Το κλασικό έργο του Τζον Φορντ ''Κρίμα που είναι πόρνη'', έτσι όπως το σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Λιγνάδης για το Εθνικό Θέατρο, ομολογώ πως δεν το είχα δει. Απ' την άλλη, με είχαν εντυπωσιάσει σχεδόν όλες οι κριτικές που εκθείαζαν τη δουλειά του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου στον τομέα της μουσικής. Σημειωτέον, τον νεαρό συνθέτη τον είχα αδικήσει στο παρελθόν, λόγω κάποιων ''συμμαχιών'' του με καλλιτέχνες του λεγόμενου εμπορικού τραγουδιού. Ποτέ δεν είναι αργά, λοιπόν, ώστε να αναθεωρήσει κανείς, ειδικά σαν ακούει έργα τόσο εμπνευσμένα και ατμοσφαιρικά.
Τα κομμάτια που αποτέλεσαν το soundtrack του ''Κρίμα που είναι πόρνη'' και που τώρα κυκλοφορούν από την ετικέτα ''Solo'' της Feelgood συστήνουν πραγματικά ένα soundtrack και μάλιστα α λα παλαιά: Συνθέσεις δηλαδή που εμπεριέχουν παρλάτες από το έργο και χορωδιακές φωνές, δίνοντας την αίσθηση του ντοκουμέντου. Με λίγα λόγια, σα να αποσπάστηκαν τμήματα της ηχητικής μπάντας των παραστάσεων και δόθηκαν στην κυκλοφορία - τηρουμένων των αναλογιών, έτσι, το ηχογράφημα μας παραπέμπει σε θρυλικές παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης και όχι μόνο, που κάποτε κυκλοφορούσαν σε ψηφιακή μορφή από το αρχείο της ΕΡΑ.
Ο δημιουργός, εμπνεόμενος από την προκλασική μουσική και την αμιγώς κινηματογραφική μουσική σπουδαίων προκατόχων του, συνέθεσε ένα επιβλητικό μωσαϊκό, άλλοτε σκοτεινό και άλλοτε φωτεινό και δοξαστικό.
Δεν είμαστε σε θέση φυσικά να γνωρίζουμε αν τόσο η εργασία του Λιγνάδη, όσο και του Χριστοδουλόπουλου, θα μείνουν στην ιστορία του θεάτρου και της μουσικής για θέατρο. Αυτό που ακούμε, πάντως, θα χαρακτηριζόταν έως και συγκλονιστικό όχι μόνο σε κάποιον που είναι μύστης του συγκεκριμένου έργου και της ελισαβετιανής ατμόσφαιρας του, αλλά και σε έναν απλό μουσικόφιλο, ο οποίος ενδεχομένως να μην ξέρει τον Φορντ, τον θεατράνθρωπο Λιγνάδη, ούτε καν τον συνθέτη Χριστοδουλόπουλο.
Ο δημιουργός, εμπνεόμενος από την προκλασική μουσική και την αμιγώς κινηματογραφική μουσική σπουδαίων προκατόχων του, συνέθεσε ένα επιβλητικό μωσαϊκό, άλλοτε σκοτεινό και άλλοτε φωτεινό και δοξαστικό. Ως αποτέλεσμα ο απαγορευμένος αιμομικτικός έρωτας που βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου καθιστά τους δύο χαρακτήρες αληθινούς ήρωες ενός μπαρόκ δράματος. Όσο για τον αγνό ακροατή που λέγαμε παραπάνω, αυτός μένει εμβρόντητος μπροστά στο...shaker του Χριστοδουλόπουλου, μέσα στο οποίο ανακάτεψε ευφυώς τον Bach, τον Purcell, τον Dowland και τον Morricone, χαρίζοντας μας τελικά ένα μικρό (σε διάρκεια) και πρωτότυπο θεατρικό soundtrack.
Στις ερμηνείες των τραγουδιών, αλλά και στα χορωδιακά μέρη, ακούγονται οι ηθοποιοί της παράστασης Μαρία Κίτσου, Μηνάς Χατζησάββας, Γιώργος Τσουρής και Σοφία Μυρμηγκίδου.
σχόλια