Τρίτη πρωί. Δοκιμάζω βερνίκια νυχιών σε κατάστημα καλλυντικών. Δίπλα μου, ξανθιά κυρία, μάλλον λίγο μικρότερη από μένα, κάνει το ίδιο ακριβώς. «Να σας ρωτήσω κάτι» της λέω, «σας φαίνεται ίδιο το χρώμα αυτού του μανό, μ’ αυτό;». Της δείχνω το προ εικοσαημέρου πεντικιούρ μου, το οποίο σκοπεύω να μπαλώσω με χρώμα παρόμοιο -και οικονομικό. «Κι εγώ το ίδιο ψάχνω να κάνω» μου λέει χαρούμενα, «για δες, ταιριάζει μ’ αυτό;». Στη σύντομη συζήτηση που ακολουθεί, ομολογούμε η μία στην άλλη πως αυτό ήταν το ένα και μοναδικό καλοκαιρινό πεντικιούρ μας και πως είχαμε την ίδια φαεινή ιδέα να το φρεσκάρουμε μόνες μας και να γλυτώσουμε τα άλλα είκοσι κάτι ευρώ. Καταλαβαίνω πως το συγκεκριμένο θέμα είναι καυτό.
Σ’ ένα πλαίσιο ουσιαστικών προβλημάτων και σε μια εποχή σοβαρών ζητημάτων υγείας, παιδείας, ελευθερίας και πολιτισμού, το αν η κυρία Α. έκοψε το καθημερινό χτένισμα στο κομμωτήριο δεν είναι καν άξιο σχολιασμού. Για την ίδια όμως, αυτή η, αναγκαστική, αλλαγή έχει διαταράξει την καθημερινότητά της, τις συνήθειές της, το κατά Kelly ‘προσωπικό της δόμημα’ και δε μπορεί παρά να νιώθει αποπροσανατολισμένη και κατηφής. Ας μην βιαστούμε να την καταδικάσουμε. Όσο ασήμαντο κι αν ακούγεται εκ πρώτης, η σχέση των περισσότερων γυναικών με την προσωπική τους αισθητική είναι πολύ πιο βαθιά και πολύπλοκη απ’ όσο φαντάζεται ή αποδέχεται ίσως κανείς.
Κατά κανόνα οι γυναίκες αποτελούν ένα δυνατό αγοραστικό κοινό. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, στην ανθηρή δεκαετία του ’90, η γυναικεία φιλαρέσκεια πήρε διαστάσεις επιχειρηματικής επιδημίας. Η πόλη γέμισε spa και ινστιτούτα αισθητικής, το λεξιλόγιο μας εμπλουτίστηκε με λέξεις όπως ‘peeling σοκολάτας’ και ‘σταφυλοθεραπεία’, ενώ η αύξηση της ταρίφας στα κομμωτήρια πλησίασε σταδιακά το 50%. Γύρω στο 2000, τα καταστήματα αποκλειστικής περιποίησης νυχιών άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού. Κυρίες μικρές και μεγαλύτερες, σκέτες μαμάδες και μαμάδες εργαζόμενες, υπάλληλοι γραφείων και όχι γραφείων και κοριτσάκια 14 ετών, κυκλοφορούσαν πλέον με νύχια ντιζαϊνάτα, που κόστιζαν κατά μέσο όρο 40 ευρώ. Δεν ήταν ότι όλες είχαν χρήματα να ξοδέψουν ή πονεμένες φτέρνες ή γάμο να εμφανιστούν. Ήταν απλώς μια ωραία νέα συνήθεια, που κατά βούληση την ασπάζεσαι, την κολλάς, την υπηρετείς πιστά ή την διασκεδάζεις που και που. Όπως όλα τα ωραία πράγματα στην Ελλάδα, ήταν κι αυτό βέβαια υπερτιμημένο, αλλά τότε οι εποχές ήταν αλέγρες, ήταν γλυκιά η ζωή και κόκκινα τα κραγιόν. Τώρα, που όλα χλόμιασαν, οι αφελείς συνήθειες έγιναν πολυτέλειες και το ασόβαρο δίλημμα του beauté, σοβαρό: να βγω από το παιχνίδι ή να μη βγω;
«Εμείς δεν έχουμε ιδιαίτερο πρόβλημα», μου έλεγε λίγους μήνες πριν γνωστός κομμωτής. «Το καλό είναι ότι τα κομμωτήρια πληρώνονται με μετρητά και άρα δεν παρουσιάζουν αυτήν την πολύ έντονη έλλειψη ρευστότητας, που αντιμετωπίζουν άλλοι κλάδοι» μου εξηγούσε με ύφος χαλαρό. Κάποιο καιρό μετά, έλαβα διαφημιστικό sms του κομμωτηρίου του για μια προσφορά συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας και δεν θα το είχα θεωρήσει κάτι το ιδιαίτερο αν, ένα μόλις μήνα αργότερα, δε λάβαινα το ίδιο sms, στο οποίο οι μέρες της προσφοράς είχαν γίνει από μία, τρεις. Από την άλλη, η φίλη φίλου Σ. μου έλεγε πρόσφατα ότι έχει περιορίσει στο ελάχιστο τα προσωπικά της έξοδα, αλλά αρνείται να κόψει και το κομμωτήριο. «Κοίτα, δε μου έχει μείνει τίποτε άλλο. Όσο ακόμη αντέχω, το παλεύω. Αλλιώς, και πάλι θα τα δίνω, στον ψυχοθεραπευτή» μου εξηγούσε σοβαρά και δεν ήξερα τι να της πω. Ίσως γιατί αισθανόμουν ότι θα γινόμουν άδικη, με όσα, πολλά, μου έρχονταν στο μυαλό.
σχόλια