ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
1.7.2016 | 02:05

Η φωκια

Αν και ειμαι νεα λεπτη και με χαριτωμενο προσωπο η μητερα μου καθε φορα που θελει να με "πληγωσει" με αποκαλεί φωκια. Το ξερω οτι ακουγεται χαζο αλλα με ενοχλει. Πώς ειναι δυνατον να αποκαλει φωκια καποιος που ειναι πολυ ασχημος εμφανισιακα σε σχεση με αυτον που βριζει? Ειναι η βρισια που μου ελεγε απο παιδι. Πραγματικα δεν εχω ιδεα τί σημαινει αυτη η ηλιθια λεξη και γιατι προτιμαει αυτην.
4
 
 
 
 
σχόλια
Μπορεί να εννοεί τη μονάχους-μονάχους και τότε σημαίνει ότι σας αποκαλεί μονάκριβή της, μια και οι συγκεκριμένες αποτελούν προστατευόμενο είδος. Διευκρινίστε το. Αν και πάλι σας ενοχλεί, θυμίστε της ότι η μικρή φώκια γεννήθηκε από τη μεγάλη, οπότε ό,τι σας αποκαλεί ισχύει και για την ίδια.Από την άλλη μωρέ... μανούλα είναι. Κάποτε με φώναζε κι εμένα έτσι και συγχρόνως "παιδί της Μπιάφρας". Το "φώκια" μου το έλεγε τις φορές που εκνευριζόταν μαζί μου γιατί της έβγαζα το λάδι, το "παιδί της Μπιάφρας" όταν αρνούμουν να φάω το φαγητό της -ήμουν και σα λιανομαρίδα είναι η αλήθεια. Με τις μανούλες αξίζει καμιά φορά να αφήνουμε το λόγο να πέσει κάτω. Στην πλειονότητά τους μόνο ατόφια αγάπη τρέφουν για εμάς, ακόμη κι αν ενίοτε αποτυγχάνουν να μας το υπενθυμίζουν. Η ουσία, πάντως, παραμένει ίδια.
Αμέσως αμέσως βρήκα αυτό στο google, you 're welcome.φώκια η [fóka] Ο25α : 1. μεγαλόσωμο αμφίβιο, σαρκοφάγο θηλαστικό με ατρακτοειδές σώμα, με κοντό και γυαλιστερό τρίχωμα γκρίζου χρώματος και με άκρα διαμορφωμένα σε πτερύγια, που ζει στην ξηρά και στη θάλασσα: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της νεαρής φώκιας. 2. (μτφ., κυρ. υβρ.) για κοντόχοντρη, δυσκίνητη, άσκημη (και συχνά κακιά, αντιπαθή) γυναίκα: Ήρθε πάλι η ~ η πεθερά σου. [μεταπλ. του αρχ. φώκη με βάση τον πληθ. φῶκαι > μσν. φώκες και νέος εν. φώκια (πρβ. τοπων. Φώκες, η αρχ. Φώκαια που συσχετιζόταν με τη φώκια)]

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Scroll to top icon