στη μάνα μου ''είναι ευαίσθητος πολύ και θα ταραχτεί με την εικόνα της'' - και φτάσαμε στο Ασκληπιείο Βούλας μεσ' στο λιοπύρι. Φοβόμουν να μπω στο θάλαμο. Πήρα ένα φρέντο απ' το κυλικείο και την άραξα σε κάτι παρτέρια. Μήνυσα του αδερφού μου να με πάρει στο κινητό κι αν δεν είναι τραγικό το θέαμα τότε να μπουκάρω κι εγώ.
Έβλεπα τη μάνα μου χαρούμενη που θά'βλεπε τη φίλη της και μού'ρθε να της πω ''Τα ξέχασες τα δικά σου που τη βγάλαμε Πρωτοχρονιά του 2010 στο Θριάσιο, του ΄11 στο Ωνάσειο, και που η Λένα σου ευχήθηκε από τηλεφώνου Άντε και το ΄12 στο...Ηρώδειο''; Με έτρωγε όμως η περιέργεια, φυσούσα και ξεφυσούσα, ώσπου βγήκε ο αδερφός μου και μου φώναξε: ''Τι κάνεις, ρε μαλάκα, εκεί πέρα; Σαν τον Ναπολέοντα στο Δαφνί είσαι από παλιό ελληνικό''. Σηκώθηκα, πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα στο δωμάτιο 10 της κλινικής.
Η κυρα - Δήμητρα ξαπλωμένη, μισοσκεπασμένη με σεντόνι, σωληνάκια φορτωμένη, μάγουλα ρουφηγμένα, μπράτσα μαυριδερά και ξεχειλωμένα, πόδια με επενδύσεις από φελιζόλ, μια και το ζάχαρο τις καταέφαγε τις φτέρνες. Την πλησίασα αργά σα να ήθελα να δω αν όντως ήταν αυτή. Χρωματάκι καλό, ούτε το θανατερό λευκό, ούτε το επιθανάτιο ωχρό...Καθώς η μάνα μου της χάιδευε τα μαλλιά και της φώναξε ''Ο Αντώνης ήρθε'', η κυρα - Δήμητρα άνοιξε τα πελώρια μάτια της, λαμπερά παραδόξως, με κοίταξε καλά, ελεγχτικά, από πάνω ως κάτω, κι έπειτα έσκασε ένα παιδικό χαμόγελο όλο αθωότητα. Σίγουρα με αναγνώρισε.
Τι να πέρασε απ' το μυαλό της άραγε στην κατάσταση που βρίσκεται; ''Ο Αντώνης που τον πήγαινα πέντε ετών στο πολιτιστικό κέντρο για ζωγραφική μαζί με την κόρη μου τη Ρίτα;'' Μπα, μεγάλη αναδρομή αυτή. ''Κάποιο γνωστό πρόσωπο που μου χαμογελάει και του χαμογελάω;'' Πιο πιθανό αυτό. Άπλωσε το χέρι της. Της το έσφιξα. ''Τι κάνει το κορίτσι;'' τη ρώτησα κι έσκυψα και τη φίλησα στο μέτωπο. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι χάρηκε.
Παραδίπλα η Αλβανίδα που της έβαλαν τα παιδιά της να την προσέχει, χασμουριόταν. Είχε κλείσει 12ωρο κι αυτή η ψυχή να ανασηκώνει την άλλοτε βαριά κυρα - Δήμητρα, να την ταΐζει σούπα με το σωληνάκι απ' τη μύτη, να φροντίζει το οξυγόνο της. ''Τι λένε οι γιατροί;'' τη ρώτησα. ''Δεν έχει ζωή''...Θύμωσα. Πως το ξέρουν αυτό; Μια γυναίκα που ήταν μισοπεθαμένη στην Εντατική για δυόμισι μήνες και που άνοιξε μια μέρα τα μάτια της και επανήλθε, γιατί να μη ζήσει;
Η μάνα μου πάλι, μια και η επικοινωνία με τη φίλη της δεν ήταν και πολύ δυνατή, άρχισε να εξιστορεί στη νοσοκόμα τις δικές της περιπέτειες. Πόσο γουστάρουν οι ηλικιωμένοι να αφηγούνται νοσοκομειακές ιστορίες, τη βρίσκουν, σα να πήγαν κάποιο καλό θέατρο - σινεμά και μετά θέλουν να πουν και στους άλλους να μη χάσουν την παράσταση.
Κάθισα δίπλα στην κυρα - Δήμητρα και την παρακολουθούσα να θέλει να μου μιλήσει μα να μη μπορεί μ' αυτή τη φωνή που έβγαινε σαν από τρανζιστοράκι και που μου θύμισε την τελευταία σεκάνς από το ''The Fly'' του Kurt Neumann. Της έκανα νοήματα ότι θα κλείσει η τρύπα στο λαιμό και θα μπορεί να μιλήσει. Επίσης, ότι σε λίγο καιρό θα της βγάλουν τα σωληνάκια και θα ξαναγυρίσει σπίτι της. Η μάνα μου το χαβά της: ''Ναι, θα γυρίσεις, και θα πίνουμε πάλι καφέ με κουλουράκια''. Η κυρα - Δήμητρα όλα τα καταλάβαινε. Σήκωσε το βλέμμα της και μετά έγυρε στο πλάι σα νά'λεγε ''Ο Θεός ότι πει''.
Και άντε να το πει ο Θεός, που δυστυχώς πολύ αμφιβάλλω, να επανέλθει δηλαδή, σε ποιο σπίτι της να γυρίσει; Που ο άντρας της, κατάκοιτος δύο χρόνια με αλτσχάιμερ, πέθανε τρεις μέρες αφότου η κυρα - Δήμητρα μπήκε στο νοσοκομείο; Πως έγινε έτσι η ζωή αυτών των ανθρώπων; Τους θυμάμαι και τους δύο σαν μας έδειχναν φωτογραφίες από τον γάμο της κόρης τους. Η κυρα - Δήμητρα ίδια η Μαριώ η νεορεμπέτισσα και ο άντρας της, ο συχωρεμένος ο κυρ - Γιάννης, ίδιος ο Σπύρος Ζαγοραίος. Τους τό'λεγα και γελούσαν πολύ. Που να φαντάζονταν αυτοί οι δύο, όταν κλέφτηκαν τη δεκαετία του 1950, α λα παλαιά, την τραγική τους κατάληξη; Καλειδοσκόπιο που αστραπιαία μαύρισε και έσβησαν οι εικόνες του πέρασε μέσα σ' ένα μισάωρο από τα μάτια μου ολόκληρος ο βίος αυτής της γυναίκας.
Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, αλλά όταν είδα και δε μπορούσα, σηκώθηκα και πάντα με νοήματα της έδωσα να καταλάβει ότι βγαίνω για τσιγάρο. Καθώς φεύγαμε, την ώρα που ο αδερφός μου τη φιλούσε, του ψέλλισε ''Ευχαριστώ πολύ''. Ύστερα με το χέρι της μας χαιρέτισε από μακριά, χαμογελαστή, κι αν είχε φωνή σίγουρα θα μας έλεγε Bye - Bye. ''Της δώσατε μεγάλη χαρά'' ήταν τα λόγια της κανονικής νοσοκόμας που έφερε το φαΐ της στο θάλαμο. ''Δεν την έχουμε ξαναδεί τόσο ζωντανή''. Έτσι μας είπε.
Στο αυτοκίνητο άρχισα να γκρινιάζω, ''γιατί με φέρατε'' και ''γιατί να το υποστώ όλο αυτό;'' και ''δε χάρηκα που την είδα έτσι''...''Το ζήτημα δεν ήταν να χαρούμε εσύ κι εγώ'' με επανέφερε στην τάξη με σοφία ο αδερφός μου, ''το ζήτημα ήταν να χαρεί η κυρα - Δήμητρα''. Αυτό το πετύχαμε αναμφίβολα! Και σίγουρα θα ξαναπάω σύντομα, μπορεί και μόνος μου, να της ξανασφίξω το χέρι και να της κλέψω ακόμη ένα αθώο χαμόγελο, τόσο ασύμβατα παιδικό και τόσο ταιριαστό παράλληλα με τη νεκροζώντανη κατάσταση της. Καλή σου ώρα, ταλαιπωρημένη και καλόψυχη Γυναίκα και Μάνα, βάστα γερά!