Παρασκευή απόγευμα. Στο ταμείο του σούπερ μάρκετ κύριος με καρότσι και την 4χρονη κορούλα του στο καθισματάκι βγάζει τα προϊόντα που έχει επιλέξει και τα τοποθετεί στον ιμάντα. Εννέα στα δέκα είναι βιολογικά. Το κοριτσάκι τσιρίζει, γιατί θέλει και τσίχλες και το καπελάκι Μίνι Μάους, που βρίσκεται στρατηγικά τοποθετημένο στο ύψος και την περιορισμένη περιφερειακή όραση των νηπίων, πριν ακριβώς από το ταμείο. Ο κύριος ενδίδει. Καλοντυμένος, με ελαφρώς ‘90ς σπορ αμφίεση και κάπως μεγάλος για πατέρας. Αναρωτιέμαι αν έχει κι άλλα παιδιά, αν ζει με τη σύζυγό του ή μόλις πήρε το παιδί για το σαββατοκύριακο, αν δεν έχει αλλάξει καθόλου τις αγοραστικές του συνήθειες επειδή μπορεί ή επειδή δεν τολμάει να διακινδυνεύσει να στραβώσει η πρώην και να μην μπει η δεύτερη υπογραφή στο χαρτί. Μπορεί άραγε η διατροφή να οριστεί σε βιολογικά προϊόντα κατ’ αποκλειστικότητα;
Πατέρας και κόρη αποχωρούν και στη σειρά μου στο ταμείο δεν κρατιέμαι και σχολιάζω «φαντάζομαι έχουν πέσει οι πωλήσεις των βιολογικών;». «Όλα έχουν πέσει» μου απαντά η υπάλληλος χωρίς να διακόψει τον ειρμό του check out της. Δεν πέφτω και από τα σύννεφα. Με δύο παιδιά, τα σούπερ μάρκετ έχουν γίνει εδώ και χρόνια ο προσωπικός μου ναός της κατανάλωσης. Αναπόφευκτα, συστηματικά και κατ’ επανάληψη. Κι εγώ όμως, όπως και οι περισσότεροι γύρω μου κρατάω πια μικρότερο καλάθι, λιγότερα χρήματα και κάνω περισσότερους υπολογισμούς. Το χάζεμα της μουστάρδας έδωσε τη θέση του στη σύγκριση των τιμών της μουστάρδας και τα generic προϊόντα φαντάζουν ολοένα και δελεαστικότερα. Νομίζεις ότι δεν μπορείς να κόψεις από την καθημερινότητα. Μετά το κάνεις. Στο ταμείο «μέχρι 10 προϊόντα» γίνεται χαμός. Τα σούπερ μάρκετ αντικαθιστούν τα καλάθια με μεγαλύτερα, με ροδάκια, σε μια προσπάθεια να γεφυρώσουν το χάσμα με τα καρότσια που δεν γεμίζουν πλέον σχεδόν ποτέ. Η φίλη Ν. σταμάτησε να παίρνει μαζί τα παιδιά της στα ψώνια, γιατί κουράστηκε να τους λέει όχι και δεν της έβγαινε το κονδύλι με τα έξτρα. Οι Μ. και Κ. κάνουν εποχιακές επιδρομές σε μεγάλο discount κατάστημα, όπου αγοράζουν μέχρι και σακιά αλεύρι, εξοικονομώντας, όπως λένε, έως και 40% στο οικογενειακό budget. Η Ε. μου τηλεφώνησε προχθές για να μου πει πώς σε κάποιο σούπερ μάρκετ είχαν προσφορά στις πάνες βρακάκια. Πήρα για μένα, για εκείνη και για τη γειτόνισσα από κάτω που συνάντησα στην πόρτα με τη μπέμπα της και έσπευσα να την πληροφορήσω.
Το σίγουρο είναι πως ζούμε αλλιώς. Όταν, το ‘97 ο Δ., φοιτητής στο Λονδίνο, μάζευε χαρτοπετσέτες από τα καφέ για να γλυτώσει το παράδοξα εξωφρενικό κόστος τους στο σούπερ μάρκετ, ήταν διασκεδαστικό, αποδεκτό, ίσως και αυτονόητο. Εδώ όμως δεν κάναμε έτσι. Οι γονείς μας δεν έκαναν έτσι. Ή έστω, κάπου μετά το ‘85, σταμάτησαν να το κάνουν. Τώρα καλούνται να το ξαναρχίσουν. Και όσοι δεν το είχαν κάνει ποτέ, να το μάθουν. Και να το αποδεχθούν. Δεκαπέντε χρόνια πριν βρέθηκα τυχαία στη λαϊκή και αγόρασα 4 μήλα, έτσι, για το κέφι μου. «Για φάρμακο τα θέλεις;» έσπευσε να σχολιάσει ο πωλητής, ενοχλημένος από την ποσότητα. Σήμερα, είναι πολλοί αυτοί που αγοράζουν δύο αγγούρια και τίποτε άλλο και δεν βλέπω κανέναν να παρεξηγείται. Έχουμε όλοι αρχίσει να μπαίνουμε στο νόημα. Γαμώτο.
σχόλια