Σκάλα Συκαμνιάς Λέσβου. Στα 14 του, ο Δημήτρης είπε στους γονείς του ότι ήταν κορίτσι. Αντέδρασαν κλείνοντάς τον σε ίδρυμα, κι όταν βγήκε του έριχναν κρυφά στο φαγητό του ισχυρά φάρμακα. Δραπέτευσε στην Αθήνα όπου έζησε άστεγος για χρόνια, αλλά τελικά ξαναγύρισε στο χωριουδάκι του νησιού του για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του – για 25 χρόνια. Όταν αυτή πέθανε, άρχισε να φορά γυναικεία παντελόνια και μπλούζες και μόλις το 2014 έβαλε για πρώτη φορά φόρεμα και κυκλοφόρησε δημοσίως.
Όταν όλα πήγαν στραβα, η αυτοκτονία ήταν πλέον η πιο ελκυστική λύση. Τότε όμως ήταν που αποφάσισε να κάνει κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ...
Η Καναδή βρισκόταν τον περασμένο μήνα στην Λέσβο για να βοηθήσει τους πρόσφυγες. Έκανε αρχικά καμπάνια χρηματοδότησης στο GoFundMe για να μαζέψει τα χρήματα του ταξιδιού της, και η αξιοθαύμαστη δράση της στη Λέσβο έγινε μάλιστα θέμα και στο Upworthy.
Εντυπωσιάστηκε όμως κι απ' την ιστορία του Δημήτρη και όταν τυχαία γνώρισε έναν Σουηδό, τον Torbjörn Stenberg που είχε φωτογραφική μηχανή, αποφάσισαν να μιλήσουν μαζί του και να φωτογραφήσουν τον ενδιαφέροντα άνδρα με τα γυναικεία ρούχα. Πήγαν για ρεβεγιόν Χριστουγέννων στο σπίτι του, και κατέγραψαν την κουβέντα τους, η οποία δημοσιεύτηκε στα αγγλικά, στο Pappas Post. (Tην μεταφράσαμε σήμερα για το LIFO.gr. / Φωτογραφίες: Torbjörn Stenberg, αρχική μετάφραση απ' τα ελληνικά στα αγγλικά: Λίζα Νανάσου και Μαίρη Χαρά)
«Νιώθεις άντρας ή γυναίκα;» τον ρώτησαν αρχικά για να ξέρουν πώς να τον αποκαλούν από κει και πέρα. «Γυναίκα» ήταν απάντηση, «και το όνομά μου είναι Δημήτρη». Και η Richards με τον Stenberg το σεβάστηκαν. Ακολουθεί η συνάντησή τους...
Φτάνουμε στο σπίτι της Δημήτρη την παραμονή των Χριστουγέννων. Μας χαιρετά φορώντας ένα ροζ φόρεμα, πέρλες κι ένα πανέμορφο χαμόγελο. Λάμπει.
Έχουμε φέρει κρασί και πίτσα απ’ την ταβέρνα, και καθόμαστε στην τραπεζαρία για να τα πούμε. Μας λέει ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που κάποιος την επισκέπτεται.
―Αλήθεια;
―Ναι, αλήθεια.
Είναι ενθουσιασμένη, και σχεδόν τα έχει χαμένα με την πρωτόγνωρη αίσθηση του να έχει καλεσμένους στο σπίτι της. Μας προσφέρει χειροποίητο λικέρ πολλές φορές, αλλά ξεχνά να μας φέρει τα ποτήρια στο τραπέζι. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλει να μας δείξει και να μοιραστεί μαζί μας, που δυσκολεύεται να εστιάσει σε ένα και μόνο πράγμα.
Η Δημήτρη αφηγείται τα παιδικά της χρόνια στο μικρό ψαροχώρι με τα αδέρφια και τους γονείς της. Περιγράφει τη μητέρα της ως βαθιά θρησκευόμενη και πιστή γυναίκα, και πηγή αληθινής και ανιδιοτελούς αγάπης για το παιδί της. Περιγράφει τον πατέρα της ως άγριο άντρα, που εξαφανιζόταν απ’ το σπίτι για μεγάλες περιόδους κάθε φορά, κι όταν επέστρεφε προκαλούσε πανικό. Παρόλα αυτά η οικογένεια έμεινε μαζί και οι γονείς της έμειναν παντρεμένοι μέχρι και τον θάνατό τους πριν από 7 χρόνια. Πέθαναν και οι δύο με απόσταση έξι μήνες μεταξύ τους.
Από μικρή ένιωθε ότι ήταν διαφορετική. Στα 14, όταν είπε ότι είναι κορίτσι, στάλθηκε σε ψυχιατρείο απ’ τους ταραγμένους γονείς της. Οι γιατροί απαίτησαν να παίρνει φάρμακα και μετά την επιστροφή της στο σπίτι, πιθανότατα και για όλη της τη ζωή. Η ίδια δεν το ήθελε. Τα φάρμακα την έκαναν να νιώθει χάλια, κι έτσι οι γονείς τα έριχναν στα κρυφά στο φαγητό της.
Παρ’ όλα αυτά, δεν σταμάτησε να νιώθει κορίτσι, και η ειλικρίνειά της την εξοστράκισε από την κοινωνία του χωριού, προκαλώντας κουτσομπολιά και ντροπή στην οικογένειά της και περισσότερα προβλήματα στον ήδη προβληματικό γάμο των γονιών της.
Δεν έζησε ποτέ κάποιον εφηβικό έρωτα, μόνο ανεκπλήρωτους πόθους για αγόρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρει κάποιο αγόρι στο χωριό που θα την ήθελε. Ήταν έφηβη όταν έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας (η πρώτη απ’ τις πολλές που θα ακολουθούσαν σε διάφορα στάδια της ζωής της).
Όπως λέει, το κοντινότερο που έφτασε στο να της δείξει κάποιος ενδιαφέρον ήταν όταν ως έφηβη κολυμπούσε γυμνή στη θάλασσα, κι ένας ηλικιωμένος απ’ το χωριό εμφανίστηκε και της είπε ότι ήθελε να τη βιάσει. Η Δημήτρη τρομοκρατήθηκε. Ο άντρας συνέχισε να την παρενοχλεί και να την παρακολουθεί κρυφά για αρκετά χρόνια.
Πάντως, τώρα που τα ξαναθυμάται, δεν νιώθει μίσος γι’ αυτόν τον άντρα, αλλά μάλλον συμπόνια. «Η ψυχή του ήταν μαύρη επειδή ποτέ δεν αγαπήθηκε. Εγώ τουλάχιστον είχα την ασφάλεια της μητρικής αγάπης, που με έσωσε», λέει.
Τελικά, στα 20, άφησε πίσω της το χωριό και το νησί της Λέσβου, κι έτρεξε στην πρωτεύουσα. Έζησε άστεγη, στους δρόμους της Αθήνας για σχεδόν πέντε χρόνια. Έκανε μερικές δουλειές, πχ. σε σούπερμάρκετ, αλλά και οι πρωτευουσιάνοι αισθάνονταν πως ήταν διαφορετική και σταδιακά την απέκλεισαν. Ακόμα και σε μια πόλη με τον πληθυσμό της Αθήνας, η Δημήτρη δεν βρήκε αγάπη ή συντροφιά, πέρα από μια γυναίκα –επίσης άστεγη- με την οποία έκανε κάποια παρέα. Μαζί, στους δρόμους, «έπαιζαν» μια φαντασίωση, ότι ήταν παντρεμένοι και ετοιμάζονταν να κάνουν και παιδί.
Το να κάνει οικογένεια είναι το όνειρο που είχε όλη της τη ζωή, κάτι που πιστεύει πως θα ολοκλήρωνε την ύπαρξή της. Αυτό που θα προσέφερε την «παντοτινή αγάπη» που τόσο της έλειψε.
Συνειδητοποιεί πως είναι ολομόναχη, χωρίς φίλους και σύντροφο, ή έστω κάποιον για να πει δυο κουβέντες. Η Δημήτρη λέει πως οι μόνοι άνθρωποι που μπορεί να της μιλήσουν είναι τα παιδιά του χωριού.
Αναγκάστηκε να επιστρέψει στο νησί όταν η μητέρα της αρρώστησε. Τα μεγαλύτερα αδέρφια της είχαν προλάβει να φύγουν απ’ την προβληματική οικογενειακή εστία, ο πατέρας της ήταν αναξιόπιστος, και κανείς άλλος δεν θα φρόντιζε για τη μητέρα της.
Έζησε μαζί της και την φρόντισε για τα επόμενα 25 χρόνια. Ο θάνατός της τη συγκλόνισε. Ήταν η απώλεια της μόνης πηγής συντροφιάς και αγάπης στη ζωή της. Ήταν τώρα πραγματικά ολομόναχη.
Η αυτοκτονία ήταν πλέον η πιο ελκυστική λύση. Τότε όμως ήταν που αποφάσισε να κάνει κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ.
Να φορέσει γυναικεία ρούχα. Όχι φορέματα ακόμη, αλλά έστω παντελόνια και μπλούζες.
Και τότε ήταν που ένιωσε μια βαθιά αίσθηση ανακούφισης και πραγματικής άνεσης. Η Δημήτρη άρχισε να νιώθει καλύτερα απ’ ό,τι είχε νιώσει σε ολόκληρη τη ζωή της. Ένιωσε για πρώτη φορά ολοκληρωμένος άνθρωπος.
Πώς άραγε αντέδρασαν οι άνθρωποι στο χωριό; «Δεν ένιωσαν και τρομερή έκπληξη, με ήξεραν έτσι κι αλλιώς, αλλά είναι αλήθεια πως υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις».
Τις αγνόησε, και πρόπερσι το καλοκαίρι άρχισε να φορά φορέματα.
Έχοντας περάσει ολόκληρη τη ζωή της ως παρίας και με τη μητέρα της πια νεκρή, δεν έχει τίποτα να χάσει, πέρα απ’ τον εαυτό της. Νιώθει προστατευμένη απ’ την αυθεντικότητα της ζωής της, απ’ το ότι είναι ο αληθινός εαυτός της πια, και μόνο αυτό την νοιάζει. Δεν θέλει να φύγει απ’ το μικροσκοπικό ψαροχώρι, ούτε θα ήθελε να κάνει εγχείρηση επαναπροσδιορισμού φύλου.
Παρ’ όλα αυτά συνειδητοποιεί πως είναι ολομόναχη, χωρίς φίλους και σύντροφο, ή έστω κάποιον για να πει δυο κουβέντες. Η Δημήτρη λέει πως οι μόνοι άνθρωποι που μπορεί να της μιλήσουν είναι τα παιδιά του χωριού.
Παρά την κοινωνική απομόνωση, η Δημήτρη βρίσκει διέξοδο στη μουσική και στη μόδα, ξοδεύοντας όσα λίγα λεφτά έχει σε νέα φορέματα και παλιά άλμπουμς. Είναι μεγάλη φαν της Μαρίας Κάλλας, και λατρεύει παλιές χολιγουντιανές ντίβες όπως την Γκρέτα Γκάρμπο.
Νιώθει μεγάλη συμπόνια για τους πρόσφυγες που φτάνουν στο νησί, γιατί οι πρόσφυγες δραπετεύουν από κάτι φρικτό. Αφήνουν τα πάντα πίσω τους και μένουν χωρίς τίποτα, κι αυτό είναι κάτι που έχει νιώσει κι η ίδια.
Της λέω ότι έγραψα γι’ αυτήν και ανέβασα φωτογραφίες της, κι ότι η ιστορία της ενέπνευσε πολλούς ανθρώπους. Κοκκινίζει με σεμνό ενθουσιασμό.
Και μετά της δίνω το Χριστουγεννιάτικο δώρο μας.
Τα συναισθήματα ξεχειλίζουν από μέσα της. Νομίζω ότι έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που έλαβε κάποιο δώρο. Ειδικά σαν αυτό.
Μέσα στο πακέτο είναι η πρώτη της τσάντα, και ένα κομψό μαύρο φόρεμα με ζώνη. Και παρότι το μαύρο δεν είναι το χρώμα της, το λατρεύει.
«Δεν έχουμε μόδα, έχουμε στυλ!» λέει, χρησιμοποιώντας την διάσημη ρήση της Κοκό Σανέλ.
Την ρωτώ, αν είχε μία ευχή, ποια θα ήταν αυτή; «Απλά να υπάρχει ειρήνη και να σέβονται όλοι τους συνανθρώπους τους. Να μπορέσει να κατανοήσει ο ένας τον άλλον.»
Μου λέει επίσης πως νιώθει μεγάλη συμπόνια για τους πρόσφυγες που φτάνουν στο νησί, γιατί οι πρόσφυγες δραπετεύουν από κάτι φρικτό. Αφήνουν τα πάντα πίσω τους και μένουν χωρίς τίποτα, κι αυτό είναι κάτι που έχει νιώσει κι η ίδια.
Η επίσκεψή μας τελειώνει με φιλιά και αγκαλιές. Μας λέει πως για πρώτη φορά μίλησε τόσο ανοιχτά και με τόση ειλικρίνεια για τη ζωή της. Νιώθει απελευθερωμένη, σα να έφυγε ένα βάρος από πάνω της.
Ο Torbjörn κι εγώ, φεύγοντας, συμφωνήσαμε πως ήταν κρίμα που υπήρχε το γλωσσικό εμπόδιο (δύο κοπέλες απ’ την ταβέρνα είχαν έρθει μαζί μας ως διερμηνείς) κι ευχηθήκαμε να είχαμε περισσότερο χρόνο μαζί της.
Θεωρούμε πως η ιστορία της αξίζει να ειπωθεί σε ένα ντοκιμαντέρ, ίσως από κάποιον/α LGBTQ σκηνοθέτη απ’ την Ελλάδα. Η ιστορία της, με όλες τις αποχρώσεις του χωριού, της ελληνικής κουλούρας και ιστορίας, μπορεί να αποτελέσει πρώτης τάξεως υλικό για κάποιον Έλληνα ή κάποια Ελληνίδα που θα ήθελε να γυρίσει ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ.
Αν διαβάζετε αυτό το άρθρο και νιώθετε το ίδιο με μας, βοηθήστε την ιστορία της να φτάσει στα αυτιά της αθηναϊκής queer κοινότητας. Πείτε τους ότι η Δημήτρη ζει σ’ αυτό το χωριό, στη Σκάλα Συκαμνιάς Λέσβου, και ζητήστε τους να την βρουν. Όχι μόνο για ντοκιμαντέρ, αλλά και για υποστήριξη και παρέα.
Μακάρι ένα χέρι φιλίας να απλωθεί προς αυτήν, από όλους μας.
(Το Facebook της είναι εδώ.)
©Μετάφραση: LIFO.gr