Θεσσαλονίκη. Νοέμβριος του 2010.
ΠΡΩΙ
Η πλαζ της Αρετσούς θυμίζει πλαζ του ΕΟΤ της δεκαετίας του '70, ίσως επειδή αυτό είναι. Δεν μοιάζει να έχει ανακαινιστεί ποτέ, κανένας δε μπορεί να βγάλει άκρη ποιος έχει την ευθύνη και, καθώς περπατάω σήμερα κάτω από τις ανοιχτές τσιμεντένιες οροφές κοιτάζω συνέχεια πάνω με αγωνία. Το να ξεκολλήσει και να πέσει κάποιο κομμάτι τσιμέντου πάνω μου ακούγεται σχετικά απίθανο, αλλά όχι απολύτως απίθανο. Είναι σίγουρο πως αν κάποιος αναλάμβανε να εκσυγχρονίσει την πλαζ θα είχαμε μπροστά μας ένα υπέροχο μέρος. [Είναι η τελευταία οργανωμένη πλαζ της Θεσσαλονίκης. Έκλεισε το 1977.]
Τώρα είναι όλα λίγο θλιβερά, μελαγχολικά, ό,τι πρέπει: φθινόπωρο στη θάλασσα. Έχω έρθει προετοιμασμένος: στο ipod πέρασα μερικά ηχητικά βιβλία για να ακούω στ' ακουστικά. Κάθομαι σε μια καρέκλα στο μισοπαρατημένο αναψυκτήριο και πατάω πλέι (ξεκινάω με διηγήματα του Ντέιβιντ Σεντάρις).
Πριν περάσει πολλή ώρα εμφανίζονται τρεις παππούδες που ξεγυμνώνονται εντελώς και φορούν κάτι κολλητές στολές. Ρίχνονται στη θάλασσα. Όταν βγαίνουν ξεπερνώ τη συστολή μου και τους πιάνω κουβέντα. Ναι, είναι χειμερινοί κολυμβητές, κολυμπούν εδώ από νέοι, ένας μάλιστα και από παιδί.
"Τότε όλοι κολυμπούσαν εδώ" λένε, "στην Αρετσού έρχονταν ωραίες κοπέλες απ' όλη την πόλη. Όλο το καλοκαίρι το διασκέδαζαν εδώ, το νερό ήταν καθαρό, όχι και ό,τι καθαρότερο υπήρχε αλλά κανένας δε δίσταζε να μπει. Ενώ σήμερα διστάζουν όλοι". Και εγώ.
Οι παππούδες σχολιάζουν ότι κάθομαι για πολλή ώρα εκεί και δεν κάνω τίποτα. Πού να ήξεραν ότι έχω σκοπό να κάτσω μέχρι το βράδυ, για να γράψω το βιωματικό χαζορεπορτάζ μου...
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Ακούω τώρα τις Περιπέτειες των Μυστικών Επτά στ' ακουστικά και ενώ κοιτάζω τη θάλασσα και τα κύματα φαντάζομαι πως είμαι 10 ετών, όσο δηλαδή και οι Μυστικοί Επτά: στην ιστορία αναζητούν τους εγκληματίες που έκλεψαν ένα σωρό σκυλάκια. (Τα κρύβουν σε μια καταπακτή.)
Τα χαριτωμένα σκυλάκια υπάρχουν μόνο στα ακουστικά, μιας και στην πραγματικότητα, στην περιοχή κόβουν συνέχεια βόλτες ομάδες τεράστιων ζώων. Κάτι σκύλαροι να, που είτε κυνηγούν θηλυκές με κακό σκοπό είτε έρχονται και με περικυκλώνουν. Θυμάμαι ότι δεν πρέπει να δείξω φόβο, αγχώνομαι πωςν αν οι σκύλοι μυρίσουν το άγχος μου θα μου επιτεθούν. Κάθε φορά που με πλησιάζουν προσπαθώ να το παίξω αδιάφορος, τους λέω γλυκόλογα και σκέφτομαι με αγάπη τη μαμά μου, για να ηρεμήσω.
Προσέχω επίσης να μην τρέχω, μια φορά που περπάτησα πιο γρήγορα δυο σκύλοι με κυνήγησαν και χρειάστηκε να μείνω ψηλά, σε εκείνο το μαραφέτι της παιδικής χαράς για πέντε λεπτά (που μου φάνηκαν αιώνας) μέχρι να φύγουν.
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά και στο μικρό λούνα παρκ που ετοιμάζεται να κλείσει για χειμώνα υπάρχουν τα τελευταία παιδάκια. Όλα αυτά που μπορείς να κάνεις εκεί είναι πολύ μπεμπε και φοβάμαι ότι αν παρακολουθώ τα τεκταινόμενα εκεί για πολλή ώρα οι γονείς θα με υποψιαστούν για τα χειρότερα. Παρ' όλα αυτά, σαν υπερμεγέθης μπέμπης, μπαίνω μόνος στα συγκρουόμενα και μετά χοροπηδάω στο τραμπολίνο.
Το θέαμά μου στο τραμπολίνο (υπέροχη εμπειρία) κάνει κι άλλα παιδάκια να θέλουν να ανέβουν κι αυτά και σύντομα χοροπηδούν όλα γύρω μου καθώς απ' τα ηχεία ουρλιάζουν τα Ζουζούνια.
Χτυπάω κατά λάθος ένα κοριτσάκι, αυτό κλαίει, ο μπαμπάς της κατηγορεί εμένα, η μαμά της κατηγορεί το κοριτσάκι, μετά ο μπαμπάς της κατηγορεί τη μαμά της.
Μετά, ανεβαίνω στο τρενάκι και στο μύλο αλλά ήταν τόσο μικρά τα βαγόνια και έμοιαζα τόσο παράταιρος που ντρεπόμουν (έλα όμως που στον ενθουσιασμό μου στην αρχή είχα αγοράσει πέντε μάρκες και ήθελα να τις ξοδέψω).
Φεύγω χωρίς να πολυθέλω και αρκετά ανόρεχτα, αλλά όχι περισσότερο ανόρεχτα απ' ό,τι τα υπόλοιπα παιδιά: τα παρακολουθώ ξαπλωμένος στην άμμο μπροστά στη θάλασσα. Οι γονείς τα σέρνουν με το ζόρι έξω απ' το λούνα παρκ, τα παιδιά ουρλιάζουν και κλαίνε παρακαλώντας να μείνουν «πέντε λεπτά ακόμα». «Δε σε ξαναφέρνω άλλη φορά», λένε συνήθως οι εκάστοτε γονείς, «σε έφερα να διασκεδάσεις κι επειδή μείναμε μόνο δυο ώρες εσύ κλαις; Αχάριστο!».
Πηγαίνω προς το θερινό σινεμά Άυρα. Οι αφίσες δείχνουν τις ταινίες που παίχτηκαν το καλοκαίρι. Θμάμαι παλιότερα που όλα τα κανονικά σινεμά -μέχρι και το 2000 ήταν δεκάδες στην πόλη- έγραφαν «Ραντεβού το Σεπτέμβριο», εδώ, όπως είναι φυσικό, λέει ραντεβού τον ιούνη.
Λίγο πιο πάνω οι προεκλογικές αφίσες της Καλαμαριάς: ο φωτοσοπαρισμένος Δήμαρχος Μπακογλίδης σίγουρος πως θα ξαναβγεί και δίπλα ο φωτοσοπαρισμένος Χάρρυ Κλυνν που, χαμογελαστός, κατακεραυνώνει το μνημόνιο και τους εθνομηδενιστές...
ΒΡΑΔΥ
Μερικά παιδάκια συνεχίζουν να παίζουν στην παιδική χαρά όταν μια παρέα μεταναστών έρχεται εκεί, λίγο μετά τη δύση του ηλίου. Οι άντρες πίνουν μπίρες και γελούν. Μια μητέρα παιδιού, με κουτσά αγγλικά τους ρωτάει από πού είναι. Απ' το Πακιστάν. Και πού μένουν; Στη Δυτική Θεσσαλονίκη, στο ίδιο σπίτι. Δέκα άτομα στο ίδιο σπίτι; Δεκατρία, οι τρεις είναι άρρωστοι και δεν ήρθαν στην πλαζ. Πώς και διάλεξαν την πλαζ; Επειδή είναι δωρεάν και έχει ωραία ατμόσφαιρα.
Η ατμόσφαιρα είναι όντως ωραία, αν και η ψύχρα είναι πλέον αισθητή.
Έφηβοι έρχονται και παίζουν μουσική με τα κινητά τους (οι αναμνήσεις με κατακλύζουν, κι εγώ εδώ μεγάλωσα, κι εγώ εδώ ερχόμουν με τις παρέες, θυμάμαι τότε που αντί για iphones φέρναμε κασετόφωνα, θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα εδώ το Losing My Religion.)
Κρυφακούω τι μουσικές ακούν και νιώθω 70 χρονών. Αλλά και 15 χρονών.
Ταυτόχρονα.
*Η στήλη 'Μια Μέρα στην Πόλη' δημοσιευόταν στο έντυπο Παράλλαξη την περίοδο 2009-10. Οι μίνι-αποστολές μου δεν είχαν ψηφιοποιηθεί ποτέ, μέχρι σήμερα.
σχόλια