Και ξαφνικά το πανελλήνιον ασχολείται:
α) Με το εάν ένας κατά συρροήν δολοφόνος, ένας αμετανόητος τρομοκράτης, έχει δικαίωμα να εκδώσει βιβλίο.
β) Με το εάν ένας ομοφυλόφιλος έχει δικαίωμα σεβασμού σχετικά με την ερωτική του ταυτότητα.
Για τι συζητάμε δηλαδή; Για πράγματα αυτονόητα, ελευθερίες κατoχυρωμένες προ πολλού και αναφαίρετες στον δυτικό πολιτισμό.
Κανένα ποινικό δίκαιο καμμιάς δημοκρατικής χώρας δεν στερεί από οποιονδήποτε –όσο ειδεχθή εγκλήματα και αν έχει διαπράξει- την ελευθερία του λόγου. Η άποψη του Δημήτρη Κουφοντίνα σχετικά με τον βίο και την πολιτεία του είναι η άποψη που το ίδιο το δικαστήριο τον κάλεσε να εκφράσει κατά την απολογία του. Κάθε φιλίστωρ πολίτης θα ήθελε να μάθει τι έχει στο μυαλό και στην ψυχή του ο άνθρωπος που έδρασε ως «φαρμακοχέρης» και άφησε στο διάβα του σαράντα σχεδόν νεκρούς. Να μάθει όχι –προς Θεού!- για να τον δικαιώσει ούτε για να τον συγχωρέσει. Μα για να φωτιστεί και από αυτή την οπτική γωνία, την οπτική γωνία του θύτη, η πισώπλατη αυτοχειρία που αποκλήθηκε «απόδοση επαναστατικής δικαιοσύνης».
Δεν επιτρέπεται –λένε- στο εξώφυλλο του βιβλίου του ο Κουφοντίνας να βάζει τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και την πύλη του Πολυτεχνείου. Προσωπικά πιστεύω ότι το πνεύμα της Εθνικής Αντίστασης και του Αντιδικτατορικού Αγώνα την παραμικρή σχέση δεν έχει με την «17 Νοέμβρη». Θα πρόσθετα μάλιστα ότι κατά την μεσσιανική της αντίληψη και την ανθρωποκτόνα δράση της, η «17 Νοέμβρη» μεγαλύτερες εκλεκτικές συγγένειες παρουσίαζει με τους Ναζί και με τους Χουντικούς παρά με εκείνους που τούς αντιστάθηκαν…
Τα σύμβολα ωστόσο, τα λάβαρα του 1941-1944 και η ματωμένη σημαία του Πολυτεχνείου, δεν μού ανήκουν. Δεν ανήκουν στον οποιονδήποτε ώστε να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη χρήση τους. Ή μάλλον ανήκουν σε όλους μας εξ αδιαιρέτου. Όπως σε μια ανοιχτή κοινωνία, ένας άθεος μπορεί να εκδόσει ένα βιβλίο και να εμφανίζει την Παναγία ως πόρνη, αιμομίκτρια, λεσβία και να την εικονίζει και στο εξώφυλλο κι όπως η ενδεχόμενη «ιερά» αγανάκτηση της Εκκλησίας θα μας φαινόταν φαιδρή, έτσι και ο Δημήτρης Κουφοντίνας δικαιούται να αναφέρεται και στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στο Πολυτεχνείο -και στη Μάχη του Μαραθώνα ακόμα- και να διεκδικεί την κληρονομιά τους. Κι εμείς, βεβαίως, μπορούμε να φρίξουμε ή να καγχάσουμε με το αιματηρό -κυρίως όμως πλέον ναρκισιστικό- του παραλήρημα.
Επεισόδιο δεύτερο: Μάς πληροφορεί ο Αύγουστος Κορτώ πως δεν προτίθεται να πολιτευτεί καθώς είναι αφοσιωμένος στα βιβλία του και στον άντρα του. Κατά το τελευταίο σκέλος της, η δήλωσή του θα έπρεπε να περάσει εντελώς απαρατήρητη. Ουδόλως αφορά την κοινή γνώμη η αφοσίωση του καθενός στον άντρα του, στη γυναίκα του, στο παιδί ή στον σκύλο του. Το αληθινά ενδιαφέρον ερώτημα είναι άλλο: Εάν ο Σταύρος Θεοδωράκης ανακοίνωσε την υποστήριξη του Αύγουστου Κορτώ στο «Ποτάμι» δίχως να τον έχει ρωτήσει. (Αλλόκοτο φέρσιμο και ανεπίτρεπτο για έναν επικεφαλής πλέον πολιτικής παράταξης. Ο Θεοδωράκης όμως όλους τούς υπόλοιπους τούς ρώτησε και σεβάστηκε την τυχόν άρνησή τους.) Ή εάν ο Κορτώ ιδιωτικώς υποστήριξε τον Θεοδωράκη και στη συνέχεια δημοσίως τον κρέμασε και τον εξέθεσε.
Βγαίνει την επομένη ένας δημοσιογράφος με εκφορά ουρακοτάγκου, επιτίθεται χυδαιότατα στον Κορτώ και ευτελίζει –όπως συχνότατα συμβαίνει- τη συζήτηση. Και μάς βάζει, εν έτει 2014, να συζητάμε για το εάν κάποιος μπορεί να δημοσιοποιεί την ομοφυλοφιλία του. Ενώ δηλαδή στους κινηματογράφους παίζονται το “Nymphomaniac” και η «Ζωή της Αντέλ», ταινίες-ξυράφια που φτάνουν ως τα έγκατα της σεξουαλικότητας και της ανθρώπινης ψυχής, εμείς τυρβάζουμε περί ζητημάτων οριστικά λυμένων από δεκαετίες. Λες και βρισκόμαστε σε κανένα απομονωμένο χωριό στην άκρη του κόσμου.
Ας μού συγχωρεθεί η πικρία και η οργή. Πρόφτασα όμως να ζήσω σε μιαν άλλη Ελλάδα. Σε μιαν Ελλάδα ευρέων σχετικά οριζόντων, όπου ο καθένας κρινόταν κατά τα έργα του και όχι κατά τις ερωτικές του προτιμήσεις. Όπου ο Χατζιδάκις ήταν μουσικός, ο Τσαρούχης ζωγράφος, ο Κουν σκηνοθέτης, οι όποιες άλλες δε ιδιότητες τους ενδιέφεραν αποκλειστικά τους ίδιους και τον πολύ στενό τους κύκλο. Ούτε εκείνοι τις προέβαλλαν εξωκαλλιτεχνικά ούτε κανείς σοβαρός άνθρωπος διανοούνταν να τις κατακρίνει ή ακόμα και να τις υπερασπιστεί. Διότι απλούστατα δεν εντάσσονταν στον δημόσιο διάλογο.
Πρόφτασα να ζήσω σε μιαν Ελλάδα, όπου δηλώσεις του τύπου «έχω συνουσιασθεί με 9.000 άνδρες» ή «έχω πάει με την μισή Αθήνα» θα καταδίκαζαν όποιον πολιτευόμενο τις έκανε σε ισόβια ανυποληψία. Όχι επειδή επικρατούσε πουριτανισμός. Αλλά διότι επεβίωνε ακόμα η αίσθηση του γελοίου.
Πρόφτασα να ζήσω σε μιαν Ελλάδα που δεν σκιαμαχούσε με φαντάσματα, δεν δημιουργούσε ήρωες και θύματα εκ του μη όντος, κυρίως δε δεν στρουθοκαμήλιζε από τα αληθινά και ζέοντα προβλήματά της παθιαζόμενη με παρωνυχίδες.
Εκείνη την Ελλάδα, που αντιλαμβανόταν την ουσία των πραγμάτων και που μοχθούσε με εντυπωσιακά αποτελέσματα (εάν αναλογιστούμε, μεταξύ των άλλων, τα δυο βραβεία Νόμπελ) να συμμετάσχει στο διεθνές γίγνεσθαι, εκείνη την Ελλάδα σάρωσε η κρίση. Και καταντήσαμε σήμερα σαν τις παλιές κυράτσες στους φωταγωγούς, να ξοδεύουμε χρόνο και φαιά ουσία για φληναφήματα, εκλαμβάνοντας μάλιστα τον επαρχιωτισμό και την εμμονική αυτοαναφορικότητα ως πολιτική ορθότητα.
Εκείνη την Ελλάδα θέλω πίσω. Και είμαι βέβαιος –από έμφυτη αισιοδοξία; από ιστορική γνώση;- ότι θαμμένη στον ορυμαγδό της ασημαντολογίας, εκείνη η Ελλάδα εξακολουθεί να υπάρχει και να δημιουργεί.
Αργά ή γρήγορα, θα αναδυθεί. Αργά ή γρήγορα, θα ξαναπάρει το πάνω χέρι.
σχόλια