Η ελευθερία αποτελούσε ανέκαθεν εύπλαστη έννοια, που ανάλογα με τις διασταλτικές και συσταλτικές του διαθέσεις, ο καθένας μπορούσε να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Τελικά, εκτός από ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας η ελευθερία είναι το πιο δόλιο και αποτελεσματικό όπλο του φασισμού. Το δικαίωμα της έκφρασης χωρίς περιορισμούς και δυσμενείς συνέπειες χρησιμοποιείται συστηματικά ως δούρειος ίππος και τυπικό προκάλυμμα της ίδιας της ανελευθερίας. Κι αυτό γιατί ο πραγματικά δημοκρατικός άνθρωπος στηρίζει την ελεύθερη βούληση ανεξάρτητα από τον φορέα της ενώ αυτός που εχθρεύεται τη δημοκρατία τη χρησιμοποιεί καθόσον τον συμφέρει για να την καταστείλει. Στο πλαίσιο αυτό, που η πρόθεση συμπλέκεται με το δικαίωμα και την κατάχρηση κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, δεν είναι εύκολο να διακρίνεις πότε η ελεύθερη έκφραση αποτελεί πραγμάτωση της δημοκρατίας και πότε σαμποτάζ εκ των έσω.
Δεν πιστεύω όμως πως η περίπτωση της Βούλας Παπαχρήστου υπάγεται στο παραπάνω πολύπλοκο δίλημμα. Και αν υπάγεται, δεν είναι δύσκολος εν προκειμένω ο διαχωρισμός της ορθής από την εσφαλμένη στάση.
Αυτό που δείχνει να μην καταλαβαίνει ο περισσότερος κόσμος είναι πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν αποτελούν εκδήλωση της πολιτικής αυτοδιάθεσης και της ιδεολογικής αυθυπαρξίας του ατόμου. Δεν πρόκειται για δημόσιο διάλογο, δεν πρόκειται για δημόσια υπηρεσία, δεν πρόκειται καν για ipso facto δικαίωμα, κατοχυρωμένο εκ των πραγμάτων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι συγκεκριμένη διοργάνωση εμφορούμενη εκτός από ιδεώδη και από αυστηρούς κανόνες. Το κατά πόσο οι κανόνες είναι δίκαιοι ή άδικοι, ρεαλιστικοί ή ουτοπικοί, παρωχημένοι ή επίκαιροι είναι πλήρως αδιάφορο πρακτικά. Το ουσιώδες είναι ότι οι συμμετέχοντες στους Αγώνες οφείλουν να συμμορφώνονται στις τυπικές προδιαγραφές τους, οι οποίες φυσικά δεν εξαντλούνται στη σωματική προετοιμασία. Υπάρχει ένα ολόκληρο ηθικό υπόβαθρο στο οποίο οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να είναι “συμβατικά” στηριγμένοι, αν θέλουν να αποτελέσουν μέρος της διοργάνωσης.
Τα ρατσιστικά φρονήματα της Βούλας Παπαχρήστου δεν απασχολούν κανέναν στο βαθμό που αποτελούν κομμάτι της προσωπικής της έκφρασης, είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα του βίου της. Από τη στιγμή όμως που δηλώνει συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες οι δημόσιες εκδηλώσεις της προσωπικότητάς της δεν αποτελούν απλή απόρροια ιδιωτικής βούλησης ακριβώς επειδή η ιδιότητά της πλέον αποκτά διττή υπόσταση. Ως πολίτης λοιπόν, δικαιούται ακόμη να σχηματίζει και να εκφράζει απόψεις της αρεσκείας της, αλλά ως κοινωνός μιας ανεξάρτητης από την πολιτική της υπόσταση οργάνωσης είναι υποχρεωμένη να εναρμονίζεται με μια ορισμένη ηθική τάση. Αν η διάσταση ανάμεσα στη διπλή της ιδιότητα είναι αγεφύρωτη το τίμημα βαραίνει την ίδια ως φορέα και όχι τους Αγώνες ως θεσμό.
Η κύρωση που επεβλήθη στη συγκεκριμένη αθλήτρια για την παραβίαση των κανονισμών της ΔΟΕ επιδέχεται πολλών ερμηνειών σε ό, τι αφορά την αναγκαιότητα και την αυστηρότητά της. Δεν ξέρω κατά πόσο ο αποκλεισμός είναι η απάντηση σε ένα δεοντολογικό παραστράτημα (προφανές αποκύημα μιας απογοητευτικά ελλιπούς διαπαιδαγώγησης). Θεωρώ πως πολύ πιο εποικοδομητική και παραδειγματική θα ήταν η δημόσια επίπληξη της αθλήτριας. Αν υπήρχε μια ευκαιρία για μια ενήλικη γυναίκα να απαλλαγεί από φασιστικά σύνδρομα και χρυσαυγίτικους στοχασμούς, αυτή θα αξιοποιείτο παιδαγωγικά και αποτελεσματικά όχι με έναν στείρο αποκλεισμό αλλά με δημοκρατική επιείκεια σε αντίστιξη προς την απαράδεκτη αναίδειά της. Αν αφήναμε την Βούλα Παπαχρήστου να αγωνιστεί απρόσκοπτα υπό το κλίμα όμως της διεθνούς αντιρατσιστικής κατακραυγής (και παρέα με πολλούς έγχρωμους συναθλητές) και η ίδια θα καταλάβαινε πόσο τυχερή είναι που ο υπόλοιπος κόσμος δεν συμμερίζεται τις μισαλλόδοξες απόψεις της και η δικαιοσύνη θα ισορροπούσε σε σταθερότερη βάση.
Όσον αφορά εκείνους που έσπευσαν να υπερασπιστούν με ζήλο την αθλήτρια, που έπεσε θύμα της αυτοκαταστροφικής της βλακείας, φοβάμαι πως για μια ακόμη φορά μάχονται ορμώμενοι από και προς τη λάθος κατεύθυνση. Οι Έλληνες συνηθίζουν να ερμηνεύουν την αυστηρότητα με βολική σχετικότητα και τη σχετικότητα με απόλυτη αυστηρότητα. Ενιστάμενοι απέναντι σε κάθε κύρωση, όταν αυτή πλήττει το συμφέρον μας, με την κλασική δικαιολογία-γενίκευση "Ναι, αλλά εκείνος γιατί δεν αποκλείστηκε;" ή ακόμη χειρότερα "Ναι, αλλά γιατί σας πείραξε αυτό και όχι το άλλο;" δεν διεκδικούμε κάποιο δίκαιο, απλώς διαιωνίζουμε την αδικία διώχνοντας τη σκόνη απ' το δικό μας πατάκι. Η ελληνική κοινωνία έχει την τάση να κατηγορεί χίλιους δυο πλην του εαυτού της για τα κακώς κείμενα στο εσωτερικό της και όταν τελικά αποδειχτεί ότι φταίει, μετατοπίζει το βάρος του θέματος σε κάποιο άλλο παρεμφερές για να θολώσει τα νερά.
Στο τέλος κανένας δεν πρέπει να τιμωρηθεί για τίποτα γιατί εδώ ρε φίλε μας μαστίζει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τί σας έφταιξε η κοπελίτσα που στο κάτω κάτω ένα αστείο είπε;
Η δυνατότητα συνεπάγεται δικαίωμα
Η άσκηση του δικαιώματος συνεπάγεται ευθύνη
Η ευθύνη συνεπάγεται ρίσκο
και το ρίσκο έχει κόστος.
Όσο πληρέστερη είναι η παιδεία του ανθρώπου, τόσο πιο μειωμένο είναι το ρίσκο, δηλαδή ο κίνδυνος να κάνει κατάχρηση του δικαιώματός του και τελικά να το απωλέσει. Όποιος δεν μπορεί να παίξει με τους κανόνες, καλύτερα να απέχει απ' το παιχνίδι.
σχόλια