Λέει μια προσωπική παροιμία: «Μη φύγεις από χορό αχόρευτος». Ούτε από φεστιβάλ αχειροκρότητος. Λόγω πληθώρας ταινιών, όμως, πολλοί εκκολαπτόμενοι Τρίερ έμειναν αβράβευτοι. Το Διεθνές Φεστιβάλ πέρυσι είχε και Τέρι Γκίλιαμ, που βραβεύτηκε για το «The Wholly Family». Φέτος είχε μόνο τον μετρημένο υπερνικητή, με τον οποίο τα μίντια, λόγω καταγωγής και νεότητας, εκ των υστέρων υστεριάζουν: Κορίτσια, ο Νεριτάν.
Ο κόσμος χάνεται, αλλά το φεστιβάλ ζει. Και μας οδηγεί σε άλλους κόσμους, ή πιο βαθιά μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο. Όπως είπε o τζέντλεμαν Ιρλανδός κριτής, σε καιρούς με καταιγίδες τέτοια φεστιβάλ είναι σαν ομπρέλες: μπαίνουμε για λίγο από κάτω να προστατευτούμε από τη μπόρα. Η φεστιβαλική ζύμωση και τα λίγα χιλιάρικα των βραβείων είναι ζωτικά για τους μικρομηκάδες.
Μια ομπρέλα οφείλει να χωράει πολλούς. Ο Νεριτάν Ζιντζιρία, όμως, που έμοιαζε με τον μικρό αδελφό του Ματ Ντέιμον, πολυβραβεύτηκε για το «Χαμομήλι» –και στις Νύχτες Πρεμιέρας– θυμίζοντας τη σάρωση των βραβείων από τον Γιώργο Ζώη παλιότερα. Δεν νομίζω ότι ο μεγαλωμένος ελληνικά Αλβανός σάρωσε στο πλαίσιο κάποιας μεταναστευτικής πολιτικής, εφόσον το «Κάβο Ντόρο» του έτερου μετανάστη, Σιαμάντ Ετεμαντή, έμεινε αβράβευτο. Το εντυπωσιακό «Κάβο Ντόρο» επίσης πραγματεύεται την πάλη του ανθρώπου με κάποια μορφή νερού, με τη θάλασσα, ενώ στο Χαμομήλι η γιαγιά αντιμάχεται το χιόνι. Στο Κάβο Ντόρο παλεύει κυρίως ο άντρας με τη γυναίκα, χάνοντας, ενώ στο Χαμομήλι αυτό το θέμα έχει λήξει: ο παππούς είναι ήδη νεκρός. Εντυπωσιακό το τράβελινγκ της κάμερας στην πενθούσα γιαγιά, που ζαλωμένη τον αγαπημένο υφίσταται όλο το βουνίσιο χιόνι, αλλά την κρίσιμη στιγμή, με μια κίνηση, διαχωρίζει τον κόσμο των νεκρών από των ζωντανών. Το μπελαταρικό Χαμομήλι είναι αφαιρετικό στα όρια της Μπιενάλε. (Μπέλα Ταρ: ο μετρ της βραδύτητας, δηλαδή μπροστά του ο Αγγελόπουλος είναι βιντεοκλίπ.)
Το «Αλβανός» είναι ακόμα ρετσινιά στη ρατσίστρια Ελλάδα. Συγκινεί, λοιπόν, όταν λάμπουν αυτοί οι πολίτες «δεύτερης κατηγορίας». Είναι αβόλευτοι, λίγο πιο εργατικοί, ωριμότεροι λόγω κακουχιών: αν δεν παραχωθούν στα λασπερά γκέτο, στραφταλίζουν σαν διαμάντια.
Ο έξω κόσμος, εντός και εκτός ταινιών, ως φύση, κοινωνία, οικογένεια, τσακίζει τους ευπαθείς. Γυναίκες ενοικιάζονται, όπως στο σκοτεινό «Διπλανό Τραπέζι». Άντρες κινηματογραφούνται, μετά την καταστροφή, στο κλειστοφοβικό «REC». Πρίγκιπες συνθλίβονται αντιβασιλικά σε τρυφερή ηλικία, όπως ο «Μικρός Βασιλιάς» του Αλαφούζου. Στο «Doll’s Life» η ‘μικρή πριγκίπισσα’ μισεί πειστικά τη μητέρα και βγάζει στην κούκλα τη σεξουαλική κακοποίηση – άλλη μια καθημερινή ιστορία από αυτές που κανείς, ούτε η μάνα, δεν φανερώνει. Στο «Ghost in the machine» η κακοποιημένη εκδικείται μεταφυσικά με ένα τρακτέρ!
Ο ουρανός δεν είναι τιρκουάζ: είναι χαμηλός, σαν καπάκι φέρετρου. Στο ανατριχιαστικά ρεαλιστικό «11:50» ο θάνατος επικρατεί. Οι «Πεινασμένοι» κανιβαλίζουν. Στους υπαρξιακούς, ευχάριστους «Μακαρισμούς» του Αριστοτέλη Μαραγκού οι νεκροί ψιλοκουβεντιάζουν με τον ζωντανό: προσοχή, οι νεκροί μας βλέπουν. Γιαγιά, αν κοιτάς, ελπίζω ενίοτε να κλείνεις τα μάτια.
Άλλες ταινίες τσουλάνε στο δέρμα σε ρυθμό Intercity, όπως το όλο γλυκιά τσίτα «Λάργκο». Ο σεντιμεντάλ «Άνθρωπος που τάιζε τον ίσκιο του» μας τάισε μαγικό ρεαλισμό, καθώς ο άψογος Ήμελλος συνδιαλεγόταν με τη γοητευτική σκιά του σε χορό βασισμένο στην αργεντίνικη λογοτεχνία. Μαζί με το ατμοσφαιρικό, βασισμένο σε Τσέχωφ, «Τελεφερίκ» και το (αντι)ναρκισσιστικό «Der Spiegel Des Lord Patschog», αποδεικνύει ότι χρειάζεται και ο γραφιάς – υπάρχουν και συγγραφείς, ντε.
Οι ταινίες είναι τίγκα στην αθηναϊκή κρίση. Διότι στην Αθήνα τη νιώθεις πιο βαθιά. «Το DOGumentary» την καταγράφει χιουμοριστικά, κορυφώνοντας με εθνικιστικό κρεσέντο. Η βραβευμένη «Τσέλσι-Μπαρτσελόνα», πειστικά. Ένα ζευγάρι κατοικεί σε εστιατόριο, κουτσοδουλεύει στο Θησείο, πίνει μισοτελειωμένα κρασιά στο «Ρουά ματ». Στο «Ουκ αν λάβοις» γίνεται άγρια τράκα στη γειτόνισσα πριν καταλήξει άστεγη, σε ένα σενάριο καθημερινό πια.
Στο «807» δυο τσακισμένοι ερωτεύονται με χάρη στο λεωφορείο. Στο «The summer after», κάτω απ’ την ταράτσα βλέπεις κανάλια, νερό που λαμπυρίζει στους αθηναϊκούς δρόμους. Το άρτιο «Ιδιότητες του 2» βολτάρει στη Βικτώρια, στα πάρκα, στην παράνοια. Στο «Kiss me lower» δεν υπάρχεις εκτός facebook – αξέχαστη η αρχική σκηνή όπου πηδιούνται μόνο για να το κινηματογραφήσουν. «Παγόβουνο»: εξαιρετικές βουβές σκηνές. «Evergreen»: παραγωγή χολιγουντιανού επιπέδου. «Stone Story»: ευρηματικό και υπερβατικό.
Επιτέλους, καταργήθηκε η καρατόμηση του φεστιβάλ σε digi και φιλμ. Τον Βέντερς άκουσαν, που έλεγε πάνω-κάτω ότι και οι ψηφιακές έχουν ψυχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα 85 ταινίες να στριμωχτούν στο Διαγωνιστικό. 85! Πώς φτιάχνεις ταινίες τσάμπα; Επιστρατεύοντας συγγενείς, δουλεύοντας ο ένας στην ταινία του άλλου – μόνο τον fluffer δεν έχουν κάνει ακόμα οι σκηνοθέτες. (Fluffer: Αυτός που εμ προετοιμάζει το πουλί του πρωταγωνιστή ώστε να πρωταγωνιστήσει σε τσόντα.) Τα τυπικά προσόντα, π.χ. σπουδές, είναι ασήμαντα. Προκόβουν οι πωρωμένοι. Επειδή είναι πιο. Πιο κινητ(ρ)οποιημένοι. Μακάρι να ήταν μεταδοτική σαν πανώλη η αλληλεγγύη των μικρομηκάδων. Στη χαμηλότονη, εκφραστική «Γυναίκα με το πλαστικό λουλούδι», φερ’ ειπείν, έπαιζε η μη-ηθοποιός αδερφή του σκηνοθέτη. Μη-ηθοποιοί και στο πειραματικό «Interview»: με σκανδιναβική αφαίρεση αντιστρέφει παιχνίδια εξουσίας, επισημαίνοντας: όλοι μπορούμε να γίνουμε εξουσιαστικοί κάφροι. Low budget και το ταλαντούχο, εν δυνάμει μπλοκμπάστερ, «Revolving» όπου πρωταγωνιστεί δίχως αμοιβή η γνωστή ηθοποιός Anamaria Marinca.
Είναι ρομαντικό αλλά και θαύμα το πώς ακόμα γίνονται ταινίες στην Ελλάδα.
_____________
11-17/10/2012, «Το Φεστιβάλ Δράμας ταξιδεύει... στην Αθήνα», Ταινιοθήκη της Ελλάδος («Λαΐς», Ιερά Οδός 48, Αθήνα).
www.dramafilmfestival.gr
σχόλια