"Μην τους δώσεις δεκάρα", με προειδοποιεί μια καλοντυμένη μεσήλικη κυρία με το ένα πόδι στο σούπερ μάρκετ. ''Θα τη χαλάσουν σε κρασί στο πι και φι''.
Μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού, ο Χρήστος Γκαμπριέλ και ο Γιάννης Λουμποβίτσκι εγκατέλειψαν το Ανατολικό Μπλοκ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Νόμιζαν ότι θα την βρουν στην Ελλάδα. Αλλά όπως πολυάριθμοι άλλοι μετανάστες βρίσκονται σήμερα κυριολεκτικά στους δρόμους. Βουτάνε στους σκουπιδοτενεκέδες, κοιμούνται σε παγκάκια και με απλωμένο το χέρι βγάζουν και αυτή τη μέρα, εκφράζοντας, όταν κουβεντιάζεις μαζί τους, μια παράδοξη νοσταλγία για τις μέρες των Σοβιέτ.
Στο Λόφο του Σκουζέ, ένα ζευγάρι φτωχοντυμένων αντρών μοιράζονται το σκαλοπάτι που βρίσκεται απέναντι από ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Οι άντρες, Πολωνοί και οι δυο, αποχωρίζονται το σκαλάκι μόνο για να πλησιάσουν τους διαβάτες και να ζητήσουν ψιλά. Περιμένουν εδώ, μέχρι το σούπερ μάρκετ να κατεβάσει τα στόρια και να πετάξει το αχρείαστο εμπόρευμα. Πάνω από τα πεταμένα και ληγμένα προϊόντα, άγριοι καβγάδες ξεσπάνε, ανάμεσα στις αμέτρητες ομάδες νεόφτωχων· οι Πολωνοί, συχνά ορμάνε να για προλάβουν τους άλλους πολυάριθμους ανταγωνιστές της περιοχής και κυρίως τους τσιγγάνους, που με τις τρίτροχες σακαράκες τους εποπτεύουν την περιοχή και συνήθως ψαρεύουν το καλό εμπόρευμα πρώτοι.
Οταν κατέφτασε παράνομα στην Ελλάδα δυο δεκαετίες πριν, ο Λουμποβίτσκι, σήμερα 43, ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον από εκείνο που η Πολωνία—αγωνιζόμενη να προσαρμοστεί σε μια μετα-κομμουνιστική εποχή—μπορούσε να προσφέρει. Τελικά, ο ίδιος και ο σύντροφός του Γκαμπριέλ, ζουν πλέον φτώχεια δριμύτερη από εκείνη από την οποία επιχείρησαν να ξεφύγουν. Περνούν τις μέρες τους επαιτώντας και τις νύχτες τους στα παγκάκια των πάρκων. Η καθημερινή επιβίωσή τους εξαρτάται από τα συσσίτια της Εκκλησίας , τους κάδους απορριμμάτων και τις δημόσιες βρύσες -ενώ μια φορά τη βδομάδα κατηφορίζουν στα δημόσια λουτρά της Πλατείας Κουμουνδούρου, για να κάνουν μπάνιο.
“Μην τους δώσεις δεκάρα”, με προειδοποιεί μια καλοντυμένη μεσήλικη κυρία με το ένα πόδι στο σούπερ μάρκετ. ‘’Θα το χαλάσουν σε κρασί στο πι και φι’’. Αν και σκληρή, λέει αλήθεια: η αναπνοή των αντρών μυρίζει αλκοόλ, τα μάτια τους είναι θολά και κόκκινα κι από την τσάντα του Λουμποβίτσκι—η γυναίκα το καταγγέλλει!—ξεπροβάλλει ο λαιμός ενός μπουκαλιού.
Ένας στους είκοσι μετανάστες στην Ελλάδα είναι αδήλωτος. Αρκετοί από αυτούς, ανάμεσά τους και οι Λουμποβίτσκι και Γκαμπριέλ,ονομάζουν πρώτη πατρίδα το πρώην Ανατολικό Μπλοκ. Οι ελπίδες τους, να πιάσουν την καλή εξανεμίστηκαν, ταυτόχρονα όμως έχουν γίνει οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του ευτελούς ελληνικού success story που κατάντησε Greek tragedy.
Κι αλλού υπάρχουν μετανάστες, σε λίγα όμως άλλη κράτη της Ευρώπης ο εθνικισμός και η ξενοφοβία έχουν κερδίσει τόσο έδαφος όσο εδώ. Εμφανές παράδειγμα αυτών των τάσεων είναι και η ραγδαία άνοδος της Χρυσής Αυγής, που από το πενιχρό 0,07 που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 1996, εκτινάχτηκε στο 7% στις εκλογές του 2012 ενώ κατάφερε να κερδίσει το 16% των Αθηναίων ψηφοφόρων στις δημοτικές εκλογές του Μάη. Στην στρατηγική ατζέντα της Χρυσής Αυγής οι μετανάστες αποτελούν ξεκάθαρα εισβολείς, ένα είδος ασύντακτου στρατού που θέλει να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό της χώρας και να διαφθείρει τον “καθαρό’’ Έλληνα.
“Δεν φτάνει που είχαμε τους Αλβανούς, Πακιστανούς, Αφρικανούς και Ανατολικοευρωπαίους’’, απαριθμεί η μεσήλιξ κυρία που βγαίνει πια από το σούπερ μαρκετ και προτιμάει την ανωνυμία, “τώρα έχουμε και τις γύφτικες συμμορίες’’. Κάποτε εδώ έμεναν καλοβαλμένες στρατιωτικές οικογένεις, τώρα πήζει από μετανάστες που ανεβάινουν από την Πλατεία Αττικής και του Κολωνού.
“Για αυτό μας βάλανε στην Ευρώπη… Για να κρατήσουμε εμείς τους τριτοκοσμικούς μακριά τους’’, ολοκληρώνει η κυρία.
Ψηλόλιγνος και γκριζομάλλης, ο Γκαμπριέλ κουτσαίνει χαρακτηριστικά και μιλά με μια παχιά Σλάβικη προφορά. Με τα λιγοστά Ελληνικά του, δηλώνει υπερήφανα ότι πρόσφατα ανακάλυψε μια κρυψώνα: ένα μικρό αυλάκι που σχηματίζεται στον ακάλυπτο μια νεόδμητης πολυκατοικίας, όπου και μπορείς να τον δεις να κοιμάται στο πεζοδρόμιο. Λίγους μήνες πριν, οι δυο τους και μια παρέα άλλων Πολωνών είχαν κάνει κατάληψη σε ένα παρατημένο σπίτι πιο κάτω στον Κολωνό, αλλά ο ιδιοκτήτης τους πέταξε έξω και ξανάβαψε το σπίτι του.
Ο Γκαμπριέλ μετρά στην Ελλάδα 12 χρόνια. Στην Πολωνία, βίωσε γερά το σοκ της μετάβασης από το κομμουνιστικό μοντέλο στο καπιταλιστικό. Η μετασοβιετική Πολωνία προσπάθησε να αναμορφώσει την οικονομία της, ελκύοντας επενδυτές, ιδιωτικοποιώντας τις βιομηχανίες άνθρακα και ατσαλιού και απλοποιώντας τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Χάρη στην διαφαινόμενη τότε οικονομική ανάπτυξη και το ολοένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, η πίστωση έρρεε άφθονη προς τα πολωνικά νοικοκυριά. Ο Γκαμπριέλ ήταν τότε ανθρακωρύχος. Αποφάσισε να δανειστεί για να χτίσει ένα διώροφο σπίτι στη πόλη του Κάτοβιτς στα νότια της Πολωνίας , όπου θα στέγαζε τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του.
Το Πολωνικό “θαύμα”, ωστόσο, δεν κατάφερε νε μειώσει τα υψηλά επίπεδα ανεργίας της χώρας -και μια μέρα βρέθηκε άνεργος. Πράγμα που συνεχίστηκε καιρό. Ο Γκαμπριέλ άρχισε να παραλύει αντιμέτωπος με μια μια υποθήκη ύψους 50.000 ευρώ. Τρομοκρατημένος, μετανάστευσε στην Ελλάδα το 2002. Σήμερα, 50.000 Πολωνοί μετανάστες ζούνε εδώ. Μερικοί κατάφεραν να ενταχθούν στο νέο περιβάλλον. Ο Γκάμπριελ όχι. Έχει να δει τα παιδιά του από τότε.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ό,τι η πτώση στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση έχουν ξυπνήσει μνήμες ξεχασμένες στα βάθη του χρόνου, μνήμες Κομμουνισμού και υποταγής στα δόγματα των Σοβιέτ.
Η σημερινή Ελληνική πραγματικότητα, με μια οικονομία στον έβδομο χρόνο ύφεσης, έχει εξαντλήσει φυσκά κάθε ελπίδα για τους Γκαμπριέλ και Λουμποβίτσκι. Στα συμβάντα της Μανωλάδας και στις προειδοποιήσεις για δημόσια βόμβα υγείας στο κέντρο της Αθήνας —τώρα προστίθεται και ο εφιάλτης του Έμπολα. Η χώρα είναι ανήμπορη να ελέγξει τα μεταναστευτικά ρεύματα που της φόρτωσε η Συνθήκη του Δουβλίνου με τις ευλογίες πάντα των Εταίρων.
Από το 1990 και μετά που η Ελλάδα άρχισε να χάνει τον ομοιογενή χαρακτήρα που μέχρι τότε διέθετε και από το πρώτο κύμα μετανάστευσης από τα Ανατολικά της Ευρώπης, έχει ακολουθήσει ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης από την Αφρική και την Ασία, οδηγώντας σε μια κλιμάκωση τους αντιμεταναστευτικού συναισθήματος στον ευρύτερο πληθυσμό. Η Ελλάδα φαίνεται ότι εναγκαλίζεται πλέον τον τίτλο του πλέον ρατσιστικού κράτους της Ευρώπης, αν και ο τίτλος είναι λίγο άδικος όταν λοιπές υποψήφιες για τον τίτλο είναι η Σουηδία ή η Ελβετία-- χώρες με υγιείς οικονομίες, προστατευμένες και ευνοημένες από τη γεωπολιτική τους θέση και από την Ευρωπαϊκή ιεραρχία συμφερόντων.
Αυτές τις μέρες ο Γκαμπριέλ είναι σε επιφυλακή όχι για να μην τον απελάσουν—από τότε που υπεγράφη η συνθήκη Σένγκεν, οι Πολωνοί πολίτες μπορούν να έρχονται και να απέρχονται όποτε θέλουν μέσα στα πλάισια της ελεύθερης κίνησης των πολιτών και των κεφαλαίων—αλλά από φόβο μην τον πιάσουν για τα χρέη που έχει στην τράπεζα της πατρίδας του. Διηγείται ότι οι αστυνομικοί όποτε τον βλέπουν, τον προσπερνάνε κι ας είναι τα “λημέρια” του δίπλα στο αστυνομικό τμήμα του Κολωνού.
Η αλήθεια είναι ότι οι μετανάστες από Ανατολική Ευρώπη βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση από εκείνους από την Ασία και την Αφρική. Κάποιες βδομάδες πριν ο Λουμποβίτσκι αναφέρει ότι στην περιοχή της Ομόνοιας έγινε αυτόπτης μάρτυρας ξυλοφορτώματος μετανάστη από άντρες ντυμένους με μαύρα.Το ξύλο έπεσε σε κοινή θέα. Τέσσερις αστυνομικοί ήταν γύρω αλλά αδιαφόρησαν.
“Τους μαύρους κυνηγάνε, όχι εμάς”, λέει ο Λουμποβίτσκι κι εννοεί τους Πακιστανούς, Αφγανούς, Σύριους, Μπανγκλαντεσιανούς, Σομαλούς, Ερέτριους κ.α. που αποτελούν τις πιο πολυπληθείς μειονότητες Ασιάτικων και Αφρικανικών φυλών στην Ελλάδα.
“Ήταν γίγαντες... τεράστιοι”, συνεχίζει ο εξωστρεφής Λουμποβίτσκι που γεμίζει τις σιωπές του λιγομίλητου Γκαμπριέλ με σπαστά Ελληνικά, “ Αν ένας από αυτούς μου δώσει μια μπουνιά θα μου φύγει το σαγόνι...”.
“Δεν ήταν σωστό...”, καταλήγει, “...είμαστε όλοι άνθρωποι”.
Στο μεταξύ, μια παρέα νεαρών κατηφορίζει το δρόμο και βρίσκει τους δυο άντρες καθισμένους στα σκαλοπάτια απέναντι από το σούπερ μάρκετ με ένα μπουκάλι κρασί παραμάσχαλα.
“Θα σας δώσω δέκα μπουκάλια μπύρα, αν κλωτσήσετε την πόρτα (δείχνει ένα αυτοκίνητο)”, προτείνει ένας ξανθωπός εικοσάρης.
“Δέκα ακόμη από εμένα αν τραγουδήσετε”, δεύτερη πρόταση από έναν γιγαντόσωμο νεαρό παιδί με έντονη καμπούρα.
Ο Λουμποβίτσκι σκάει στα γέλια και δηλώνει ότι δεν μπορεί να το κάνει. Ο Γκαμπριέλ σαν να μην έχει καταλάβει και πολλά.
Οι νεαροί φαίνεται να γνωρίζουν τους Πολωνούς. Είναι παιδιά μεταναστών και οι ίδιοι, της πρώτης γενιάς Αλβανών που κατέφτασαν στην Ελλάδα μετά την διάλυση του Κομμουνισμού. Σήμερα, από τις χώρες που δεν έχουν ενταχθεί στην ΕΕ, η Αλβανία αποτελεί εκείνη με τα υψηλότερα ποσοστά παράνομης εισόδου στην Ελλάδα καθώς το 1/3 του συνόλου των παράνομων μεταναστών κατέρχεται από την Αλβανία, ενώ το Αλβανικό κομμάτι είναι και το πιο πολυάριθμο μειονοτικό κομμάτι στη χώρα γενικότερα.
Η συνάντηση με τους νεαρούς Αλβανούς θυμίζει κατά περίεργο τρόπο στον Λουμποβίτσκι την δεκαεφτάχρονη κόρη του, ονομάτι Δέσποινα (έχει απαστεί την Ορθοδοξία και αυτός και η κόρη του σύμφωνα με τη μαρτυρία του). Όσο για τη γυνάικα του, η σχέση τους έληξε άδοξα. Ήρθε κι αυτή ατην Ελλάδα εις άγραν του Greek dream, και βρήκε άλλον άντρα..
“Είχαμε ένα καβγαδάκι...”Παρεξηγηθήκαμε λίγο κι η γυναίκα μου πήρε το παιδί μου κι έφυγε”, λέει μουδιασμένος.
“Έχω να δουλέψω πέντε χρόνια ...ήμουν οικοδόμος...” συνεχίζει —Ο κατασκευαστικός τομέας έχει συρρικνωθεί στο μισό από το 2009— “…είμαι πλανόδιος όλα αυτα τα χρόνια, τη βγάζω στα παγκάκια” ολοκληρώνει χωρίς συναίσθημα στη φωνή.
"'Η μάνα μου με παίρνει όλη μέρα τηλέφωνο να γυρίσω στην Πολωνία...Εγώ είμαι όμως στην Ελλάδα από τότε που μπήκα στα 18, εδώ έχω μάθει, πώς να ξαναρχίσω πάλι τώρα; Άσε που μου λείπουν 85 ευρώ να ανανεώσω το διαβατήριο και 200 για το ταξίδι".
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η πτώση στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση τους έχει κάνει να νοσταλγούν τις μέρες του κομμουνισμού.
Αυτός ο “εξαγνισμός”του Κομμουνισμού είναι έκδηλος στους Πολωνούς πολίτες άνω των σαράντα ετών, σύμφωνα με έρευνα του Ιντούτου Pew του 2009. Ενώ όσοι είναι κάτω των σαράντα δηλώνουν υπέρμαχοι των μεταρρυθμίσεων που έκανε η χώρα τους τις δυο τελευταίες δεκαετίες, οι μεγαλύτερες γενιές ειναι πιο συγκρατημένες. Κάποιοι εχθρεύονται το τότε καθεστώς: μιλάνε για παντελή έλλειψη ελευθερίας αλλά και για συχνές ελλείψεις τροφίμων και ειδών υγιεινής, για αδιάκοπη προπαγάνδα υπέρ των Μαρξιστικών-Λενινιστικών θέσεων, για την καταθλιπτική μονοτονία της Σοβιετικής ζωής. Άλλοι όμως, μεταξύ των οποίων οι Λουμποβίτσκι και Γκαμπριέλ, τονίζουν τα “καλά”: ότι οι λέξεις άνεργος και άστεγος ήταν αγνωστες τότε, ότι οι μισθοί δεν ήταν—φερειπείν—σαν τους Αμερικάνικους αλλά το κόστος ζωής ήταν αμελητέο και ότι το Σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα σκόραρε επανειλημμένα στα καλύτερα του κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί Πολωνοί μετανάστες προχωρούν σε επαναπατρισμό. Ο Λουμποβίτσκι έχει μια μητέρα που είναι μαγείρισσα· συχνά αναπολεί την κουζίνα της και πιο πολύ ακόμη του λείπει η κόρη του και το χωριουδάκι του του έξω από τη Βαρσοβία αλλά δεν θέλει να επιστρέψει.
“’Η μάνα μου με παίρνει όλη μέρα τηλέφωνο να γυρίσω στην Πολωνία...Εγώ είμαι όμως στην Ελλάδα από τότε που μπήκα στα 18, εδώ έχω μάθει, πώς να ξαναρχίσω πάλι τώρα; Άσε που μου λείπουν 85 ευρώ να ανανεώσω το διαβατήριο και 200 για το ταξίδι”.
“Όμως ξέρω από μηχανές όλων των ειδών”, ξαναπαίρνει τα πάνω του ο Λουμποβίτσκι. “Μπορεί να βρω όπου να’ ναι καμιά τέτοια δουλειά. Ξέρω καλά την τέχνη”, διαβεβαιώνει τον εαυτό του.
Σιγά σιγά οι υπάλληλοι του σούπερ μάρκετ βγαίνουν έξω για να πετάξουν τις σακούλες με το αχρείαστο εμπόρευμα. Τα μάτια του Yannus Lubovicki αστράφτουν και προτού προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του για τα μελλοντικά επαγγελματικά του σχέδια έχει βάλει πλώρη για έναν κάδο στον οποίο μόλις προσγειώθηκε μια σακούλα μαναβικής. Ο Yaroslav Gabriel έχει ξαναζωντανέψει κι αυτός. Πρέπει να προλάβουν τους τσιγγάνους.
σχόλια