Η Laura Jesson γνώρισε τον Dr. Alec Harvey στο καφέ ενός σιδηροδρομικού σταθμού μια Πέμπτη απόγευμα. Kαι οι δύο παντρεμένοι με οικογένεια, εκείνος γιατρός, εκείνη μια νοικοκυρά που είχε πάει να κάνει τα ψώνια της στην πόλη, θα συναντηθούν αρκετές φορές, στην αρχή τυχαία και στην συνέχεια προμελετημένα, μέχρι να τους κυριεύσει το πάθος και η εξάρτηση για τις συναντήσεις τους κάθε Πέμπτη στις τρεις. Ο έρωτας τους όμως, θα διαρκέσει λίγο, όσο διαρκεί κάθε κρυφός έρωτας καταδικασμένος από τις συνθήκες, όσο διαρκεί κάθε καλοκαιρινή προβολή στα σινεμά της πόλης.
Ο λόγος για την ταινία ‘Σύντομη Συνάντηση’, το ανθρωποκεντρικό διαμάντι του David Lean και την προβολή του την προηγούμενη εβδομάδα στον κινηματογράφο Όασις, έναν από τους τελευταίους κινηματογράφους της Αθήνας που προβάλλει ακόμα ταινίες από τις μουσειακές σε λίγα χρόνια μπομπίνες. «Μου αρέσουν οι κλασσικές ταινίες», θα συζητούσε λίγο αργότερα η κυρία Ντία μέσα από το κουβούκλειο του ταμείου, με μια νεαρή κοπέλα, «βλέπεις, έχουν αρχή, μέση και τέλος, έχουν μια ιστορία να διηγηθούν. Σήμερα οι σκηνοθέτες δε νοιάζονται να αφηγηθούν ιστορίες, θέλουν να βγάλλουν τις εμμονές τους στο πανί».
Ο κινηματογράφος Όασις είναι ένας ναός νοσταλγίας. Ο κεντρικός του διάδρομος, στολισμένος με παλιές αφίσες, πορτρέτα ηθοποιών, πλαστικά λουλούδια και κεραμεικά αγάλματα κούρων και κορών, λειτουργεί ιδανικά ως προΐμιο και χωροχρονικό πέρασμα στον κόσμο της έβδομης τέχνης. Στον χώρο προβολής, πάλι, ένα όργιο βλάστησης.
Η κυρία Ντία με την αδερφή της Μαρία, είναι το κλασικό, πλέον, δίδυμο που εδώ και περίπου τριανταπέντε χρόνια καλωσορίζουν το κοινό στις θερινές προβολές του Σινέ Όασις. Και οι δυο τους κοκέτες, με μαλλί κωμμωτηρίου, φωνή λεπτή και πνιχτό γέλιο, δεν σου αφήνουν περιθώρια, παρά να τις λατρέψεις. Αφού η κυρία Ντία σου κόψει εισιτήριο, η κυρία Μαρία θα έρθει να σε ρωτήσει: «Εσύ, τι θα πάρεις χρυσό μου;». Δεν είναι λίγες οι φορές που η κα. Μαρία θα σε κεράσει ένα πατατάκι ή μία σοκολάτα από το κυλικείο του κινηματογράφου. «Ο κόσμος μας λατρεύει, έχουμε πολύ πιστό κοινό», μου λέει μεταξύ άλλων η κυρία Μαρία, «Σαν αδέρφια μας τους έχουμε, μας αγαπάνε, μας φέρνουν δώρα γλάστρες, τούρτες και ό,τι έχουν για να μας ευχαριστήσουν. Τους αρέσει εδώ γιατί είναι προσεγμένο μέρος. Τους αρέσει επίσης η ευγένεια, όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την ευγένεια». Όταν, πάλι, η προβολή τελειώσει, κάποια από τις δύο θα βρεθεί να σε ρωτήσει για τις εντυπώσεις σου. «Πάντα ρωτάμε τον πελάτη την γνώμη του για την ταινία. Αν του φάνηκε βαριά θα του σημειώσουμε να έρθει να δει κάποια άλλη που θα του αρέσει. Ο κόσμος πια δεν έχει την ψυχική διάθεση για πολλή κουλτούρα, γι’ αυτό και εμείς το έχουμε γυρίσει στις κλασικές ταινίες».
Ο κινηματογράφος Όασις, άνοιξε «γύρω στο 1950» ως θέατρο σκιών, όπως μου εξηγούν οι ιδιοκτήτριές του. Μετά αγοράστηκε από τον παραγωγό και κινηματογραφιστή Βαγγέλη Μελισσινό, ο οποίος μετέτρεψε τον χώρο σε σινεμά και του έδωσε το συγκεκριμένο όνομα. Οι αδερφές Ντία και Μαρία το αγόρασαν από εκείνον το ’80 και από τότε αφιέρωσαν τις προβολές τους αποκλειστικά σε ποιοτικές, σινεφίλ ταινίες, χτίζοντας ένα πιστό κοινό που ξέφευγε από τα πλαίσια του συνοικειακού κινηματογράφου για να συμπεριλάβει ονόματα ακαδημαϊκών και ανθρώπων της τέχνης απ’ όλη την Αθήνα. Ο Όασις μνημονεύτηκε σε πολλά διεθνή έντυπα. «Από την Le Monde μέχρι τους Times του Λονδίνου και της Αμερικής», μου εξηγεί η κυρία Ντία, σημειώνοντας, μάλλον μπερδεμένη, ότι πρόσφατα «μας έγραψε και το Facebook».
Ο κινηματογράφος Όασις είναι ένας ναός νοσταλγίας. Ο κεντρικός του διάδρομος, στολισμένος με παλιές αφίσες, πορτρέτα ηθοποιών, πλαστικά λουλούδια και κεραμεικά αγάλματα κούρων και κορών, λειτουργεί ιδανικά ως προΐμιο και χωροχρονικό πέρασμα στον κόσμο της έβδομης τέχνης. Στον χώρο προβολής, πάλι, ένα όργιο βλάστησης. Πρόκειται για τον κήπο της κυρίας Ντίας, που φροντίζει με την βοήθεια ενός κηπουρού, και θυμίζει τους εσωτερικούς κήπους που είχε κάποτε διάσπαρτους το Παγκράτι, όταν ήταν γειτονιά με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. «Ήταν ρομαντική γειτονιά το Παγκράτι», μου λέει η κυρία Ντία. «Είχε κήπους, λουλούδια και πηγαδάκια, ήταν κανονική γειτονιά. Μετά μας έπνιξε το τσιμέντο. Είχαμε τότε πολλά θερινά σινεμά. Το «Λυτώ», το «Παγκράτιο», το «Τιτάνια», το «Ηλέκτρα» και τόσα άλλα. Γι’ αυτό προσπαθώ να διατηρώ τον χώρο έτσι οικογενειακό και πράσινο, ο κόσμος το εκτιμά. Έρχονται και πολλά ζευγαράκια. Αυτοί δεν φεύγουν εύκολα, τελειώνει η ταινία, τελειώνουν οι τίτλοι τέλους και κάθονται να ρεμβάσουν».
Η προβολή διατηρεί και εκείνη, με την σειρά της, την αίγλη του παλιού σινεμά. Φταίει η μηχανή προβολής φιλμ που λειτουργεί με το ‘καρβουνάκι’ και προσφέρει την αυθεντική αντίστροφη μέτρηση στην αρχή της ταινίας, το ισοκράτημα του ήχου της μπομπίνας και τις μικρές αλλοιώσεις στην εικόνα. Είναι η μηχανή που χρόνια τώρα προσπαθεί να διατηρήσει σε λειτουργία, ο μηχανικός του σινεμά, ο κύριος Γιάννης, με χίλιες δυο πατέντες, καθώς δεν βγαίνουν πια ανταλλακτικά γι’ αυτές τις μηχανές. Όπως μας εξηγεί από το μικρό δωμάτιο προβολής, πρόκειται για μια Ιταλική ‘σινεμεκάνικα’ του ’65. Προς απογοήτευσή μου, ο ίδιος μας ενημέρωσε ότι σύντομα το μηχάνημα θα αντικατασταθεί από μηχανή ψηφιακής προβολής. «Δεν βγαίνουν πια ταινίες σε φιλμ, δεν έχεις άλλη επιλογή. Όταν την αλλάξουμε θα την βάλλουμε στον διάδρομο. Η μηχανή είναι για τα μουσεία».
Συζητώντας για τις αγαπημένες ταινίες του διδύμου, είναι φανερό ότι μοιράζονται μια αγάπη κοινή για το κλασικό Ρωσικό κινηματογράφο. Με νοσταλγία θυμούνται το ‘Η δασκάλα του χωριού’ και το ‘Άλογο που κλαίει’ του Μαρκ Ντονσκόι, όπως και το ‘Ο Κομμουνιστής’, το οποίο όταν προβλήθηκε είχε έρθει η αστυνομία. Από τις λίστες τους όμως, δεν λείπουν και μεγάλα ονόματα Ιταλών σκηνοθετών, όπως αυτά του Παζολίνι και των Αδελφών Ταβιάνι. Καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως η κα. Ντία σπούδασε λυρικό τραγούδι και έκανε οικογένεια στην Ιταλία. Εκεί πηγαίνει κάθε χειμώνα, όταν το σινέ Όασις σκεπάζει με λευκά σεντόνια τα αγάλματά του και στην είσοδο κατεβαίνουν τα ρολά. «Και η κα. Μαρία; Έρχεται και αυτή στην Ιταλία;» ρωτώ την αδερφή της. «Εκείνη μένει εδώ. Έχει να φροντίσει τα ζωάκια και τον κήπο», λέει εννοώντας τα δυο μικροσκοπικά, αεικίνητα τετράποδα – μασκώτ του κινηματογράφου, τον ‘Τσε Γκεβάρα’ και την ‘Τζίλντα’ που σταματούν να γαβγίζουν μόνο όταν ξεκινάει να ρολάρει η μπομπίνα. «Περιμένουμε πώς και πώς να ξεκινήσει κάθε χρονιά το σινεμά και ο κόσμος μας μαλώνει αν καθυστερούμε να ανοίξουμε», μου λέει κλείνοντας η κυρία Μαρία. «Θα αφήσουμε τους πολιτικούς να τα βρούνε μεταξύ τους και εμείς θα κάνουμε την δουλειά μας. Το σινεμά μας θα συνεχίσει για πολλά χρόνια».
Σινέ Όασις, Πρατίνου 7, Παγκράτι
σχόλια