Με την προτροπή «να κοιτάμε τα ωραία μας μέσα ερείπια» καλοσώρισε ο Δημήτρης Λιγνάδης τους θεατές της προπαράστασης των Βακχών, που δόθηκε χθες το βράδυ στο ασφυκτικά γεμάτο και σε προνομιακή θέση Ευριπίδειο Θέατρο στη Σαλαμίνα. Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε στις μεγάλες απαιτήσεις της αναμέτρησης με ένα τόσο δύσκολο κλασσικό κείμενο και έκλεισε την εισαγωγή του με την απαγγελία του ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη «Το Τρελοβάπορο».
Η παράσταση ξεκίνησε δυναμικά με τον εναερίτη-Διόνυσο να κατεβαίνει στην πόλη της Θήβας και την εντυπωσιακή αποκάλυψη του νέου θεού, με άμεσες αναφορές στο Χριστό, μέσα από τα χέρια ενός πολυεθνικού χορού από βάκχες-νύφες. Στη συνέχεια όμως η παράσταση άρχισε να κάνει κοιλιά και να χάνει την έντασή της. Το πρόβλημα, αντίθετα με τις προβλέψεις, δεν ήταν ο Σάκης Ρουβάς αλλά οι επιλογές του σκηνοθέτη. Στην προσπάθειά του να χωρέσει στην παράσταση μια πληθώρα στοιχείων και πληροφοριών, τη βάρυνε, με αποτέλεσμα να χάσει την έντασή της και να αποδυναμωθούν κάποιες πραγματικά καλές ιδέες.
Ο χορός, στον οποίο ο Ευριπίδης μετά από χρόνια ξαναδίνει πρωταγωνιστικό ρόλο, κυριαρχούσε σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς και χαρακτηριζόταν από μια ζωική ενέργεια, την οποία δεν έχασε ούτε στιγμή. Η παρουσία των αφρικανικών κρουστών ήταν λειτουργική και υπογράμμιζε τα σημεία ενδιαφέροντος. Τα χορικά αποδόθηκαν με ποικιλία εκφραστικών μέσων, που συμπεριελάμβαναν από αναφορές σε παγανιστικές τελετές, ραπ, ομαδικό αυνανισμό μέχρι και κάλαντα! Ο θεατής «πυροβολείται» από αλλεπάλληλα ευρήματα και χάνει τελικά την ουσία την κειμένου.
Κάπου εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το βασικό πρόβλημα της παράστασης. Η ματιά του Δημήτρη Λιγνάδη ταυτίζεται με αυτήν του Πενθέα και οι Βάκχες αντιμετωπίζονται σα μια φιλήδονη ομάδα γυναικών, χωρίς «δεύτερη ανάγνωση». Ο θεατής δέχεται μια «επίθεση λαγνείας», πουθενά όμως δεν αναδεικνύεται το μεταφυσικό περιεχόμενο του κειμένου. Ο Τειρεσίας της Ρούλας Πατεράκη δεν κατάφερε να «περάσει» στους θεατές, δε βοήθησε και η μάλλον αδύναμη, για ανοιχτό θέατρο, φωνή της.
Ο Διόνυσος του Σάκη Ρουβά είναι λαμπερός σαν παντοδύναμος θεός και υπηρετεί την ανάγνωση του Λιγνάδη, ως αντικείμενο λατρείας. Η εμφάνισή του υπό τους ήχους βυζαντινότροπης μουσικής, με χρυσό θώρακα που παραπέμπει σε Παλαιολόγο, είναι εντυπωσιακή. Στις σκηνές που απαιτούσαν ερμηνεία λεπτών αποχρώσεων, όπως η αποπλάνηση-γάμος του Πενθέα με το Διόνυσο, είναι περισσότερο σχηματικός, σε καμία στιγμή όμως δε λειτουργεί σα τροχοπέδη στην παράσταση.
Ο Κάδμος του Γιάννη Καρατζογιάννη έχει χιούμορ στην πρώτη του εμφάνιση και είναι «κουρασμένος» από το βάρος της συμφοράς στο τέλος, με κίνδυνο να μοιάζει υποτονικός. Η Μαρία Κίτσου ως Αγαύη με τη «μεθυσμένη» της ερμηνεία μας στέρησε -και στερήθηκε- την κορύφωση που υπαγορεύει ο συγγραφέας. Αυτή υπηρετείται από το μοιρολόι της Γιώτας Βέη, στιγμή που ενεργοποιεί άμεσα τη συλλογική μνήμη. Ο Πενθέας του Δημήτρη Πασσά δεν κατάφερε να αποφύγει την παγίδα της καρικατούρας και δε βοήθησε το θεατή να ερμηνεύσει τον ψυχισμό του. Η Ελλάδα με τις παραδόσεις της, λατρευτικές και γαμήλιες, κυριάρχουσε. Τα κουστούμια της Εύας Νάθενα ήταν λειτουργικά και χαρακτήριζαν την παράσταση, τα σκηνικά απλά, με το στύλο της ΔΕΗ-τοτέμ να κυριαρχεί.
Όταν ο Διόνυσος σβήνει τα φώτα και αποχωρεί, έχοντας επιβάλλει τη λατρεία του με το σκληρότερο τρόπο, έρχεται η ώρα του απολογισμού. Ο Σάκης Ρουβάς βούτηξε στα βαθιά και ...κολυμπάει. Η μεγάλη προσπάθεια που είναι προφανές ότι καταβάλλει, στο μέλλον ενδέχεται να τον δικαιώσει.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης προσέγγισε το κείμενο με υπερβάλλοντα ζήλο και αρκετά διδακτική διάθεση. Η σκηνοθεσία του είναι επεξηγηματική και μονοδιάστατη, ακόμα και η ιδέα της παράθεσης κάποιων εύληπτων στίχων από το πρωτότυπο, προδίδεται από την άμεση παράθεση της μετάφρασής τους. Σίγουρα δεν είναι οι καλύτερες «Βάκχες» που έχουμε δει, θα είναι όμως οι πιο πολυσυζητημένες και θα φέρουν στα ανοιχτά θέατρα κόσμο που δεν παρακολουθεί τραγωδίες. Είναι κι αυτό κάτι...
Κορίνα Φαρμακόρη
σχόλια