(Η σκηνή διαμείβεται ανάμεσα στον ψαρά Γιάννη και την απολεσθείσα κόρη του, την οποία ξαναβρίσκει, μετά από 10 χρόνια, μέσα στην κοιλιά ενός κήτους που ψάρεψε. Η κόρη, το σκαμπρόζικο και ελαφρώς ξερόλικο Ριτσάκι, έχει δει πολλά ταξιδεύοντας, μέσα από το στόμα του κήτους όταν αυτό κοιμάται – και φυσικά γαλουχεί μετ’ επιτάσεως τους πτωχούς τω πνεύματι γονείς της. Δεν θα ξεχάσω την παράσταση της Στοάς, πριν από δεκαετίες, όταν στον ρόλο του Ριτσακίου εμφανίστηκε στη σκηνή ο Κωνσταντίνος Τζούμας, γυμνός, πανύψηλος και αδύνατος, τυλιγμένος με ψαράδικα δίχτυα και αχηβάδες στα μαλλιά. Ήταν από τις πιο ευφορικές, ελεύθερες και αβίαστες παραστάσεις που έχω δει, καθαρό θέατρο που δεν χανόταν στη μετάφραση, γιατί είχε αυτοπεποίθηση, κείμενο και έρμα. Αλλά κι εμείς τότε δεν ήμασταν οι σπασμένοι καθρέφτες που γίναμε. Ήμασταν πιο βαθείς, αλλά και πιο μονόχνοτοι, πιο Γιάννηδες, παρά Ριτσάκια. Enjoy!)
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Πες μας, ποιες χώρες γύρισες, ποια μέρη τριγυρνούσες
εις του ιχθέως την γαστήρ την σκοτεινή που ζούσες;
ΡΙΤΣΑΚΙ:
Γνώρισα χώρας διάφορους, Ευρώπης και Ασίας,
της Αυστραλίας, Αφρικής και της Πολυνησίας.
Εις Μογγολίαν έφτασα και στο Θιβέτ επήγα
αλλ’ όσα να σας πω δι’ αυτά, πάλιν θα είναι λίγα.
Συνήθως με πανσέληνον παρέπλεε το κτήνος
με στόμα ημιάνοικτον, δίκην μιας φινιστρίνος
και εις τα ρέμβη της νυκτός, αλαφροπερπατούσα,
έφτανα ως το στόμα του και τις ακτές κοιτούσα.
Κι ενώ εκείνο χώνευε κι οι οφθαλμοί του κλείναν,
παρηκολούθουν άγρυπνος και γνώρισα την Κίναν.
ΦΑΥΣΤΑ:
Πώς είν’ τα πράγματα εκεί; Υπάρχει εργασία;
ΡΙΤΣΑΚΙ:
Οι άνθρωποι φιλόξενοι, αλλ’ έχει υγρασία.
Πάρα πολλαί ασθένειαι το πλήθος το μαστίζουν
φορούν μακροσκελείς χιτών και ρύζι συνηθίζουν.
Είδα καλύβας πτωχικάς με τους ψαράς εντός των
κιτρίνων την εμφάνισιν, αλλά πολύ ευρώστων,
να τρώγουν σούπας κακαβιάς με γκέισας στο πλάι,
μπαλώνουσαι τα δίκτυα των ή και ροφώντες τσάι.
Της χώρας δε το μέγεθος διπλάσιον Ελλάδος,
Κράτος υποανάπτυκτον και διοικεί Μικάδος.
Σύμπας σχεδόν εκ των κρατών που είδα παραπλέον
ή οι Μικάδοι κυβερνούν ή άρχουν βασιλέων.
Κι οι πλούσιοι που ζουν εκεί πάντα απαλλαγούνται,
oυδείς – κανείς τους ενοχλεί και δεν φορολογούνται.
Πληρώνουν μόνον οι πτωχοί, και μάλιστα βαρέως,
με δυσβαστάκτους εισφοράς επί της ζαχαρέως.
Με τέτοιας σκέψεις υγιείς κι άλλας νομοθεσίας
προσφέρουν οι Μικάδοι των πολλάς υπηρεσίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Μα τούτο είναι άδικον, μονάκριβή μου κόρη,
κι αλλοίμονον οι πλούσιοι εάν δεν δίδουν φόροι.
ΡΙΤΣΑΚΙ:
Και όμως, σφάλλετε, μπαμπά. Μόνο πτωχός που δίνει
αισθάνεται μιαν άσβηστον χαράν διά να πλουτήνει.
Κι αυτή η τάσις προς τα μπρος, η τάσις της ανόδου
αποτελεί αλάνθαστον στοιχείον της προόδου.
Γνωρίζων πως ο πλούσιος αμέριμνος περνάει
θα κάνει παν το δυνατόν κι αυτός για να πλουτάει.
Κι έτσι, με πλούσιους πολλούς, πτωχούς δε ελαχίστους
περνούν οι άνθρωποι καλώς εις ώρας ευχαρίστους.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Κόρη μας, σφάλλεις. Οι πτωχοί πρέπει να δίνουν φόρους
μ’ ακόμη περισσότερους να βάζουν στους ευπόρους.
Μονάχα έτσι θα βρεθεί σωστή δικαιοσύνη
κι ο πλούσιος και ο πτωχός ανάλογα σαν δίνει.
ΡΙΤΣΑΚΙ:
Εάν αυτό εφαρμοσθεί, τα έθνη μαραζώνουν.
Σβήνουν από προσώπου γης και σαν κεράκια λυώνουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Γιατί;
ΡΙΤΣΑΚΙ:
Διότι διαιωνίζεται το Κράτος αδικίας
κι έχομεν πάλι πλούσιους και πτωχικάς οικίας.
Καθόσον κάθε πάμπτωχος ανόητος θα βρίσκει
να κάνει υπεράνθρωπους αγών διά να πλουτίσκει.
«Διατί να γίνω πλούσιος;», θα σκέπτεται καθένας,
«διά να πληρώνω εισφοράς εν γένει ηυξημένας;
Αντί να γίνω πλούσιος να δίνω περισσότερα,
χίλιες φορές θεόφτωχος, που δίνω και λιγώτερα».
Γι’ αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει
αν βλέπει πως τον πλούσιον το Κράτος τον βραβεύει.
Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων
είν’ να τρελλάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων.
Διότι για νάβγει ο φτωχός απ’ τον κλοιόν ετούτον
θα προσπαθήσει σύντομα να αποκτήσει πλούτον.
www.facebook.com/stathis.tsagar
Η/Μ/Ε/Ρ/Ο/Λ/Ο/Γ/Ι/Ο: http://www.lifo.gr/team/diary
σχόλια