Ο Σπύρος Μέντης έχει το μοναδικό χάρισμα να διηγείται ιστορίες. Φροντίζει να κάθεται αναπαυτικά και μόλις του δoθεί η ευκαιρία ξεκινά αφηγήσεις που ποτέ δεν ξέρεις που θα καταλήξουν, ποιες άλλες αφηγήσεις θα πυροδοτήσουν και πώς με όχημα τα λόγια του θα μεταφερθείς πίσω ή μπρος στο χρονικό διηνεκές που εκτείνεται από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους μέχρι το σήμερα. Ιστορίες προγόνων του που εκτελέστηκαν από τους Τούρκους, τα κατορθώματα και οι φιλίες του πατέρα του, ο Εμφύλιος, η Χούντα, τα Δεκεμβριανά, η Μεταπολίτευση, βασιλείς, πολιτικοί, μεγάλοι μόδιστροι, και τοπικά celebrities, όλοι παρελαύνουν στις ιστορίες του, σαν παλιοί καλοί φίλοι. Τον Σπύρο Μέντη τον συναντήσαμε μαζί με την αδερφή του Μαρίνα και συζητήσαμε για την ιστορική επιχείρηση που ίδρυσε ο παππούς τους το 1867, μια επιχείρηση που έμελλε να εξελιχθεί στην σημαντικότερη βιοτεχνία ειδών passementerie (γαλόνια, τρέσες, σιρίτια, κορδόνια, φράντζες, φούντες, brandebourg, embrasses) στην Ελλάδα, την εταιρία που προμήθευε το παλάτι, το Προεδρικό Μέγαρο και τον ελληνικό στρατό. Η συνάντησή μας έγινε στο τελευταίο κτίριο που στέγασε την βιοτεχνία Μέντη και που μετά το αναγκαστικό κλείσιμό της βιοτεχνίας το 2011, μεταβιβάστηκε ως δωρεά στο Μουσείο Μπενάκη και μεταποιήθηκε στο πρώτο επιχειρηματικό και διαδραστικό μουσείο της χώρας.
Γενικότερα στην Ελλάδα είχε υποβαθμιστεί η κλωστοϋφαντουργία. Συνέβη και στην Ιταλία και στην Γαλλία, μόνο που σε αυτές τις χώρες επενέβη το κράτος και διέσωσε την βιομηχανία για να μπορεί να προμηθεύει την υψηλή ραπτική. Στην Ελλάδα δεν έμειναν ανοιχτά κλωστήρια, κανείς δεν είχε το ενδιαφέρον και την θέληση να τα κρατήσει ζωντανά.
Με το που διασχίζεις την βαριά μαύρη πόρτα της βιοτεχνίας του Μέντη, στην οδό Πολυφήμου στα Πετράλωνα, δεν μπορείς παρά να ξαφνιαστείς από το πολύχρωμο γαϊτανάκι από φούντες, νήματα και καρούλια που εκτίθενται στον χώρο. Πιο μέσα μια σύναξη μηχανημάτων νηματουργίας, από τον ξύλινο χειροκίνητο αργαλειό μέχρι τις φασαριόζες κορδονιέρες και τις επιμήκεις καρουλίστρες, αποδίδουν σε μικρή κλίμακα την αίσθηση της παλιάς βιοτεχνίας του Μέντη.
«Ο πατέρας μας ξεκίνησε ως νηματοποιός στο Ναύπλιο το 1867 και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα», ξεκίνησε την αφήγησή του ο κος. Σπύρος. «Εγώ θυμάμαι την περίοδο που το εργαστήριο στεγαζόταν στην οδό Κηρυκείου, στον χώρο της Αρχαίας αγοράς, εκεί όπου δούλευαν 28 κοπέλες και δύο άντρες μηχανικοί. Τότε η δουλειά γινόταν στο χέρι με τον αργαλειό και τη ρόδα ενώ χρησιμοποιούσαν ένα πηγάδι της αρχαίας αγοράς για βαφείο. Σύντομα άνοιξαν νέα παραρτήματα στο κέντρο της Αθήνας ενώ στην χρυσή εποχή του Μέντη, γύρω στο 1970, η παραγωγή μεταφέρθηκε σε ένα τεράστιο εργοστάσιο στην Καλλιθέα, όπου η διαδικασία παραγωγής αυτοματοποιήθηκε. Εκείνη την περίοδο ο Μέντης είχε πάνω από διακόσια άτομα προσωπικό. Εγώ, παιδί ακόμα, σηκωνόμουν στις επτά το πρωί να καθαρίσω τις σκόνες και τα πριονίδια από τα γύρω πεζοδρόμια στα καταστήματα του κέντρου. Ο δρόμος για το κατάστημα έπρεπε να αστράφτει». Από την βιοτεχνία στην Καλλιθέα ο Σπύρος Μέντης θυμάται χαρακτηριστικά τον μακρύ διάδρομο όπου άκουγες για δώδεκα ώρες κάθε μέρα να στρίβουν οι κλωστές υπό την υπόκρουση ενός συνεχούς ‘βζζζζ’. «Υπήρχε πολλή φασαρία στον Μέντη, μιλάμε για πάνω από 80 ντεσιμπέλ. Αυτή η κοντή μηχανή», μου λέει τείνοντας το δάχτυλο, «όταν δούλευε έκανε σαν τρένο ενώ υπήρχαν άλλες που σαν έπαιρναν εμπρός έκαναν σαν βαπόρι. Ο θόρυβος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς σου, ζούσες με αυτόν, σαν τον οδηγό του αυτοκινήτου, ο θόρυβος σε προειδοποιούσε για τις βλάβες. Μια μπιέλα να χαλούσε, είχες λίγα δευτερόλεπτα να το αντιληφθείς και να αντιδράσεις».
Η Μαρίνα, πάλι, θυμάται περισσότερο τους ανθρώπους και τα παιχνίδια που έπαιζε μικρή. «Θυμάμαι ότι είχαμε αυτά τα μικρά πλαστικά πιγκουινάκια που μας έφερναν από μια φίρμα με μαλλί πλεκτικής που την έλεγαν Penguin. Θυμάμαι επίσης ανθρώπους, όπως για παράδειγμα, ότι έξω από τη βιοτεχνία ήταν μόνιμα εγκατεστημένη μια γιαγιά που έφτιαχνε πλεκτά με το βελονάκι και τα πουλούσε. Χρόνια αργότερα ήρθε μια άλλη γριούλα που πουλούσε πράγματα έξω από τον Μέντη. Αυτή αποδείχτηκε ότι ήταν κατάσκοπος της αστυνομίας και της ΚΥΠ. Άλλες εποχές εκείνες».
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Μέντης χωρίστηκε στα δύο, λόγω ενδοοικογενειακών διαφωνιών. Ο πατέρας του Σπύρου και της Μαρίνας, Όθωνας αφοσιώθηκε στο κατάστημα της οδού Ευαγγελιστρίας, ένα στενόμακρο μαγαζί λίγων τετραγωνικών, όπου ελλείψει διαθέσιμου χώρου, οι εργάτριες έβγαιναν στον δρόμο άπλωναν τα νήματα και έστριβαν τα κορδόνια. Το προσωπικό δέχτηκε σημαντικές μειώσεις με τα χρόνια και ο Μέντης λίγα χρόνια πριν κλείσει οριστικά, λειτουργούσε με επτά άτομα προσωπικό εκ των οποίων οι τρεις ήταν άτομα της οικογένειας. «Άλλαξαν οι μόδες, ήρθαν τα κινέζικα και τα ΙΚΕΑ», εξηγεί η Μαρίνα Μέντη. «Γενικότερα στην Ελλάδα είχε υποβαθμιστεί η κλωστοϋφαντουργία. Συνέβη και στην Ιταλία και στην Γαλλία, μόνο που σε αυτές τις χώρες επενέβη το κράτος και διέσωσε την βιομηχανία για να μπορεί να προμηθεύει την υψηλή ραπτική. Στην Ελλάδα δεν έμειναν ανοιχτά κλωστήρια, κανείς δεν είχε το ενδιαφέρον και την θέληση να τα κρατήσει ζωντανά. Φτάσαμε να μην υπάρχει κλωστήριο στην Θήβα που παράγει και εξάγει τόνους βαμβάκι και να υπάρχουν κλωστήρια στην Ιταλία που δεν παράγουν τίποτα. Δεν ήθελαν ισχυρή βιομηχανία στην Ελλάδα, δεν ήθελαν να υπάρχουν μεγάλες δουλειές στην χώρα μας. Έτσι έγινε με την Pitsos, την Ιζόλα, τον Μαλκότση, έτσι και με τον Μέντη».
Πίσω στο χρονοκάρουλο των αναμνήσεων και με οδηγό το φωτογραφικό αρχείο της οικογένειας του Μέντη, ανακαλύψαμε φωτογραφίες με μεγάλη ιστορική αξία. Βρήκαμε εκείνες με το μνημείο του προπάππου Μέντη που πέθανε το 1821 από τους Τούρκους, τις άλλες με τον παππού Μέντη που έκανε παιδιά μέχρι τα 70 του και εκείνες του Όθωνα Μέντη, πατέρα των δύο αδερφών, που οδηγούσε αμάξια ήδη από το 1910 και ήταν ξακουστό ομορφόπαιδο. «Έτσι είμαστε οι Μέντιδες, ψηλοί, αδύνατοι και κορδωμένοι. Κάναμε πρόσφατα μια έρευνα για το γενεαλογικό μας δέντρο και βρήκαμε πολλούς Μέντιδες στην Λευκάδα και την Ελαφόνησο. Κάποιοι από αυτούς ήταν πειρατές και επικηρυγμένοι από τους Τούρκους. Kάποιοι άλλοι πάλι είχαν το παρατσούκλι ‘κοκαλιάριδες’ και έτσι τους ήξερε ο κόσμος. Λέγεται επίσης πώς κάποιοι Μέντιδες έχουν καταγωγή απ’ τα βασίλεια της Λιβύης».
Από τον Μέντη πέρασαν πολλοί άνθρωποι της υψηλής ραπτικής, όπως ο Dior και ο Pierre Cardin, αλλά και μεγάλα celebrities της εποχής όπως η Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου που ήθελε να καλύψει με κρόσσια κάτι καναπέδες για να μοιάζουν με αυτούς που είχε δει σε ένα μουσείο στο Παρίσι.
Ο Σπύρος Μέντης έχει να πει πολλές ιστορίες για όλα τα πρόσωπα που βρέθηκαν στο κατώφλι του εργαστηρίου του. Μια ιστορία που λατρεύει είναι αυτή του Σάχη, ο οποίος ζήτησε από τον Μέντη 3000 φούντες και χιλιόμετρα χρυσών κορδονιών για τον εορτασμό των 2000 χρόνων της Περσέπολης. «Προκειμένου να βγει η παραγγελία στην ώρα της αγοράσαμε καινούριες μηχανές και μοιράσαμε την δουλειά σε όλα τα εργαστήρια που έφτιαχναν φούντες στην Ελλάδα. Τελικά γεμίσαμε τα δύο μπόινγκ της Ολυμπιακής που είχε μόλις αγοράσει ο Ωνάσης με τις κορδέλες και τις φούντες και τα στείλαμε στον Σάχη.
Από τον Μέντη πέρασαν πολλοί άνθρωποι της υψηλής ραπτικής, όπως ο Dior και ο Pierre Cardin, αλλά και μεγάλα celebrities της εποχής όπως η Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου που ήθελε να καλύψει με κρόσσια κάτι καναπέδες για να μοιάζουν με αυτούς που είχε δει σε ένα μουσείο στο Παρίσι και η Μαρινέλλα, που σε μια πρεμιέρα φόρεσε ένα φόρεμα με κρόσσια, βγήκε στην σκηνή σαν τον αετό και έφερε τα κρόσσια πίσω στη μόδα.
Από το μαγαζί του Μέντη πέρασε επίσης όλη η βασιλική γενιά της Ελλάδας. Ο Μέντης έχει διάφορες ιστορίες να πει, όπως εκείνη για τις έξι άμαξες του Γεωργίου Α’ που επιδιόρθωσε ο πατέρας του και μετά τις στόλισαν με φαρδιές, χρυσές τρέσες για τον γάμο της βασίλισσας Σοφίας της Ισπανίας, ή εκείνη για την Βασίλισσα Αλίκη, μητέρα του πρίγκιπα Φιλίππου της Αγγλίας που ήταν καλόγρια. «Ήταν μια γυναίκα ψηλή και άσχημη, σαν τον Φίλιππο με περούκα. Ερχόταν στο μαγαζί και μιλούσε με τον πατέρα μου με τις ώρες». Όσο για την Φρειδερίκη, «εκείνη ερχόταν σαν όλο τον άλλο κόσμο, μαζί με τις κόρες της. Υπήρχαν βέβαια και αστυνομικοί απ’ έξω αλλά ήταν πολύ διακριτικοί. Το παλάτι ήταν συντηρητικό στα ψώνια του, αλλά πάντα σωστό στις πληρωμές του. Αργότερα καλλιεργήθηκε ένα ήθος, ειδικά μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών, που τους έκανε να πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να μην πληρώνουν γι’ αυτά που παίρνουν ή να καθυστερούν πολύ τις πληρωμές τους».
Όπως χαίρονται να αναφέρουν τα δύο αδέρφια, ο Μέντης δούλεψε για τους πάντες. Από βασιλείς και πρωθυπουργούς μέχρι τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και από ορθόδοξους ιερείς μέχρι τους εύζωνες της προεδρικής φρουράς. «Παλιά αμαρτία» του Μέντη, παραμένει ωστόσο η ανάμειξή του με τον εξοπλισμό του ελληνικού στρατού. Η συνεργασία που ξεκίνησε από την φιλία της οικογένειας Μέντη με τον Πρόδρομο Αθανασιάδη Μποδοσάκη του Ελληνικού καλυκοποιείου, έφερε την βιομηχανία Μέντη επί κεφαλής του ελαφρού οπλισμού του ελληνικού στρατού. Οι πατέντες του Μέντη για τον εξοπλισμό των βλημάτων θαλάσσης και ξηράς, έφτασαν μάλιστα να πωληθούν στον πόλεμο Ιράν- Ιράκ. Σχετικά πάλι με τον ρουχισμό των ευζώνων, ο Μέντης έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο μιας και φρόντισε να τους εκπαιδεύσει στο να φτιάχνουν τα περισσότερα από τα αξεσουάρ της στολής. «Ο πατέρας μας είχε δείξει στους εκπαιδευτές της προεδρικής φρουράς πώς να φτιάχνουν φούντες και πον πον, και τους είχε δωρίσει ένα στριφτήριο για να φτιάχνουν τα κορδόνια για τις φέρμελες. Μέχρι σήμερα, λοιπόν, φτιάχνουν εξαρτήματα για τις στολές τους στον στρατό, με την τεχνογνωσία που τους έδωσε ο πατέρας μας. Ήταν πατριώτης ο πατέρας μας και στήριζε την χώρα σε κάθε ευκαιρία. Ήταν άλλης γενιάς άνθρωπος, άλλης νοοτροπίας».
Για τους Έλληνες πολιτικούς, πάλι, ο Μέντης δεν φαίνεται να έχει την καλύτερη άποψη: «Όσοι πολιτικοί πέρασαν από την βουλή μέχρι χθες, ήσαν απατεώνες. Όλοι κοίταξαν την πάρτη τους, όλοι είχαν το νου τους στο κλέψιμο και όχι στην πρόοδο του έθνους. Για την σημερινή κυβέρνηση είναι πολύ νωρίς να σου πω». Προκειμένου να μου θίξει το θέμα της αλόγιστης σπατάλης των κυβερνώντων, ο Σπύρος Μέντης ανέσυρε μια ιστορία από το παρελθόν. «Όταν ο Καραμανλής έγινε πρώτη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας ζήτησε να του φτιάξουμε τα αμπράζ για το προεδρικό μέγαρο γιατί αυτά που είχε η Φρειδερίκη ήταν εμπνευσμένα από τα ρωσικά ανάκτορα. Του βγάλαμε ειδικό σχέδιο και διακοσμήσαμε με αυτά ολόκληρο το προεδρικό μέγαρο. Αργότερα όταν έφυγε ο Καραμανλής και τον διαδέχτηκε ο Σαρτζετάκης, μας ζήτησε να τα αλλάξουμε πάλι γιατί ήθελε τα αμπράζ να είναι σε γαλλικό στιλ». Για το Σπύρο και την Μαρίνα Μέντη, η Ελλάδα πέρασε μια μακρά περίοδο σπατάλης και εύκολου πλουτισμού, που με αριθμητική ακρίβεια οδήγησαν στην κρίση που έχουμε σήμερα. «Θυμάμαι πως ερχόντουσαν γυναίκες υπουργών να ρωτήσουν τιμές από το κατάστημα και αν τους φαινόντουσαν πολύ ακριβές μου έλεγαν ότι θα πήγαιναν στο Παρίσι για κλωστές. Έτσι ζούσε ο κόσμος. Έκλεβαν από το δημόσιο, έπαιρναν δάνεια με ένα τηλέφωνο, ζούσαν από το χρηματιστήριο. Δεν ήθελε πολλή σκέψη να καταλάβεις ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν η κρίση. Γι’ αυτούς η ζωή ήταν εύκολη. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά έκλειναν το εργοστάσιο, άφηναν απλήρωτο το προσωπικό και πήγαιναν ταξίδι στο εξωτερικό. Για εμάς, όμως, που χτίσαμε τις επιχειρήσεις μας με δικό μας κεφάλαιο και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουμε το προσωπικό απλήρωτο, τα πράγματα δεν ήταν ούτε εύκολα, ούτε αυτονόητα».
Στην ερώτηση τι τους έμαθε η ζωή και η δουλειά, και οι δύο χαμογελούν. «Γνωρίσαμε τους περισσότερους πρωθυπουργούς της χώρας και πολλούς βουλευτές, μάθαμε για όλη την βρωμιά και τη λοβιτούρα και καταλήξαμε στο ότι ό,τι και να γίνει σε αυτή τη χώρα θα την πληρώνει ο κόσμος, ο λαός. Πρέπει να βάζεις το κεφάλι σου κάτω, να δουλεύεις σκληρά και να κοιτάς πώς θα τα βγάλεις πέρα. Βοήθεια δεν θα έρθει από πουθενά. Μάθαμε ότι μόνο αν βουτήξουν όλους αυτούς τους αλητήριους που τρώνε τόσα χρόνια, μόνο τότε θα σταματήσει αυτή η αιμορραγία». «Και η τύχη», συμπλήρωσε, τέλος, η Μαρίνα Μέντη, «η τύχη είναι σημαντικό πράγμα στη ζωή».
σχόλια