Η Μαμά πέθανε. 154 likes, 65 comments.

Η Μαμά πέθανε. 154 likes, 65 comments. Facebook Twitter
38

Είχα μόλις γυρίσει σπίτι. Είχα μόλις θάψει τη μάνα μου. Είχα κλάψει πολύ. Μετά βγήκα να διασκεδάσω. Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν.

Γύρισα  στο σπίτι  λίγο πριν το επόμενο μεσημέρι.

Έπρεπε να ορίσω τον εαυτό μου σε σχέση με τη ζωή. Η μάνα μου ήταν το σημείο αναφοράς, έστω και εάν δεν την είχα σκεφτεί ποτέ σαν  κάτι τέτοιο. Ήμασταν σαν τη Γη και το φεγγάρι. Σχέση απόστασης, εξάρτησης, μαγνητισμού και αμοιβαίας καταστροφής, αποστροφής.

Ό,τι έκανα ήταν ως κάποιο βαθμό, με έναν αδιόρατο τρόπο, συναρτώμενο με εκείνη.

«Πέθανε η μαμά», επανέλαβα δακρύζοντας.

Διπλώθηκα στο κρεβάτι της σαν βρέφος. Επαναλάμβανα  τη λέξη  συλλαβιστά και ασταμάτητα: «ΜΑ-ΜΑ, ΜΑ-ΜΑ, ΜΑ-ΜΑ!»

Στον ήχο αυτής της λέξης εκείνη εμφανιζόταν πάντοτε σαν το τζίνι,  έτοιμη να ικανοποιήσει κάθε παραλογισμό μου. «Μα ήταν τόσο αδύναμη! Πως μπορούσε και έκανε ότι της ζητούσα;  Γιατί έπρεπε να ζητώ από εκείνη;» αναρωτιόμουν ενοχικά.

Το βλέμμα μου έπεσε στις ντουλάπες της. Φαντάστηκα το περιεχόμενο τους. Στην τέρμα αριστερά έβαζε μικροπράγματα. Την άνοιξα με την φαντασία μου και είδα το κουτί με τα ραφτικά, με το οποίο επιδιόρθωνε τα ρούχα μας. Δεν είχα δώσει ποτέ σημασία σε αυτή τη διαδικασία και όμως τώρα που την αναλογιζόμουν μπορούσα να διακρίνω στοιχεία μαγείας. Επισκεύαζε το τίποτα!

Ποτέ δεν είχε αποτύχει και όμως  ποτέ δεν της είχα πει μπράβο. Μπράβο μου έλεγε μόνο εκείνη. «Πόση φαντασία, πόσο πείσμα», αναρωτήθηκα βλέποντας μέσα από τον καθρέφτη εκείνη, να στέκει στην άκρη του κρεβατιού ράβοντας. Δεν μου έδινε σημασία, έκανε σαν να μην υπάρχω.

Κάτω θα πρέπει να είναι το ατμοσίδερο και κάποια από τα παπούτσια της. Μου άρεσε να κρύβομαι εκεί μέσα. Ίσως επειδή δεν με άφηνε εκείνη. «Μου ανακατεύεις τα πράγματα», μου παραπονιόταν. Δεν σεβόμουν καμιά της επιθυμία ή ανάγκη ιδιωτικότητας.

Μπορεί για αυτήν, συγγνώμη, για την μαμά ήθελα να πω, η  συγκεκριμένη ντουλάπα  να ήταν  ένας χώρος ιερός, προσωπικά δικός της. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό σαν ενδεχόμενο.

Στην μεσαία ντουλάπα είχε τα ρούχα της. Μέσα σε πλαστικές σακούλες. Παλιομοδίτικα ταγέρ από την εποχή που ήταν νέα. Ποτέ δεν έγινε μοντέρνα σαν την Άννα την Βίσση. Ο χρόνος για εκείνη είχεσταματήσει τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Τριάντα χρόνια πριν.

Στην ακριανή  είχε τα σεντόνια μας. Δεν μου άρεσαν. Ήταν όλα αγορασμένα από πλανόδιους έμπορους. Ήταν όλα κουρασμένα από μια ζωή τόσο μικροαστική και τόσο απρόσμενα σύντομη.

Στο σπίτι μου είχα μόνο ντιζαινάτα  σεντόνια, σε μια προσπάθεια να δείξω πως το γούστο μου διαφοροποιήθηκε από αυτό εκείνης. Με ενοχλούσε η επιθυμία της να επιβάλει την αισθητική της πάνω μου. Μέχρι και τα δώδεκά μου, με έντυνε όπως ήθελε αυτή. Σαν τον άντρα που θα ήθελε να έχει.

Στη συνέχεια το βλέμμα μου έπεσε στην ανοιχτή πόρτα, η οποία έβλεπε μέχρι το παιδικό μου δωμάτιο. «Κοιμόταν πάντοτε από αυτή την πλευρά, μάλλον για να μας βλέπει, να μας ελέγχει», ψιθύρισα.

Κρατούσε την πόρτα ανοιχτή με ένα δοχείο μεταλλικό νερό για το σιδέρωμα, δεκαετίες τώρα. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να κοιμάται με την πόρτα κλειστή. Όχι ψέματα, το έκανε κάποιες φορές όταν ήθελε να κοιμηθεί και εγώ είχα δυνατά την τηλεόραση.

Και όταν εμείς φύγαμε για σπουδές στην Αγγλία, το δοχείο για πάντα εκεί, να κρατά ανοιχτή την πόρτα!

Όλα εκείνα τα χρόνια μας περίμενε ανυπόμονα λες και θα γυρνούσαμε από βραδινή έξοδο. Όλα εκείνα τα  μοναχικά βράδια θα κοιτούσε ακόμα πιο επίμονα. Πόσες φορές δεν θα σηκώθηκε μέσα στο μισοσκόταδο και το κρύο του χειμώνα για να μας σκεπάσει και αντιλαμβανόμενη πως λείπουμε θα έβαλε τα κλάματα;  Ίσως τότε να έμενε ξύπνια μέχρι το ξημέρωμα περιμένοντας μια «λογική» ώρα για να μας τηλεφωνήσει. Εμείς ή μάλλον εγώ, διαμαρτυρόμουν για το ακατάλληλο της ώρας, της μιλούσα κουρασμένα και ανόρεχτα.

«Τι  ώρα είναι αυτή που παίρνεις, είστε 2 ώρες μπροστά!»

Το έκλεινε χωρίς να πει λέξη.

Μας αγαπούσε με πάθος. Όπως όλες οι μαμάδες άλλωστε.  Η δικιά μου όμως δεν είχε ζωή εκτός από εμάς. Μας αγαπούσε γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει.

Ήταν μια διαρκής απαγόρευση. Ποτέ δεν καθίσαμε στο σαλόνι. Το φύλαγε «καινούριο» για τους γάμους μας, που ήλπιζε να είναι πιο τυχερότεροι από τον δικό της.

Πάντα γκρίνιαζε για να κλείσουμε τον θερμοσίφωνα, να μην τρέχουμε στο μπαλκόνι, να μην βάζουμε τα πόδια στον καναπέ, να μην παίζουμε μαξιλαροπόλεμο, μπουγέλο ...

Ήμασταν όλη της η ζωή και τώρα που δεν υπάρχει, τι είμαστε;

Όλος της ο θάνατος;

Υπήρχαν φορές που ντρεπόμουν για αυτή. Δεν ήταν όσο μορφωμένη μου άξιζε, όσο νέα έπρεπε, όσο όμορφη ήθελα. Δεν ξέρω εάν το καταλάβαινε.

Την σκέφτηκα σαν γυναίκα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντιληφθώ πως ήταν τέτοια.

Ήταν η μαμά μου.

Για κάποιους όμως υπήρξε γυναίκα.

Την σκέφτηκα σαν φίλη κάποιων ανθρώπων, σαν συγγενή άλλων. Θα λείψει και σε αυτούς άραγε;  Μάλλον όχι, δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός άνθρωπος. Ήταν απλή...ήταν σαν όλους.

Τρεις μέρες μετά.

Περιφερόμουν τώρα στους χώρους του σπιτιού μας και περισυνέλεγα μνήμες, εστίαζα στις πιο αδιόρατες λεπτομέρειες ότι δεν είχα εντοπίσει ως τότε. Είδα μουτζούρες στις γωνίες των τοίχων από τα λάστιχα των ποδηλάτων, ξεφτισμένες  κλωστές στις μοκέτες από το κυνηγητό, γρατσουνισμένα πλακάκια από την μπάλα μέσα στο σπίτι, όσο έλειπε.

Σε αυτές τις επιμέρους λεπτομέρειες, σε αυτά τα λάθη, θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει τη ζωή αυτού του σπιτιού. Του δικού μου σπιτιού. Ήταν ενδείξεις πως κάτι συνέβαινε, μην φανταστείτε τίποτα τρομερό, όχι ότι σας πέρασε από το μυαλό.

Χάιδευα με την παλάμη μου  τους τοίχους του χολ. Σε κάποιο σημείο ένιωσα το χέρι μου να αγγίζει μια ρωγμή η οποία δεν ήταν πια εκεί. Είχε κάποια στιγμή διορθωθεί, όχι όμως  για τη μνήμη του σώματος. Η μνήμη της αφής την εντόπισε και την αναπαρήγαγε στο ακέραιο.

Για εμένα όσα στρώματα μπογιάς και εάν την καλύψουν σε αυτό το σημείο θα υπάρχει πάντοτε μια πληγή. Είναι σαν να προσπαθεί  μια υπεραιωνόβια γυναίκα να κρύψει την φθορά του βίου της με παχιές στρώσεις make up. Impossible!

Έμεινα στο σπίτι μέρες. Υπό άλλες συνθήκες θα το είχα κάνει μπουρδέλο και όμως δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη της παρουσίας μου. Τώρα πια το φρόντιζα σαν να ήταν εκείνη. Οι γείτονες με έβλεπαν μέσα από τα τζάμια να πηγαινοέρχομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν χρυσόψαρο σε γυάλα.

Έπλενα τα ποτήρια και τα στέγνωνα όπως εκείνη, σφουγγάριζα με επιμέλεια. Της άναβα το καντηλάκι, πράγμα για το οποίο κάποτε την κορόιδευα. «Δεν υπάρχει θεός, όλα αυτά είναι βλακείες. Είσαι ηλίθια!», της φώναζα.

Προσπάθησα να μαγειρέψω. Είχε συνταγές μόνο για γλυκά. Τα φαγητά η μαμά τα έκανε από μνήμης. Το ίδιο και εγώ. Έφτιαξα το αγαπημένο μου. Έστρωσα το συνηθισμένο εμπριμέ τραπεζομάντιλο. Σέρβιρα στον εαυτό μου και προσπάθησα να φάω. Όχι, δεν θα κατάφερνα να πετύχω το αποτέλεσμά της. Δεν είχε σημασία που δεν ήταν  η πιο καλή μαγείρισσα. Ήταν το φαγητό της μαμάς μου. Μου ήρθε να κάνω εμετό. Το απεγνωσμένο μου  βλέμμα γύρεψε βοήθεια. Μα δεν υπήρχε κανείς να συντρέξει. Άνοιξα την τηλεόραση. Έβαλα να δω ότι θα έβλεπε εκείνη. Όλα όσα κορόιδευα. Ήθελα με αυτόν τον τρόπο να την διατηρώ παρούσα.

Ο ήχος τέλους της σειράς σήμαινε πως θα μπορούσα να πάω στο μπάνιο. Επέστρεψα, διέκρινα με την άκρη του ματιού μου την ημιτελή προσπάθεια κάποιου να κατεβάσει τις κουρτίνες. Μάλλον είχε αποπειραθεί αλλά δεν πρόλαβε. Έφερα τη σκάλα, τις κατέβασα. Δεν την είχα βοηθήσει ποτέ να το κάνει. Ήταν τόσο βαριές είχε δίκιο! Τις έβαλα σε μια λεκάνη. Τις πήγα στο μπάνιο. Επέστρεψα και πάλι. Ποτέ δεν τελειώνουν οι δουλειές σε αυτό το σπίτι διαμαρτυρήθηκα στον παρουσιαστή της τηλεόρασης. Ήταν ο καθημερινός συνομιλητής της, ερήμην μου ασφαλώς.

«Η μαμά ήταν πολύ περήφανη για την καριέρα μου», σκέφτηκα. Δεν ήξερε βέβαια πόσο μαλάκας και σκληρός ήμουν με τους  άλλους ή μάλλον υποψιαζόταν. Και όμως δεν θα με μάλωνε που πούλησα τη ζωή του πιτσιρικά που ήμουν για μια μεζονέτα και ένα αυτοκίνητο. Οι μανάδες είναι οι πιο συμβιβασμένοι άνθρωποι. Να ένα λάθος που κάνουν!

Εγώ ήθελα να είμαι πιο γαμάτος από τους άλλους.

Ποιους άλλους;

Αυτούς που θα με πουλούσαν για ένα αυτοκίνητο και μια προαγωγή, ίσως και για απείρως λιγότερα. Και εδώ που τα λέμε καλά θα μου έκαναν γιατί εάν δεν το έκαναν αυτοί θα τους πουλούσα εγώ.  Μόνο μετά την συντριβή μπορείς να αισθανθείς συμπόνια.

Τώρα πια καταλαβαίνω γιατί ανησυχούσε για το εάν είμαι καλό παιδί. Όλοι πρέπει να είμαστε καλά παιδιά για να βρεθεί κάποιος να μας αγαπήσει όταν εκείνες πεθάνουν.

Ποιος θα με αγαπάει τώρα που δεν υπάρχει αυτή;

Μάλλον κανείς!

Κοίταξα μέσα από το παράθυρο μια μαργαρίτα που άνθιζε στο περιθώριο του μπαλκονιού. Τόσο παλιό ήταν το σπίτι  και τόση η επιθυμία αυτού του λουλουδιού που άνθισε στο τίποτα. Στην σκιά από τα κάγκελα.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγα να το σηκώσω.

«Παρακαλω», είπα. «Παρακαλώ», επανέλαβα... «Ποιος είναι μιλήστε μου», φώναξα κλαίγοντας.

- «Πήρα να δω αν έφαγες το φαγητό σου», νομίζω πως άκουσα.

Ελλάδα
38

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

20 σχόλια
Τα συναισθήματα τόσο έντονα... Κατάλαβα τι σημαίνει ενηλικίωση τις τελευταίες 10 μέρες που έχασα τον πατέρα μου. Τίποτα δεν είναι δεδομένο κ γω τον είχα... Τώρα ψάχνω να βρω τρόπο ν του πω για ακόμα μία φορά πως τον αγαπώ... αλλά τίποτα...
Όλοι όσοι έχουμε χάσει γονιό...περπατήσαμε στις γραμμές του κειμένου σου και χαμογελάσαμε βλέποντας τη μαργαρίτα. Μέχρι που χτύπησε εκείνο το τηλέφωνο ή ακούστηκε μες στο δωμάτιο μια φωνή απ΄το πουθενά. Εκεί ο καθένας μόνος του δακρύσαμε...Να'σαι καλα..
Το μόνο που κάνω ειναι να την αγαπάω και να της το δείχνω με οποίο τροπο μπορώ. Ξερω οτι αυτό θα ειναι η παρηγοριά μου όταν μου φύγει και ο κόσμος θα ειναι πιο άδειος απο ποτε. Είμαστε μαζί κοντά 60 χρονια με τα πάνω αλλα και τα κάτω. Δεν έζησα ποτε χωρίς εκείνη. Αναρωτιέμαι πως θα ξαναβαλω τη ζωή μου σε κίνηση όταν με αφήσει..... Εχω δυο παιδιά και μέσα μου εχω τρεις καρδιές να με πονανε.....Πεστε της πως την αγαπάτε ΤΩΡΑ που σας ακούει..... Της το λέω συνεχώς......
αυτο που εγραψες για την ντουλαπα με τα μικροπραγματα.... Καθαριζα την ντουλαπα της και βρηκα μια παλιομοδιτικη βαλιτσα, την ανοιξα, ειχα μεσα τα πρωτα μου ρουχα ως νεογεννητο, τα πρωτα μου μαλλια που μου εκοψε, με σημειωματακια " 25/3/1983 της εμπαιναν στα ματια", τα δοντακια που αλλαξα, ενα ολοκληρο ημερολογιο οπου εγραφε την παραμικρη μου κινηση απο μωρο..οπως ειπες, σταματησε να ζει για κεινη οταν γεννηθηκαμε, ζουσε για μας.Ποση αγαπη..ενιωσα τοσο αχαριστη για καθε φορα που συγκρουστηκα μαζι της, για τα βαρια λογια και τις φωνες.Τωρα ειμαι κι εγω μαμα και καταλαβαινω. Ανευ ορων παραδοχη, και ατελειωτος ωκεανος αγαπης. Κανεις στον κοσμο δεν αγαπαει σαν την μανα.Τωρα η μαμα μου εχει καρκινο βαριας μορφης, και δεν θα ξαναγυρισει. Δεν μπορω να κλαψω μπροστα της, να μην την τσακισω στα τελευταια, ποσο την αγαπω, δεν μπορω να της το ομολογησω, ποσο ποναω που θα ερθει το τελος και δεν θα της εχω δειξει οτι ειναι και για μενα ο κοσμος μου..
Θελω να σου πω ενα μεγαλο συλλυπητηρια για την μαμα σου και να ξερεις πως αυτο που ηθελε το πετυχε. Να χει ενα καλο παιδι. Σευχαριστουμε που μας αγγιξες και μας θυμισες ποσο απαραιτητη ειναι η μανουλα μας και οσα παιδια δεν την εχουν να την σκεφτονται συνεχεια..
Την έχασα έτσι ξαφνικά πριν λίγα χρόνια. Δεν έχω χάσει ποτέ κάτι τόσο πολύτιμο.Παρ'όλο που η ζωή μου είναι στρωμένη και προχωράω, κάποιες στιγμές τη σκέφτομαι και με πιάνουν τα κλάματα. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι τα 2-3 τελευταία της χρόνια, ήμουν δίπλα της, την έπαιρνα μαζί μου στις διακοπές και της αφιέρωνα όλο το χρόνο μου, μακρυά από φίλους, άλλους συγγενείς και υποχρεώσεις. ήμουν εκεί για εκείνην. Πήγαινα στο πατρικό μου και την έβλεπα, λέγαμε χαζομάρες, γελούσαμε, την έβλεπα χαρούμενη. Βγαίναμε για φαγητό οι δυο μας, μου έλεγε τα δικά της, της έλεγα τα δικά μου.Της πλήρωνα ταξιδάκια με τις φίλες της, κανένα ωραίο ρούχο και κάποιες πολυτέλειες που η σύνταξη της δεν της επέτρεπε να κάνει. Και όχι ότι μου περίσσευαν, αλλά προτιμούσα να στερηθώ εγώ, παρά εκείνη. Της χρωστούσα.Όταν είχα ανάγκη εκείνη ήταν πάντα παρούσα. Τι αξία λοιπόν είχε ένα παραπάνω έξοδο για μένα σε σχέση με το χαμόγελο της ευτυχίας της? Και δεν μιλάω για το υλικό της υπόθεσης, αλλά για την αίσθηση ότι ήμουν εκεί και τη φρόντιζα. Και ότι δεν ξέχασα το υπέροχο χρέος που της είχα.Πιστέψτε με, κάντε το ίδιο και δεν θα το μετανιώσετε. Αφιερώστε λίγο χρόνο στις μανάδες σας. Όταν θα φύγουν θα είναι το μόνο που θα σας παρηγορεί: Ότι τις είδατε να φεύγουν ευτυχισμένες και όχι ξεχασμένες και παραμελημένες.
..ακριβως ετσι. για να ειναι καποιος ιδαιτερος, δικος σου, αγαπημενος, ο καλυτερος, δε χρειαζεται να ειναι 'καποιος', να εχει περγαμηνες, ταλεντα η πτυχια. αρκει που ειναι εκει. και σ'αγαπαει.
Συγκινήθηκα με το κείμενο. Πολύ. Δεν έχω χάσει τη μητέρα μου. Σκέφτηκα να την πάρω (πάλι) ένα τηλέφωνο. Μιλάμε άλλωστε 10 φορές την ημέρα. Μετά σκέφτηκα ότι η δική μου η μάνα όπως και πολλών άλλων δεν είναι αυτή η μάνα που περιγράφεται στο άρθρο. Δεν είναι η μάνα ουραγός ή η μάνα αγκαλιά, αλλά η μάνα κατήγορος και ηθελημένα σε απόσταση. Είναι κρίμα να θυμάμαι από τη δική μου τη μάνα μόνο μία φορά να με αγκαλιάζει παρηγορητικά στην ενήλικη ζωή μου (και είμαι 40). Πιο πολύ απ' όλα λυπάμαι που αν (όταν) τη χάσω, θα αισθάνομαι όπως ο αρθρογράφος γιατί εγώ τουλάχιστον είμαι σαν αυτό το παιδί. Και το σίγουρο είναι ότι είμαι σαν τη μαμά του άρθρου στα δικά μου τα παιδιά.
δεν τις εξιδανικεύω, είναι άνθρωποι όπως όλοι μας. Άλλωστε το κείμενο αντικατροπτίζει τον εσωτερικό κόσμο και τις σκέψεις του παιδιού και όχι της μαμάς.
Δεν έχει να κάνει με την εξιδανίκευση. Περιγράφεις τη "μητέρα", όχι τη μητέρα "μου" ή κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Αποδίδεις συναισθήματα με το κείμενο και εξαιρετικά εύγλωττα. Απλά κάποιες μητέρες επιλέγουν (καλώς ή κακώς) να είναι πιο πολύ γυναίκες, άλλες να είναι πιο πολύ επαγγελματίες, άλλες πιο πολύ δασκάλες και άλλες πιο πολύ δικαστές ...
Εχασα την μαμα μου πριν 9 μήνες. πήγαινα να την δω με τον αδερφό μου στο νοσοκομειο, 3,5 ωρες μακρια από το σπίτι μας και οταν εφτασα μας περίμενε η αδερφή μου για να μας πει πως δεν την προλάβαμε.... με εκανες να κλάψω, προσπαθώ να κλάψω μήνες τωρα. περιγράφεις τόσο όμορφα την μητέρα σου, μοιάζει τόσο της δικής μου... δεν έχω να δωσω συμβουλή, μην την αφήσεις να φύγει από μέσα σου, κράτησε τη και προσπάθησε να πάρεις από εκείνη όσα μπορείς, πιστεψε με θα σου "δίνει" ακόμη και τώρα.
Πριν τελειώσω το κείμενο σήκωσα το τηλ και την πήρα να δω τι κάνει. Έχει πάει στο πατρικό μας να κάνει δουλειές γιατί "έρχεται το καλοκαίρι και θα πηγαίνει κόσμος" δεν θυμάμαι να την έχω ξαναπάρει έτσι, χωρίς να χρειάζομαι κάτι, παίζει να είναι και η πρώτη φορά που το κάνω.Διάβασα τα σχόλια, δεν είμαι ο μόνος που πήρα τηλ, διάβασα τα σχόλια για τις μανάδες που έχουν φύγει, τότε συνειδητοποίησα ότι δεν σκέφτηκα το ίδιο για τον πατέρα μου που τον έχασα πριν 15 χρόνια, ακόμα έφηβος τότε αλλά με δυνατές μνήμες.Αντίφαση η πιθανή απώλεια κάποιου που είναι εν ζωή και η μη έλλειψη κάποιου που λείπει χρόνια. Τελικά ολα θέμα χρόνου είναι. Ναι πόνεσε, ναι θα πονέσει, ναι θα περάσει αλλά ας τους απολαύσουμε όσο και όσους είναι ακόμα εδω δίπλα μας
Όχι, άνθρωπε μου! Χαίρομαι που, μάλλον, έχεις τη μαμά σου! Η περιγραφή της μου θύμισε τόσο τη δικιά μου! Πάντα έχανε σε σύγκριση με τον μπαμπά μου! Τώρα που τον έχασα, καμιά φορά ξεχνώ να την πάρω τηλέφωνο! Ευχαριστώ που μου θύμισες πως υπάρχει στη ζωή μου!
Mα τότε αξίζει διπλά... Εξάλλου, μια μη πραγματική ιστορία μπορεί να είναι πιο αληθινή από μια πραγματική. Μη σου πω ότι είναι και το σύνηθες. Η αλήθεια λάμπει με μυστήριους τρόπους· και ο Θεός επίσης.
Ο χρόνος απαλύνει τον πόνο του κένου που δεν θα γεμίσει πότε. 23 χρόνια έχουν περάσει και ακόμα μου λείπει. Και πόσο θα ήθελα να φωνάξω μαμά..και να είναι εδώ για το ακούσει!
Εδω κλαιμε εμεις που δε την έχουμε χασει. Μη τα διαβαζεις τετοια πραγματα φιλε.... σου τσακιζουν την ψυχολογία στη φαση που εισαι.... :( κριμα και πραγματικα συλλυπητήρια.... και να ξερεις πως δε θα σαι μονος ποτε σου!! Να σου παν ολα καλα...