Τετάρτη μεσημέρι. Ξεροσταλιάζουμε έξω από τον παιδικό σταθμό. Σε πέντε περίπου λεπτά η πόρτα θα ανοίξει για να πάρουμε τα παιδιά μας. Οι ίδιοι γνωστοί άγνωστοι κάθε μέρα. Χαμογελάω σε γνωστό μου πατέρα, που περιμένει τους δίδυμους γιους του. «Τι κάνεις;» με ρωτά, «Τι να κάνω…» απαντώ, ακολουθώντας τον τυπικό small talk κώδικα των ημερών. «Διακοπές;» τολμώ να ρωτήσω. «Ναι, σε δυο εβδομάδες φεύγουμε», μου λέει χαρούμενα. Θα πάμε πρώτα Κύθνο και αργότερα, μετά τα μέσα Αυγούστου, μάλλον Κρήτη, ίσως και Σέριφο». Τον κοιτάζω με το ίδιο χαμόγελο. Μέσα μου, σοκ και δέος. Προλαβαίνω να συμπεράνω ηλίθια ότι ο πατέρας Σ. έχει και άλλη πηγή εισοδημάτων εκτός από την, παρεμφερή με τη δική μου, εργασία του, να τον θαυμάσω που δε νιώθει ανασφαλής να ξοδέψει φέτος ένα μεγάλο ποσό στις διακοπές του, να αυτομαστιγωθώ για την τσιγγουνιά, την τρομολαγνία, τον παλιοχαρακτήρα μου και άλλα διάφορα. «Ευτυχώς έχουμε πολλούς ανύπαντρους φίλους με σπίτια που μπορούν να μας φιλοξενήσουν», συμπληρώνει, διακόπτοντας απότομα το εσωτερικό μου παραλήρημα. Μπίνγκο.
Έχει έρθει το καλοκαίρι. Και στην Ελλάδα, απλώς δε γίνεται να περάσει απαρατήρητο. Αρχές Ιουλίου αρχίζουν όλα να μοιάζουν ξεκούρδιστα, καθώς οι αντοχές μειώνονται, η ζέστη αυξάνει και η πολυπόθητη άδεια γίνεται αυτοσκοπός. Φέτος όμως τα πράγματα είναι ζόρικα. Μπορεί να περιμέναμε το καλοκαίρι με μεγαλύτερη ζέση από οποτεδήποτε άλλοτε, αυτό όμως είχε να κάνει βασικά με όνειρα θερινής νυκτός. Περιμέναμε «ν’ ανοίξει ο καιρός» για να αισθανθούμε λίγο καλύτερα –και βέβαια να κλείσουμε την θέρμανση που μας αιμορραγούσε και να βγούμε για καμιά μπύρα κάτω από ένα γλυκό νυχτερινό ουρανό. Οι διακοπές όμως είναι άλλη ιστορία. Τα 400 ευρώ, κατά μέσο όρο, που κοστίζουν τα εισιτήρια για μια οικογένεια που θέλει να ταξιδέψει στο Αιγαίο είναι μια δύσκολη αφετηρία, που μπροστά της πολλοί φέτος στέκονται διστακτικοί. Οι ιδιοκτήτες καταλυμάτων βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση ως προς τις τιμές και τη διαθεσιμότητά τους, καθώς η κίνηση είναι αισθητά μειωμένη και οι κρατήσεις παίζεται μέχρι τελευταία στιγμή αν θα υλοποιηθούν. Η οικονομική ανασφάλεια, η δυσκολία να πάρει κανείς την άδεια που δικαιούται (γιατί φέτος οι εργοδότες ακολουθούν διαφορετική τακτική κι όποιος θέλει ας κουνηθεί), η ανεργία που σκοράρει πλέον περισσότερα από ένα άτομα μέσα στον ίδιο οικογενειακό προϋπολογισμό, η έλλειψη ρευστότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και το εξωφρενικό κόστος της βενζίνης κάνουν τα πρώτα μπάνια του λαού να γίνονται στον ιδρώτα της αγωνίας και της αναζήτησης κάποιου οικονομικού προορισμού. Τα χωριά των παππούδων απέκτησαν έτσι νέα αίγλη, τα κάμπινγκ γνωρίζουν άνθηση και η παραδοσιακή ελληνική φιλοξενία γίνεται σε πολύ ρεαλιστικότερη βάση και με ξεκάθαρα πεζό σκοπό.
Όλοι όμως δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν. Κυρίως όσοι ζουν στην Αθήνα. Ντρέπονται ίσως να ομολογήσουν τη φυγοπονία τους, άλλα όλοι χρειάζονται ένα διάλλειμα από τον καθημερινό ορυμαγδό. Όσοι μπορούν, θα το κάνουν, έστω και με δυσκολία, με τίμημα, με εσωτερικό πανικό. Όσοι τα καταφέρουν θα πατήσουν το pause. Σε νησί για μια εβδομάδα, μαγειρεύοντας στο ενοικιαζόμενο, αντί να τρώνε καθημερινά στο ταβερνάκι. Σε all exclusive boutique hotel, που έκλεισαν σε τρελή διαδικτυακή προσφορά, για ένα μοναδικό και πολύτιμο σαββατοκύριακο. Στο χωριό τους, όπου κι αν βρίσκεται, μια κατσαρόλα για τρεις γενιές οικογένεια, καθαρός αέρας για τα παιδιά και οικονομία στον οικιακό προϋπολογισμό. Και κάποιοι, το έχουν ήδη πάρει απόφαση πως ό,τι δουν φέτος τον Αύγουστο θα είναι αποκλειστικά γνωστό και αστικό. Άλλωστε κι αυτό ακόμη το ληστρικό διακοποδάνειο, δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο από αφελείς καλοπερασάκηδες με άδειες τσέπες, όσο από ανθρώπους απελπισμένους που το χρησιμοποίησαν, επίσης αφελώς, για να κλείσουν τρύπες που καμία σχέση δεν είχαν με το σακίδιο των διακοπών.
σχόλια