Από τον μεγαλύτερο ποταμό της Αττικής, Κηφισό, και από την Πάρνηθα μέχρι το όρος Πεντελικό, απλώνεται ο ιστορικός συνοικισμός της Κηφισιάς.
To όνομά της αρχαιότατο, προέρχεται από τον Κηφισό ποταμό (και όχι από την παραφθορά της έκφρασης "Εκεί φυσά" - "Κεί Φυσά" - "Κηφισά" - "Κηφισιά"). Ήταν μια από τις 12 αρχαίες πόλεις της Αττικής, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του Κλεισθένους, και δήμος της Ερεχθηίδος φυλής. Οικοδομημένη σε πευκόφυτη πεδιάδα και περιοχή με δροσερό και υγιές κλίμα, ξακουστή για τα πολυτελή αρχοντικά της, συνδυάζει τις φιλήσυχες γειτονιές της με την έντονη νυχτερινή ζωή και τα εκατοντάδες εμπορικά της καταστήματα.
Αυτή η μικρή μας βόλτα δεν γίνεται ώστε να γνωρίσουμε τον Δήμο Κηφισιάς, αλλά για να επισκεφτούμε δύο συγκεκριμένα σημεία της περιοχής:
Το σπίτι στο όποιο έζησε, δημιούργησε και αυτοκτόνησε η κορυφαία Ελληνίδα συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα και την οικία που ζούσε μέχρι την αναχώρησή του για τη Μακεδονία, ο Μακεδονομάχος, Παύλος Μελάς.
Ακολουθήστε μας λοιπόν σε ακόμα μία ιστορική μας βόλτα, σε μια πόλη που στέκεται κόντρα στη λήθη και έχει ακόμα να διηγηθεί μερικές ιστορίες που δεν θα ξεχαστούν ποτε..
Πηνελόπη Δέλτα
Ανεβαίνουμε τη λεωφόρο Κηφισίας, η οποία ενώνει την Αθήνα με την Κηφισιά. (Κανονικά θα έπρεπε να λέγεται «Κηφισιάς», αλλά η αλλαγή του τόνου στο «Κηφισίας» είναι ένα κατάλοιπο από την περίοδο της Χούντας η οποία προσπαθούσε να δίνει στα ονόματα ένα άρωμα αρχαιοπρέπειας. Παλιότερα έφτανε μέχρι την πλατεία Συντάγματος, αλλά αργότερα το τμήμα της λεωφόρου από τη συμβολή με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας μέχρι το Σύνταγμα ονομάστηκε Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας.)
Μόλις περάσουμε τα γνωστά Σίδερα Χαλανδρίου, στο αριστερό μας χέρι συναντάμε την οδό Στέφανου Δέλτα. Στη συμβολή με την οδό Εμμανουήλ Μπενάκη, στον αριθμό 38, βλέπουμε να ορθώνεται η κατοικία της Πηνελόπη Δέλτα.
Η Πηνελόπη Δέλτα (Μπενάκη) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1874, τρίτο σε σειρά παιδί του πολιτικού και εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Τα δύο της μεγαλύτερα αδέρφια ήταν η Αλεξάνδρα και ο Αντώνης (ο γνωστός «Τρελαντώνης» του ομώνυμου βιβλίου της). Μετά τη γέννηση της Πηνελόπης ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, ο Κωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία 2 χρόνων), ο Αλέξανδρος και η Αργίνη.
Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα το 1895. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα και γιαγιά του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Ο γάμος της με τον επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα το 1895 ήταν η λύτρωση από το οικογενειακό περιβάλλον και ταυτόχρονα ο δρόμος για την πνευματική της ανάπτυξη και ωριμότητα.
Oι γονείς της Δέλτα ήταν ιδιαίτερα αυστηροί στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Στο βιβλίο της «Τ' ανεύθυνα», η Δέλτα πραγματεύεται αυτή τη σκληρότητα και την αδιαφορία των γονέων της. Μάλιστα η μητέρα της Βιργινία μισούσε το διάβασμα. Ακόμα και όταν η Δέλτα αφιέρωσε το βιβλίο της, Η ζωή του Χριστού, στη μητέρα της, η ίδια, αν και θρήσκα, δεν το διάβασε ποτέ.
Η Πηνελόπη Δέλτα γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη σε μια δεξίωση και η έλξη μεταξύ τους υπήρξε αστραπιαία. Η Δέλτα ήταν ακόμη παντρεμένη και προσπάθησε να καταπνίξει τον έρωτα της. Δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της.
Το 1905, επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια μαζί με τον Δέλτα. Εκεί, η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια.
Γνωρίζονται σε μια δεξίωση και η έλξη μεταξύ τους υπήρξε αστραπιαία. Η Δέλτα ήταν ακόμη παντρεμένη και προσπάθησε να καταπνίξει τον έρωτα της. Δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της. Αποφασίζοντας να είναι ειλικρινής μαζί του, του εξομολογήθηκε τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Η ενέργειά της αυτή δυστυχώς δεν βοήθησε την κατάσταση: δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διαζύγιο και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Η σκέψη και η απόπειρα της αυτοκτονίας εμφανιζόταν συχνά ως η μόνη λύση. Του έγραφε σε μια επιστολή:
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...» (27 Ιουλίου 1906).
Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. (Περισσότερα για τον Ίωνα Δραγούμη σε παλιότερη βόλτα μας εδώ.)
Το 1910 εγκαινιάστηκε η μακρόχρονη αλληλογραφία της Δέλτα με το Γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, ο οποίος τη βοηθά στη συγγραφή των μυθιστορημάτων της, τα σχετικά με τη βυζαντινή ιστορία. Η Δέλτα που είχε μετακομίσει στη Φρανκφούρτη το 1906, εκδίδει μετά από τρία χρόνια το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο, «Για την Πατρίδα». Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ενώ σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου». Το στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή το 1909 την εμπνέει να γράψει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1911).
Το 1913 η οικογένεια Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, ενώ ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, εκλέγεται δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και καλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά.
Το 1925 εκδίδεται «Η ζωή του Χριστού», ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας, ασθένειας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι τον θάνατό της. Το 1929 ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας «Ρωμιοπούλες», η οποία τελείωσε το 1939 και αποτελεί ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται, σε τρεις τόμους, τη ζωή της Δέσποινας Κρινά-Δαπέργολα, μιας δραστήριας γυναίκας που η κοινωνία της εποχής της, την περιόριζε σε ένα χρυσό κλουβί. Το πρώτο βιβλίο, «Το Ξύπνημα», καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η «Λάβρα» καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το «Σούρουπο» τα έτη 1914-1920.
Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο «Τρελαντώνης» (1932), με τις περιπέτειες του αδερφού της, όταν όλα τα αδέρφια ήρθαν από την Αίγυπτο να περάσουν το καλοκαίρι με τη θεία τους (σε ένα σπίτι του Τσίλερ) στον Πειραιά, ο «Μάγκας» (1935), με τη ζωή στην Αλεξάνδρεια μέσα από τα μάτια του μικρού σκύλου της οικογένειας, και τα «Μυστικά του Βάλτου» (1937), με την ιστορία να εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1941 ο Φίλιππος Δραγούμης εμπιστεύεται στη Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη.
Κάνει απόπειρα αυτοκτονίας (ή στο γραφείο ή στο μπάνιο της οικίας) παίρνοντας δηλητήριο, στις 27 Απριλίου του 1941, την ημέρα κατά την οποία τα ναζιστικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα (για εκείνη τη μέρα περισσότερα εδώ). Φεύγει από την ζωή 5 μέρες αργότερα, στις 2 του Μάη. Στον τάφο της, ο οποίος δεν είναι επισκέψιμος και βρίσκεται σε παρεκκλήσι στο κτήμα στο οποίο διαμένει ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, χαράζεται η λέξη «ΣΙΩΠΗ».
*H οικία Δέλτα σήμερα στεγάζει παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη και συγκεκριμένα από το 1994 το Τμήμα των Ιστορικών Αρχείων.
Παύλος Μελάς
Επόμενος σταθμός μας η οδός Τατοΐου, στον αριθμό 50. Φτάνουμε πολύ εύκολα από την οικία Δέλτα, ανεβαίνοντας την οδό Εμμανουήλ Μπενάκη, όπου στο τέλος της συναντάμε την Τατοΐου. Στο δεξί μας χέρι, στον αριθμό 50, βρίσκουμε το σπίτι του Μακεδονομάχου, Παύλου Μελά, το οποίο στέκει ακόμα, παρόλο που έχει αφεθεί στην τύχη του, χωρίς κάποια κρατική μέριμνα.
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Ήταν ένα από τα επτά παιδιά του ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδυσσό. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τον Παρακάλαμο Πωγωνίου της Ηπείρου, όπου ακόμα σώζονται τα ερείπια του οικογενειακού πύργου. Η οικογένειά του μετακινήθηκε στην Αθήνα το 1874.
Την εποχή εκείνη το κύριο εθνικό και πολιτικό ιδεολογικό ρεύμα στην Ελλάδα ήταν η Μεγάλη Ιδέα, η διεύρυνση δηλαδή των ελληνικών συνόρων για να συμπεριλάβουν ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία. Ο πατέρας του Μελά συμμεριζόταν αυτό το όραμα και δαπάνησε σημαντικό μέρος της προσωπικής του περιουσίας για την πραγματοποίησή του. Ασχολήθηκε με την πολιτική, έγινε κατά περιόδους δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής Αττικής ενώ το 1896 θα γινόταν πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής εθνικιστικής οργάνωσης της οποίας μέλος ήταν και ο Παύλος. Σε ένα τέτοιο ιδεολογικό κλίμα ανατράφηκε ο νεαρός Μελάς.
Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό Κομιτάτο για την προώθηση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή της Μακεδονίας, ως αντίδραση στη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων.
Το 1885 ο Μελάς τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τον επόμενο χρόνο εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός το 1891. Παράλληλα γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού και μέλλοντα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα Δραγούμη, που συναντάμε και σε αυτή τη βόλτα. Ο Ίων Δραγούμης είναι αυτός που ενημερώνει τον Μελά για την κατάσταση που επικρατεί στη Μακεδονία, γνωρίζοντάς την εις βάθος ως υποπρόξενος στην πόλη του Μοναστηρίου (σημερινή Μπίτολα της Π.Γ.Δ.Μ.)
Ο Μελάς και η Δραγούμη παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1892 και απέκτησαν δύο παιδιά: Τον Μιχάλη (χαϊδευτικά Μίκης) το 1895 και τη Ζωή (χαϊδευτικά Ζέζα) το 1897. Ας κρατήσουμε στη μνήμη μας τα παρατσούκλια των παιδιών γιατί θα τα συναντήσουμε και παρακάτω.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1897, o Μελάς υπηρετούσε ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν τον κάλεσαν να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού. Υπό την πίεση της Εθνικής Εταιρείας και ενάντια στη θέληση των Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να στείλει εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη για τη στήριξη της εκεί επανάστασης. Ο Μελάς απογοητευμένος έμαθε πως η μονάδα του δεν περιλαμβανόταν στο εκστρατευτικό σώμα. Την επόμενη μέρα όμως ανακοινώθηκε πως η πεδινή πυροβολαρχία του, υπό τη διοίκηση του πρίγκηπα Νικολάου, θα μετέβαινε στη Λάρισα.
Στις 16 Φεβρουαρίου η μονάδα αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά και μέσω Χαλκίδας και με το σιδηρόδρομο από το Βόλο έφτασε στη Λάρισα. Η αποτυχημένη εισβολή Ελλήνων ατάκτων στη Μακεδονία, οργανωμένων από την Εθνική Εταιρεία, στις 9 Απριλίου, έδωσε στην οθωμανική κυβέρνηση την αφορμή που αναζητούσε για την κήρυξη πολέμου. Στις 18 Απριλίου έγινε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και η κήρυξη του πολέμου. Ο Μελάς στα ημερολόγιά του εμφανίζεται ενθουσιασμένος από την έναρξη των εχθροπραξιών, όμως η γρήγορη αρνητική τροπή των πραγμάτων, η άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και η εκκένωση της Λάρισας τον απογοήτευσαν. Στις 18 Μαΐου, με την είδηση της ανακωχής λαμβάνει και τηλεγράφημα από τον πατέρα του, ο οποίος αρρώστησε με υψηλό πυρετό. Ο γιατρός τον έστειλε στη Λαμία και στη συνέχεια στο πλωτό νοσοκομείο Θεσσαλία, όπου υπηρετούσε ως εθελόντρια νοσοκόμα η σύζυγός του Ναταλία. Μαζί επέστρεψαν στο οικογενειακό του σπίτι στην Αθήνα για μία εβδομάδα με τον πατέρα του να αναρρώνει. Στη συνέχεια ζήτησε και επέστρεψε στη Λαμία. Θα επέστρεφε σύντομα ξανά στην Αθήνα λόγω της ασθένειας του πατέρα του, ο οποίος όμως πέθανε στις 17 Ιουνίου.
Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό Κομιτάτο για την προώθηση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή της Μακεδονίας, ως αντίδραση στη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων.
Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, τα παρατσούκλια δηλαδή που χρησιμοποιούσε χαϊδευτικά για τα παιδιά του.
Αποτυγχάνοντας σε εκείνη την πρώτη προσπάθεια, επανήλθε τον Ιούλιο του ίδιου έτους, εισερχόμενος στη Μακεδονία ως ζωέμπορος με το όνομα «Πέτρος Δέδες».
Μετά από 20ήμερη παραμονή συναντήθηκε με τον Έλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη ανταλλάσσοντας σκέψεις για ανάληψη επιχειρήσεων. Επιστρέφει εν συνεχεία στην Αθήνα και ύστερα από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μελάς αναλαμβάνει την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς.
Πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του:
«...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ' όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ' από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ' αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν».
Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».
Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, με ένοπλο σώμα 35 ανδρών, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί διέβη τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στο Όστροβο (σημερινή Άρνισσα).
Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και αμέσως κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς. Τις επόμενες μέρες το σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας, με τον ασυνήθιστο σε κακουχίες Μελά, να καταπονείται ιδιαίτερα.
Στις 5 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πορεία πολλών ημερών, ενώ αντιμετώπισαν την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού, ο Μελάς και οι σύντροφοί του έφθασαν στο χωριό Ζάνσκο, με τους κατοίκους του χωριού θερμούς αυτή τη φορά.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του επιχείρηση. Συνέλαβε έξω από το Σρέμπερνο έναν ηλικιωμένο και δύο παιδιά 8 και 15 ετών και στη συνέχεια τον καταζητούμενο πατέρα του 15χρονου. Νωρίς το βράδυ το σώμα εισέβαλε στο χωριό και συνέλαβε ακόμα έναν καταζητούμενο εξαρχικό. Αποφάσισε τελικά να μην σκοτώσει τους δύο καταζητούμενους υπό τον όρο πως θα πήγαιναν στην ελληνική Μητρόπολη και θα δήλωναν υποταγή στον εκεί Μητροπολίτη.
Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Στις 17 Σεπτεμβρίου προσπάθησε να οργανώσει επίθεση στο χωριό Άιτος καθώς ήταν κέντρο εξαρχικών αυτονομιστών. Η απροθυμία συνεργασίας όμως του ντόπιου συνεργάτη του, του άλλαξε τα σχέδια και αποφάσισε να επιτεθεί στο γειτονικό χωριό Πρεκοπάνα (σημερινή Περικοπή). Εκεί περικύκλωσε τον τοπικό πληθυσμό που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μια κηδεία. Απαίτησε να δηλώσουν πίστη στον Έλληνα Μητροπολίτη και να ζητήσουν την αποστολή ιερέα και δασκάλου. Για να γίνει πιστευτή η απειλή του πήρε μαζί του τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό παπά, τους οποίους οι συνεργάτες του εκτέλεσαν λίγο έξω από το χωριό.
Η δολοφονία φαίνεται να συγκλόνισε τον Μελά. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο χωριό Μπελκαμένη, όπου τους υποδέχτηκαν μυστικά Έλληνες του χωριού. Το απόγευμα της επομένης το σώμα μπήκε στο χωριό και υποχρέωσε τον ρουμανοδάσκαλο σε φυγή.
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά, Ντίνας Στεργίου, μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια. Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος.
Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών.
Κάποια στιγμή το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρυσφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν.
Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει, ή αν ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται να ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς.
Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του, Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει». Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία μαρτυρία.
Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά ξεκίνησε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και τον ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση.
Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια.
Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή, εμφανίστηκε ο οθωμανικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς, η οποία περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς όπου αναπαύεται και η κάρα του από το 1950.
Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ' επιθυμίαν της.
Ο Παύλος Μελάς, παρά τη μικρή του συμβολή στο στρατιωτικό σκέλος των ελληνικών επιχειρήσεων στη Μακεδονία, χάρη στη στάση του και την εκτεταμένη δημοσιότητα που απέκτησε ο θάνατός του, αποτέλεσε υπόδειγμα γενναιότητας και αυταπάρνησης για την απελευθέρωση της πατρίδας στην ελληνική ιστορία.
Μαζί με τον Καπετάν Άγρα (Σαράντος Αγαπηνός, Γαργαλιάνοι, 1880 - Πέλλα, 7 Ιουνίου 1907, του οποίου την ιστορία αφηγείται η Πηνελόπη Δέλτα στα «Μυστικά του Βάλτου»), θεωρούνται οι δύο κορυφαίες μορφές του Μακεδονικού Αγώνα.
σχόλια