Σ.Τ.: Κυρία Χατζηνικολή, πείτε μου ένα βιβλίο που σας άλλαξε τη ζωή.
Ι.Χ.: Μικρή διάβαζα Ουγκό και Μπαλζάκ, και ακόμα και τώρα, που πάτησα τα 60, θυμάμαι φράσεις και εικόνες από εκείνα τα διαβάσματα, λεπτομέρειες γελοίες. Παραδείγματος χάριν, το φοβερά πλουμισμένο γιλέκο που φορούσε ο γαμπρός της Ευγενίας Γκραντέ. Αλλά, αν ρωτάτε για ένα βιβλίο, ήταν οι Άθλιοι. Με είχαν κάνει ερείπιο, όταν ήμουν 14 χρόνων!
Σ.Τ.: Κι αργότερα – ανάμεσα στα 20 και 30;
Ι.Χ.: Δεν άνοιξα βιβλίο.
Σ.Τ.: Τι κάνατε;
Ι.Χ.: Πρωταγωνιστούσα! Και ταξίδεψα και ρισκάρισα και απέτυχα και άφησα πανεπιστήμιο και ήμουνα ασυνεπής. Και ερωτεύτηκα πάρα πολύ και επανειλημμένα και μέχρι θανάτου. Ήμουνα ένα κακό παιδί που έκανε τρέλες.
Σ.Τ.: Η μεγαλύτερη τρέλα σας ποια ήταν τότε;
Ι.Χ.: Το ότι έπαψα να είμαι έτσι.
Σ.Τ.: Τουλάχιστον, πάψατε αργά;
Ι.Χ.: Ποτέ δεν είναι αργά (γέλια). Έζησα, πάντως, για τα καλά το κεφάλαιο της αλητείας μου. Μετά άλλαξα, βγήκα από την πρώτη γραμμή της ζωής, που είναι η νεότητα, και ρίχτηκα με το ίδιο πάθος στις εκδόσεις – αφού άλλαξα δεκάδες δουλειές.
Σ.Τ.: Είναι ακόμα πάθος οι εκδόσεις – ή με τον καιρό κατάντησε επάγγελμα;
Ι.Χ.: Όσο να ‘ναι, δεν υπάρχει ο πρώτος ενθουσιασμός. Αλλά το πάθος καραδοκεί με τον πρώτο ποιοτικό τίτλο που βλέπω.
Σ.Τ.: Στην εποχή της αλητείας σας πού ταξιδέψατε;
Ι.Χ.: Έχω κάνει πολλά ωραία ταξίδια – και μετά, όταν ήμουν φρονιμότερη. Ένα από τα ωραιότερα ήταν πριν από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών: τρεις μήνες διασχίσαμε (με τον πρώην άντρα μου) τη Μέση Ανατολή, με ένα φολκσβαγκενάκι. Το νοικιάσαμε από τη Βηρυτό, περάσαμε από τον Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία (Παλμύρα! Πέτρα!), και την παραμονή που θα παίρναμε το αεροπλάνο από το Ισραήλ ξέσπασε ο πόλεμος.
Σ.Τ.: Άλλο;
Ι.Χ.: Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Αίγυπτο. Έχω δει χιλιάδες πράγματα – κάποτε αγοράσαμε από το Μαϊάμι ένα αυτοκίνητο και διασχίζοντας τη Φλόριντα, την Καλιφόρνια, το Σαν Φρανσίσκο και την περίφημη Route 66 φτάσαμε στη Νέα Υόρκη – αλλά τίποτα δεν με μάγεψε όσο η έρημος και τα χωριά της Αιγύπτου, όπως τα ’βλεπα από την τρίτη θέση του τρένου, σκεπασμένη με φλούδια καλαμποκιών!… Μ’ αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Μια εποχή που είχα να ταξιδέψω 5-6 χρόνια, έβλεπα όνειρα: ότι ταξιδεύω μόνη, σαν βλαξ, σ’ έναν άγνωστο δρόμο που διέσχιζε πόλεις.
Σ.Τ.: Η ίδια αίσθηση μποέμικης περιπλάνησης υπάρχει σε πολλούς από τους συγγραφείς που εκδίδετε: στη Γιουρσενάρ, στον Τσάτουιν…
Ι.Χ.:… Στο Δίχτυ της Μέρντοχ! Ναι. Η αίσθηση ότι πρέπει να δούμε παραπέρα. Να βρεθούμε κι αλλού. Αυτό με συγκινεί πολύ, όποτε το αισθάνομαι. Το αισθανόμουν κι όταν ταξίδευα στο Αιγαίο – πριν από το ’60. Ήταν μαγεία – όχι μόνο τα μέρη, αλλά και οι άνθρωποι. Μέσα στην απόλυτη ένδεια δεν ξαναείδα τέτοια ζωντάνια, τέτοια καρδιά. Σέριφος, Μύκονος, Πάρος, Σαντορίνη – θεσπέσιοι άνθρωποι, ποιητικοί.
Σ.Τ.: Κάπου στο Αιγαίο συναντήσατε και τον Τσάτουιν.
Ι.Χ.: Τον γνώρισα αργότερα, στις Σπέτσες – όταν υπήρχε μια μικρή παροικία ξένων και μπορούσες να συναντήσεις τους πιο δυνατούς συγγραφείς του κόσμου στο σπίτι του Γουντ, ενός Αμερικανού συγγραφέα. Ο Τσάτουιν έμενε απέναντί μου – έγραφε τότε το Songlines (Τα μονοπάτια των τραγουδιών). Ήδη ήξερε ότι θα πεθάνει από αυτήν τη φοβερή, ενδημική αρρώστια του νωτιαίου μυελού που είχε αρπάξει στην Κίνα και μετά από λίγο θα τον παρέλυε.
Σ.Τ.: Τι είχε εκδώσει τότε;
Ι.Χ.: Τον Μαύρο Λόφο, τον Αντιβασιλιά της Ουίντα και την Παταγωνία, που είναι, νομίζω, το αριστούργημά του.
Σ.Τ.: Ήταν τόσο γοητευτικός όσο φαίνεται στις φωτογραφίες;
Ι.Χ.: Α, ήταν κούκλος. Πάρα πολύ ωραίο σώμα – σαν νεαρό αγαλματάκι. Κάθε μεσημέρι, όταν έπιανε το δυνατό το κύμα, έφευγε και πήγαινε να κάνει γουιντσέρφινγκ. Είχε ένα καταπληκτικό χιούμορ – με μια μικρή ντροπή κι ένα στρίψιμο στο χειλάκι σαν γεροντοκόρη. Μου θύμιζε ελαφρώς κάτι θείες που ‘χουμε, πολύ έξυπνες και συγχρόνως πολύ τρυφερές. Ήταν 45 και φαινόταν 25 – ένα παιδί! Ένα ωραιότατο αγόρι! Μου έδωσε και διάβασα τον Μαύρο Λόφο, μου άρεσε πολύ και το αγόρασα επιτόπου.
Σ.Τ.: Τον φλερτάρατε κιόλας;
Ι.Χ.: Φλερτάριζε με μια γειτόνισσα! (γέλια)
Σ.Τ.: Θα μπορούσατε να ερωτευτείτε κανέναν από τους συγγραφείς που βγάζετε;
Ι.Χ.: Δεν νομίζω. Στη ζωή μου, γενικά, δεν με είχε τραβήξει ποτέ κανένας της προκοπής. Άλλου είδους άντρες με τράβαγαν. Άλλωστε, δεν τον βλέπουμε εμείς – εκείνος μας βλέπει.
Σ.Τ.: Τι ακριβώς σας τραβούσε στους άντρες;
Ι.Χ.: Ο τρόπος που με κοίταζαν. Αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου – κάτι μέσα στο βλέμμα του άλλου. Και ποτέ αυτό το βλέμμα δεν είχε από πίσω τέτοια credentials. Πάντα ήταν άνθρωποι φοβερά ζωντανοί, φοβερά γυναικάδες – δεν είχαν καν σχέση με 'μένα!
Σ.Τ.: Τι θα ‘λεγε ένας ψυχαναλυτής γι’ αυτό;
Ι.Χ.: Α-δια-φο-ρώ!
Σ.Τ.: Πάντα τόσο σίγουρη είστε;
Ι.Χ.: Μπουλντόζα σκέτη!
σχόλια