Ο σκηνοθέτης και μουσικός Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) θα μπορούσε να είναι πικραμένος ή σνομπ όσον αφορά την παγκόσμια αναγνώριση που απολαμβάνει ο Γιώργος Λάνθιμος. Πάρα πολλοί Έλληνες συνάδελφοί του (κάποιοι δημοσίως, οι περισσότεροι ιδιωτικώς) έχουν μιλήσει εξαιρετικά απορριπτικά για τα φιλμ του βραβευμένου σκηνοθέτη, όχι χωρίς κάποια ζήλια.
«Γιατί αυτός κι όχι εγώ;», αναρωτιούνται πολλοί απ' αυτούς και κακολογούν με κάθε ευκαιρία τον Κυνόδοντα, την Κιννέτα, τις Άλπεις ή και τώρα τον Αστακό, υποστηρίζοντας ότι όταν αυτοί έκαναν weird wave ο Λάνθιμος γύριζε διαφημίσεις και Λαζόπουλο.
Πόσο όμορφα ένιωσα διαβάζοντας το ενδιαφέρον, γενναιόδωρο αλλά και εύστοχο κείμενο του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Χωρίς μεγαλοστομίες, ακριβοδίκαιος και τίμιος -και κυρίως τελείως ακομπλεξάριστος- ο Βούλγαρης δεν προσπαθεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο να αυτοδιαφημιστεί.
Αυτά που έγραψε, μάλιστα, τα έγραψε ιδιωτικά. Εγώ του ζήτησα να τα κάνω δημόσια. Δέχτηκε και τον ευχαριστώ.
Για τον ΛΑΝΘΙΜΟ, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΥΜΑ και τους NEXUS 6 ΘΕΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
“ΑΣ ΤΟ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΒΡΕ ΜΠΡΟ”
Είναι κοινωνικά λυπηρό άλλα όσοι έλληνες σκηνοθέτες να βγούνε και να πούνε σε συνεντεύξεις οτι “δεν υπάρχει greek weird wave”, δεν θα αλλάξει κάτι. Η ιστορία αποφάσισε οτι στα τέλη των 00ς στην Ελλάδα γεννήθηκε το greek weird wave με τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου. Αυτό συνέβη, έτσι γράφτηκε και έτσι θα διδάσκεται σε είκοσι χρόνια όπως τώρα μας διδάσκουν για το γαλλικό νέο κύμα που αποτελείται απο καμιά δεκαριά σκηνοθέτες που δεν έχουν απολύτως κανένα κοινό μεταξύ τους πέραν του οτι είναι Γάλλοι, δημιούργησαν την ίδια περίοδο και μοιράζονταν μια κοινή προσδοκία για ένα καινούργιο σινεμά.
Ο Λάνθιμος λοιπόν έφυγε και τον χάσαμε και ακολουθούν και άλλοι κατα πως φαίνεται. Χαιρόμαστε φυσικά για την εξέλιξη της καριέρας τους άλλα εγώ προσωπικά προβληματίζομαι πολύ για το τι θα μείνει πίσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
“ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ 1997”
Οι άνθρωποι (κριτικοί κινηματογράφου τέλος πάντων) που βαριούνται να πολυασχοληθούν βαφτίζουν ολόκληρο το νεο σινεμά μιάς χώρας με ένα όνομα, του δίνουν ημερομηνία έναρξης και λήξης και το αρχειοθετούν στην βιντεοθήκη της κινηματογραφικής ιστορίας με βαρετό εξωφυλλάκι έτοιμο για αφιέρωμα σε κάποιο βαρετό φεστιβάλ που έχει φτιαχτεί για να τονωθεί η αγορά μιας μικρής ψαροκωμόπολης. Για μένα τα πράγματα φυσικά και δεν είναι έτσι. Κάθε κίνημα έχει την ημερομηνία σύλληψης, την ημερομηνία βάφτισης και την ζωή μέχρι το θάνατο του.
Για να καταλάβουμε πως συλλήφθηκε το greek weird wave πρέπει να πάμε 12 χρόνια πριν τον Κυνόδοντα τουλάχιστον και πιθανότατα στην προβολή της ταινίας No budget story του Ρένου Χαραλαμπίδη. Αυτή η ταινία ήταν η πρώτη καλή ταινία νέου ανθρώπου φτιαγμένη με τα νέα τότε βιντεομέσα, με άμεση επικοινωνία με το τι συνέβαινε τότε στο παγκόσμιο σινεμά που ήταν ο αμερικάνικος ανεξάρτητος κινηματογράφος. Μέχρι και το έτος βάφτισης ,δηλαδή το 2009, κάθε χρόνο υπήρχαν μια με δύο ελληνικές ταινίες που προσέγγιζαν κάτι καινούργιο και σπρώχνανε την κατάσταση. Νέοι δημιουργοί, νέοι κινηματογραφιστές, νέοι ηθοποιοί, ταινίες πολλές φορές αυτοχρηματοδοτούμενες, ανεξάρτητος κινηματογράφος.
Μέσα σε αυτές ήταν και η ταινία ενός διαφημιστή, του Γιώργου Λάνθιμου. Η ταινία ήταν η Κινέττα. Η Κινέττα την εποχή της προβολής της δεν άρεσε σχεδόν σε κανένα θεατή στη χώρα μας.
Ο Λάνθιμος αντιμετωπιζόταν με σνόμπ διάθεση επειδή προερχόταν απο την διαφήμιση, η ταινία ήταν πολύ δύσβατη για το οποιοδήποτε κοινό και θυμάμαι, επειδή εμένα έτυχε να μου αρέσει καθότι άνθρωπος που σέβεται τις αρνητικές εμπειρίες, οτι μετριόμασταν όσοι ήμασταν φαν της ταινίας και δεν ήμασταν πάνω απο 40-50.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
“ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΒΑΦΤΙΣΗΣ 2009”
Μέχρι όμως και το 2009 δεν φαινόταν ο δρόμος που θα έβγαζε τις ταινίες μας προς τα έξω και βασικά δεν υπήρχε η φιλοδοξία. Ξέραμε οτι κάναμε ταινίες για λίγους, που αντε να παιχτούν σε κανένα συμπαθητικό φεστιβάλ και ως εκεί. Κάναμε τις ταινίες επειδή αγαπούσαμε το σινεμά όπως ένα παιδί ζωγραφίζει για να ομορφαίνει το μυαλό του. Πολλές ταινίες που τώρα αγαπιούνται απο τον κόσμο σνομπαρίστηκαν στην εποχή τους. Το Σπιρτόκουτο και ο Βασιλιάς είναι δύο κλασικά παραδείγματα. Μέχρι και το never mind the bollocks του Κυνόδοντα στις προφεσιονέλ συζητήσεις “τι πρέπει να έχει μια ελληνική ταινία για να βγει έξω” όλοι απαντούσαν α)να είναι ακριβή παραγωγή β) να δείχνει τα νησιά και το ελληνικό τοπίο.
Αυτό μου θυμίζει το 1998 και την πρώτη μέρα προβολής της Οικογενειακής Γιορτής του Βίντεμπεργκ στους κινηματογράφους. Όλη η αίθουσα γεμάτη ,άνθρωποι με ένταση στα μάτια περιμένοντας την τσουρουφλιστή επαφή με τη “νέα εικόνα”. Βγαίνοντας απο την αίθουσα βλέπω έλληνα κινηματογραφιστή και ενώ και οι δυο έχουμε σοκαριστεί απο την αίσθηση του καινούργιου κανείς μας δεν λέει οτι αυτό θα μπορούσαμε να το κάνουμε και μεις. Μια φτηνή προσωπική ιστορία με εθνικά χαρακτηριστικά. Οχι. Εμείς για να βγούμε έξω πρέπει να κάνουμε Ζορμπάδες ήταν η απάντηση που δίναμε μέσα μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
“ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΕ”.
Ο Λάνθιμος παίρνει το βραβείο στις Κάννες και φτάνει στα Οσκαρ με μια φτηνή, προσωπική,περίεργη ταινία με άγνωστους στο ευρύ κοινό ηθοποιούς και συνεργάτες.
Αυτή η στιγμή έβαλε μεγάλη φωτιά στα μυαλά των ελλήνων κινηματογραφιστών που συνειδητοποίησαν οτι δεν χρειάζεται και τίποτα για να φτάσεις στα πάνω διαμερίσματα. Έλα όμως που το τίποτα και το κάτι δεν μετριέται με όρους οικονομικούς. Και ο Μπρεσόν και ο Κασαβέτης κάνανε ταινίες με το τίποτα άλλα αν δοκιμάσεις να παίξεις μπάλα στο δικό τους γήπεδο θα δείς οτι μόνο εύκολο δεν είναι.
Το 2009 υπήρξε σημαδιακό και για άλλους λόγους. Βρισκόμαστε αμέσως μετά τον άγριο Δεκέμβρη, οι “κινηματογραφιστές στην ομίχλη” προσπαθούν ματαίως να αλλάξουν το ελληνικό σινεμά βάζοντας στο ίδιο δωμάτιο τους φταίχτες και τους εξεγερμένους και μαζί με τον Κυνόδοντα υπάρχει και μια άλλη ταινία που κάνει μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό και αγαπιέται πολύ. Η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα.
Οι δύο ταινίες φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετες, αν και με παρόμοια θεματική, δείχνανε λίγο αλληγορικά τους δύο δρόμους που θα μπορούσε να πάρει το ελληνικό σινεμά. Ο πιο περίεργος δρόμος ενός δύσκολου κινηματογράφου με λίγα εθνικά χαρακτηριστικά και σε διαρκή πόλεμο με τη θετική ενέργεια του κάθε θεατή ή ο δρόμος της πανανθρώπινης ελληνικής ταινίας που προσπαθεί να αγκαλιάσει το κοινό της. Οι Έλληνες σκηνοθέτες φυσικά διάλεξαν τον πρώτο δρόμο που όχι τυχαία... οδηγεί και στα Όσκαρ.
Οι σινεφιλικοί έχουνε γίνει το πιο αντικινηματογραφικό κοινό. Δεν πηγαίνουν σινεμά να στηρίξουν τις αίθουσες ή τον καλό κινηματογράφο. Γεμίζουν σκληρούς με terra ταινιών που δεν βλέπουν ποτέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
“ΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ”
Τα επόμενα πέντε χρόνια βιώσαμε τα εξής:
Α) Οι σκηνοθέτες πάσχισαν να επαναλάβουν την μεγάλη επιτυχία του Λάνθιμου και φτάσαν σε σημείο να απογοητεύονται που η ταινία τους δεν επιλέχθηκε για το διαγωνιστικό των Καννών όταν πριν απο δέκα χρόνια τσακωνόντουσαν για το ποιός θα έχει το καλύτερο σλοτ στις προβολές του Ολύμπιον στη Σαλόνικα. Αυτό βαφτίστηκε “υγιής ανταγωνισμός”.
Β) Οι παραγωγοί ψάχναν τον νέο Κυνόδοντα και άρχισαν να συζητάνε για το αν το σενάριο έχει “προοπτική για ένα διεθνές κοινό” σαν χαζοί προμοτερς του μηδέν μην γνωρίζοντας βασική ιστορία κινηματογράφου και το ότι για να επικοινωνήσει μια ταινία με ένα διεθνές κοινό αρκεί να είναι γαμημένα καλή και ο παραγωγός της να σπάσει το κεφάλι του να την βγάλει προς τα έξω.
Γ) Τα φέστιβαλ έγιναν ο νέος δέκτης του ελληνικού κινηματογράφου. Σαν να βρισκόμαστε στο Ιράν όπου οι ελεύθερες ταινίες λογοκρίνονται και εμείς απλά αποσκοπούμε στην διεθνή αναγνώριση για να μοιραστούμε το εθνικό πρόβλημα μας. Λίγοι ενδιαφέρθηκαν για το κοινό. Ακόμα λιγότεροι το κέρδισαν.
Δ) Το κοινό ποτέ δεν αγκάλιασε αυτό τον νέο κινηματογράφο όπως δεν αγκάλιασε σε πρώτο χρόνο και τον νέο ελληνικό κινηματογράφο του ’70. Οι φαν του Τζέημς Πάρις δε βλέπουν πια σινεμά και διασκεδάζουν χτυπώντας μετανάστες και οι σινεφίλ γίναν αφ υψηλού κριτές που ψάχνουν μόνο αριστουργήματα απο μια κινηματογραφία που αναπνέει με σωληνάκι ενώ οι ίδιοι στις δουλειές τους είναι αγκαλιά με τη μετριότητα και δεν μπορούν να καταλάβουν καν τη διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και τηλεόρασης επαναλαμβάνοντας εδώ και δέκα χρόνια όλοι μαζί σε μάντρα “οι σειρές πια είναι καλύτερες απο τις ταινίες.οι σειρές πια είναι καλύτερες απο τις ταινίες”. Κακά τα ψέματα και θλιβερές οι αποδείξεις. Οι σινεφιλικοί έχουνε γίνει το πιο αντικινηματογραφικό κοινό. Δεν πηγαίνουν σινεμά να στηρίξουν τις αίθουσες ή τον καλό κινηματογράφο. Γεμίζουν σκληρούς με terra ταινιών που δεν βλέπουν ποτέ. Απλά μαθαίνουν ονόματα και τίτλους για να χουν να ανταλλάσουν απόψεις στο facebook πάντα με google search βοήθημα στα κλεφτά.
Μέσα σε αυτά τα 5 χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο είδαμε καλές ταινίες, κακές ταινίες, ταινίες με δική τους προσωπικότητα που όλοι πασχιζαν να βρουν στοιχεία να τις εμπλέξουν με το weird wave, ταινίες που εκμεταλλεύτηκαν το ενδιαφέρον για το weird wave για να κάνουν όνομα χωρίς να διαθέτουν κάτι πρωτότυπο. Οτι θα συνέβαινε δηλαδή έτσι κι αλλιώς και ότι συνέβη και στο παρελθόν στα περισσότερα κινηματογραφικά κινήματα που ήταν γεννήματα της δυσλειτουργικής φαντασίας των κριτικών και όχι των ίδιων των κινηματογραφιστών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
“O ΑΣΤΑΚΟΣ, ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΠΙΘΗΚΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΝΤΟΣ”
Ο Λάνθιμος φέτος έκανε κάτι που πολλοί σκηνοθέτες ονειρεύονται. Μια ταινία στο εξωτερικό, με γνωστούς ηθοποιούς που είναι όμως ακριβώς το δικό του σινεμά. Την έβγαλε πεντακάθαρη δείχνοντας μάλιστα μεγάλη εξέλιξη στα εκφραστικά του μέσα. Αν κάτι εξελίσσεται στον Αστακό είναι οι ικανότητες του ίδιου του Γιώργου. Και φυσικά έχει σαν βασικό του συνεργάτη την καλύτερη πένα που έχουμε δει στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια. Ο Φιλίππου ακόμα και όταν επαναλαμβάνεται ή αντιγράφει τον εαυτό του παραμένει πιο ενδιαφέρον απο τους περισσότερους στυλούς χωρίς μελάνι. Επίσης έχει τον Θύμιο Μπακατάκη στη φωτογραφία που στον Αστακό πραγματικά έκανε την καλύτερη δουλειά του και φυσικά τον Γιώργο Μαυροψαρίδη, έναν εκπληκτικό μοντέρ. Μια ομάδα που δουλεύουν μαζί εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Οι καλύτεροι στο είδος τους.
Ενω θα περίμενε κάποιος ο Λάνθιμος να είναι τρομερά αγχωμένος απο το βάρος του εγχειρήματος, αντιθέτως στον Αστακό για πρώτη φορά φαίνεται χαλαρός. Φαίνεται να διασκεδάζει και να αγαπάει και να μη φοβάται να το δείξει. Και όταν λέω να αγαπάει δεν εννοώ τις ρομαντικές σκηνές άλλα οτι για πρώτη φορά κάνει μια ταινία με ξεκάθαρες κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές. Στις προηγούμενες ταινίες του προσπαθούσε σαν τρελός να μη μοιάσει με τίποτα. Στον Αστακό διακρίνεται μέσω του βοις οβερ, των κάδρων, της φωτογραφίας και της χρήσης της μουσικής μια πολύ ξεκάθαρη αγάπη για τον Κιούμπρικ και συγκεκριμένα για το Barry Lyndon.
Επίσης είναι πολύ έξυπνη η χρήση του ημερολογίου που είναι μια παραλλαγή του αντίστοιχου μοτίβου στο 1984 του Όργουελ μόνο που στον Αστακό το ημερολόγιο πρέπει να μείνει κρυφό απο τους επαναστάτες και όχι απο τους κυβερνώντες. Αυτές τις ιδέες προφανώς και ο Λάνθιμος τις οικειοποιείται με έναν τελείως δικό του τρόπο παρόλα αυτά είναι εκεί και για πρώτη φορά φαίνεται στο σινεμά του η αγάπη του για το ίδιο το σινεμά. Οτι πέραν απο άνθρωπος που μισεί τους κανόνες όπως και οι ήρωες του ο Λάνθιμος είναι και θέλει να είναι κινηματογραφικός παραμυθάς.
Αγάπησε και αυτός αυτή την διέξοδο που λέγεται σινεμά απο μικρός ίσως και με το Στάσου Πλάι Μου όπως λέει μια απο της ηρωίδες του Αστακού ή με το War of the Roses, την καλυτερη αμερικανικη κωμωδία και μια ταινία που έχει υμνήσει ο ίδιος και αν κάποιος την ξαναδεί μπορεί να βρει μέσα της αρκετές απαντήσεις στο λανθιμικό αίνιγμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
“ΜΕΤΑΠΟΚΑΛΥΨΗ 2019”
Ένα απο τα κινηματογραφικά εγκλήματα της κρίσης στην Ελλάδα είναι οτι η πολιτεία (συμπεριλαμβάνονται εδώ το κράτος,το κοινό και ο ίδιος ο κινηματογραφικός κόσμος) δεν κατάφεραν να κρατήσουν τον Λάνθιμο εδώ. Αντιθέτως σχεδόν τον έδιωξαν με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα περι σεναριακών κλοπιμαίων, αρνητικές θεατρικές κριτικές που βγάζαν μάτι σκατοψυχίας,έλλειψη βασικής χρηματοδότησης και συνεχές παράπονο περι αρρωστημένης τέχνης που δεν έχει σχέση με την Ελλάδα και που δεν είναι έτσι η Ελλάδα λες και η Ισπανία ήταν όπως τη δείχνει ο Ανδαλουσιανός Σκύλος ή η Γαλλία ήταν όπως τη δείχνει το Με κομμένη την Ανάσα.
Ο Λάνθιμος λοιπόν έφυγε και τον χάσαμε και ακολουθούν και άλλοι κατα πως φαίνεται. Το αποτέλεσμα είναι να χαιρόμαστε φυσικά για την εξέλιξη της καριέρας τους άλλα εγώ προσωπικά να προβληματίζομαι πολύ για το τι θα μείνει πίσω. Οι άνθρωποι που νομίζουν οτι τώρα που έχουμε κρίση δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με τις “τέχνες” είναι πραγματικά το πιο επικίνδυνο είδος που περπατάει αυτή τη στιγμή στον πλανήτη ,λευκός καρχαρίας included. Είναι πολύ σημαντικό να συνεχίσει να υπάρχει ελληνικό σινεμά με τα δικά του χαρακτηριστικά και που να μιλάει στο ελληνικό κοινό. Να μη μας ενδιαφέρει αν μας καταλαβαίνει το ξένο κοινό και αν “επικοινωνούμε” και αν θα μας αγαπήσουν τα φεστιβάλ. Και ας είναι άδειες οι αίθουσες. Και ας υπάρχει αυτή η αφόρητη γκρίνια των ανθρώπων που λένε άσχημα πράγματα για το ελληνικό σινεμά έχοντας δει τα άπαντα Βουγιουκλάκη,ενάμιση αγγελόπουλο, τρία τέταρτα Τσιώλη και μια οκά Οικονομίδη. Και ας μη θέλει το κοινό σήμερα.
Δεν θα κάνουμε τα πάντα για το κοινό.
Δε θα βγούμε με φλογέρες να παίζουμε το Μαγεμένο Αυλό της Επικοινωνίας μπας και “hashtag τσιμπήσουν”.
Το σινεμά είναι κάψουλα που ταξιδεύει στο χρόνο.
Δεν το φτιάχνουμε για να διασκεδάζει.
Δεν το φτιάχνουμε για να κερδίζει βραβεία.
Είναι ψεύτικες αναμνήσεις που εντυπώνονται μέσα μας καθώς μεταλλασόμαστε σε ανδροείδή τύπου nexus 6.
Αυτές οι ψεύτικες αναμνήσεις που τις αγαπήσαμε σαν να ήταν δικές μας.