«Oι νύμφες της γειτονιάς που εζήτησαν μόνιμον στρατόπεδον, όπου θα μπορούσαν να κρατήσουν καλά της θέσεις των, το ευρήκαν εις την ρωμαντικωτάτη* πλατεία του Ζαππείου...
Η πλατεία πέρα-πέρα έχει μεταβληθή σε ανθόκηπον: Κούκλες, κουκλίτσες, απόπειρες κουκλών επιτυχημένες και απόπειρες αποτυχημένες. Μάτια που διατηρούν ακόμα την συνήθεια να χαμηλώνουν μπροστά σε μιάν απότομη διασταύρωσιν και μάτια που παιχνιδίζουν, ερευνούν, προκαλούν. Χαμόγελα που προβάλλουν άτολμα, και γέλια που ηχούν αργυρόηχα, ντεκολτέ που ψελλίζουν μυστικά πράγματα συγκεχυμένα και καρρέ τολμηρά, θαρραλέα, που φλυαρούν τα θελκτικά περιεχόμενα. Γάμπες κλεισμένες ερμητικώς πίσω από την αυλαίαν του ποδόγυρου, και γάμπες με σηκωμένην την αυλαίαν, ένα γοητευτικόν ανακάτωμα του σεμνού που κάνει τα πρώτα του βήματα και του ξεβγαλμένου που σταματά, ερευνά, κατατοπίζεται και παίρνει στο τέλος ύφος οσίας Μαρίας.
Εδώ χρειάζεται προσοχή. Προσοχή και τέχνη! Ο εχθρός έχει σκεπασθή πίσω από πυκνότατον νέφος κρέπ-ντέ-σίν και απαιτείται μάτι γυμνασμένον να τον αντιληφθή, να εξακριβώση από πού κρατάει η σκούφια του. Εκείνη εκεί η μεταξωτή κάλτσα ή το κομψότατον γοβάκι ημπορεί να εξεκίνησαν από το σεμνό σπιτικό της συνοικίας, μπορεί όμως και κάλλιστα να ανήκουν εις τα ελαφρότατα είδη του πεζοδρομίου...
Βλέπετε αυτήν την απέραντον συγκέντρωσι; Έχει γίνει με σύστημα την αναλογικήν και δεν άφησε αναντιπροσώπευτη καμμία τάξιν θηλυκών. Το μοδιστρόνι που εσήκωσε μόλις το κεφάλι από την βελόνα κι' εξεστράτευσε, η ντεμουαζέλλα που μοιράζει της ώρες της μεταξύ ωδείου και υπουργείου, η καπελλού, η μανικιουρίστα, η δεσποινίς κόρη του εμπόρου της οδού Αιόλου ή του μπακάλη του Κολωνού, η δεσποινίς που εργάζεται στην Τράπεζα και δεν λείπει από της κούρσες, αλλά και η ύποπτος δεσποινίς που περιφέρει τα θέλγητρά της εις της γκαρσονιέρες, τα σεπαρέ και της καλές συντροφιές, και που ξέρει να χτυπά με τέχνην της πόρτες των φουσκωμένων πορτοφολιών, όλο αυτό το θελκτικόν μπουλούκι του θηλυκόκοσμου, έχει στρωθεί στης καρέκλες με ακοίμητον φρουρόν το μάτι της μαμάς και είνε έτοιμον να δώση την μεγάλην μάχην.
Τα καταστήματα, η τράπεζες, τα γραφεία, τα μπακάλικα, τα εμπορικά έχουν κλείσει και σε λιγάκι θα παρελάσουν οι νυμφίοι... Η συγκίνησις ανεβαίνει αρκετούς ποόντους... Εμφανίζεται η εμπροσθοφυλακή. Μερικοί νεαροί που σπεύδουν εις την «Αίγλην» χωρίς κανένα ενδιάμεσον σταθμόν.
- Ώ, μαντεμουαζέλ Λουλού... κι' απόψε εδώ;... Πώς είσθε μαντάμ;
Το χέρι της ντεμουαζέλ Λουλούς σφίγγεται με θερμότητα ογδόντα βαθμών, το χέρι της μαντάμ μαμάς με ... δέκα, μία καρέκλα προσφέρεται συνήθως και η παρέα αυξάνει. Η συζήτησις αρχίζει από την ζέστη, τρικλίζει ολόγυρα στην υγεία του σπιτιού, ψυχορραγεί καθώς προχωρεί εις την εν γένει κατάστασιν και παίρνει ζωήν όταν θίξη τον γάμον.
- Η Λουλού μου κύριε Ντίνο, να σας πώ, είνε νοικοκυρά από κούνια...
- Σώπα καϋμένη μαμά... θα με κάνεις τώρα πώς πλένω κιόλας τα ρούχα!...
- Και γιατί να μην τα πλένης; Μια νοικοκυρά πρέπει όλα να τα κάνη! Έτσι δεν είνε κύριε Ντίνο; Μια φορά και αποφασίζει κανείς ν' ανοίξη σπίτι, να μην πάρη καμμιά ξεπορτισμένη...
Η πλατεία ολόκληρη έχει γεμίσει από το άσχημον φύλον. Ο εμποροϋπάλληλος, ο λογιστής, ο δημόσιος υπάλληλος, ολόκληρος η σειρά της «χρυσής νεότητος» της μεαίας τάξεως, κάμνει θριαμβευτικήν παρέλασιν με το κοστουμάκι της ώρας –ευτυχώς που ο ράφτης δεν είνε παρών- το μαντηλάκι ανεμιζόμενον, τα μαλλιά κολλημένα με μπριγιαντίνην, το καπέλλο στο χέρι, τα παπούτσια φρεσκοβαμμένα και:
- Καλησπέρα σας δεσποινίς.
- Πώς είστε δεσποινίς;...
- Όλο κι' ομορφαίνετε, δεσποινίς...
Χειραψίες, ματιές, αναστεναγμοί, επιθυμίες, κουβεντούλες, τρυφερότητες, χαμόγελα, λιγώματα, κουνήματα, σκέρτσα, σε μίαν ατελεύτητον συλλογήν ξεσηκωμένα από το παρλάν και τον βουβόν.
Εις την νεολαία της μεσαίας τάξεως και του λαού, το πρόβλημα του γάμου δεν είνε τόσον δύσλυτον. Είνε ο απέραντος αυτός ανθώνας της «Αίγλης», σπαρμένος ίσως με πολύν αισθηματισμόν; Είνε ίσως τα φλογισμένα σύννεφα που σκουραίνουν διαρκώς εκεί πίσω από την Ακρόπολιν ή το φεγγάρι που χαμογελά εκεί ψηλά με πονηρίαν, που απομακρύνουν τους μεγάλους υπολογισμούς και τα μαθηματικά από το κατώφλι του Υμεναίου;
Το γεγονός είνε ένα: Ότι από την κατάφωτον πλατείαν όπου γίνεται η γενική συνάντησις, ξεχωρίζουν πολύ γρήγορα κάποια ζευγαράκια που χάνονται στης σκοτεινές δενδροστοιχίες του Ζαππείου. Ο νεαρός που επιμένει δεν ευρίσκει απόρθητον την καρδίαν της ντεμουαζέλλας... Και τα σκοτεινά δρομάκια του πάρκου, οδηγούν όχι ολίγας φοράς κατ' ευθείαν εις τας ευλογίας του Υψίστου»...
*«Αθηναϊκά Νέα» 1931. Υπογράφει ο Δημήτρης Ψαθάς. Έχει διατηρηθεί η αρχική ορθογραφία του κειμένου.