Αν και μοιράστηκε δειλά στο διαδίκτυο τα τελευταία χρόνια, λίγοι γνωρίζουν αυτό το έργο του Σεφέρη που δημοσιεύτηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατο του. Τα Εντεψίζικα εκδόθηκαν το 1989 σε 440 αντίτυπα από τις καλαισθητικές Εκδόσεις της Λέσχης του Δίσκου, υπό το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης. Είναι μια πολυτελής έκδοση numéroté, μεγάλου σχήματος, 76 σελίδων, εξαιρετικά δυσέρευτη σήμερα. Η φιλολογική επιμέλεια είναι του Γ.Π. Ευτυχίδη (ψευδώνυμο του Γ.Π. Σαββίδη).
ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ ήταν σύντομα ερωτικά, αθυρόστομα έως πορνογραφικά στιχουργήματα των Τουρκοκρητικών που εκδιώχθηκαν από την Κρήτη, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών στα 1923. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «edepsiz», που σημαίνει ανάγωγος, χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος άνθρωπος. Το λεξικό ορίζει τα Εντεψίζικα ως «ξόρκια με πρόστυχα λόγια, με τα οποία προσπαθούσαν οι γυναίκες να ανάψουν τον πόθο ενός άντρα».
ΛΙΜΕΡΙΚΙΑ
1939 ‒ 1961
1.
Ήταν ένα πέος στη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
όταν τό ειδε φώναξε: «Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.»
1939
2.
Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
κ’ ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
σαν της είπα: «Τί θές;»
μ’ αποκρίθη: «Δραχμές
ενενήντα, χωρίς τα διόδια.»
3.
Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο
κ’ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
και του λέει: «Βρε συ,
γιά να ιδώ το δεξί –
το ζερβί σου τ’ αρχίδι είναι κλούβιο.»
1940
4.
Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
σαν έρχουνταν κανείς
βολικός συγγενής,
έδινέ το με λίγο πιλάφι.
5.
Ήτανε μια Κυρία στο «Βρυντίριον»
που έλεγε σε μια φίλη της: «Μυστήριον
τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
κ’ έχει δέσει ο αλιτήριος
στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.»
6.
Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
που κοίταζε μια τζακαράντα·
κ’ ένας γέρος με ομπρέλα
σαν την είδε την κοπέλα
της έδειξε το πέος του από μια βεράντα.
8. 10. 41
7.
Ήτανε μια Κυρία στο Λουρένθο Μάρκες
που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
σα γαμιόταν στη στεριά
φώναζ’: «Όρτσα, ρε παιδιά!
Όρτσα, και θα τρακάρουμε τις νάρκες!»
10. 1941
8.
Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
πού ‘κραξε: «Αϊ Φανούριε μ’, θα του φάου!»
όταν είδε στην αυλή
να της γνέφει ένα καυλί
πού ‘ζγιαζε παραπάνω από ‘να πάου.
10. 1941
9.
Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
πού ‘χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
και διαλάλα: «Κρύο-μπούζι
το πουλάω το καρπούζι,
το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!»
10. 1941
10.
Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
που ήταν χωμένη κάτω απ’ έναν πάγκο·
σαν της εδείχναν ψωλή
έβγαζε την κεφαλή
και την πιπίλα’ σαν της δίναν ένα φράγκο.
10. 1941
11.
Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
με μια κόκκινη κλωστή
είχε δέσει μι’ απαυτή
και την τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.
10. 1941
12.
Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που είπε στον άντρα της: «Μαλάκα, ντύσου.
Α’ δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρές ένα χασάπη
και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.»
10. 1941
13.
Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
κ’ ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
σαν εφίλευε κανεί
έλεγε: «Είναι τάχα κει;
έχει φύγει; – Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»
10. 1941
14.
Ήτανε μια κοπέλα στο Βίδι
που ψάρευε με καλαμίδι·
σαν της είπα «Τσιμπά;»
μ’ αποκρίθη: «Πού; … Μπά!
Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι.»
23. 10. 1948
15.
Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα
πού ‘χε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
σαν ετσάκωνε ψωλή,
τσ’ έκοβε την κεφαλή
κράζοντας καυλωμένη: «Χαίρε, Αυγούστα!»
Βαρώσια [1954;]
16.
Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
που μόνο στην ανηφόρα ετσούλα’·
την ελέγαν Σεβαστή
κι όταν άφηνε πορδή
γίνουνταν εξωφρενική ρεμούλα.
4. 9. 1961
17.
Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο,
κι ένας Λόρδος περνώντας του λέγει: «Ω!
Αν μ' αφήσεις πριν φύγω,
να σ' τον κάτσω για λίγο,
θα σε στείλω μετά στο κολέγιο.»
18.
Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
κι έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
Σαν την έπιαναν οίστροι,
ζήταε πούτσο μ' αγκίστρι
για να βγάλει το χάντρο απ' τ' άντρο.
Γ. Σ. 29. 8. 1940
ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΡΩΚΡΙΤΟΣ
1961
Πρόσωπα: ΝΕΝΑ, ΑΡΕΤΗ.
ΝΕΝΑ
Μην το δαχτύλι σ' άγγιξε;
ΑΡΕΤΗ
Οχι, ήταν άλλο πράμα
πού 'νιωσα μες στη φούχτα μου μαζί μ' εκειό το γράμμα·
φείδ' ήτανε το πού 'πιασα κ' εσκιάχτην να τ' αφήσω,
μη με δαγκώσει τη φτωχιά και κακοθανατίσω.
Για να το πνίξω τό 'σφιξα, μα εκείνο πώς θυμώθη
φούσκωσε και κοκκίνησε και στα μεριά μου χώθη.
"Ρωτόκριτέ μου," κράζω του, "τρέξε και βούηθησέ μου·
έν' άγριο φίδι, ένα θεριό, που δέν ειδα ποτέ μου,
γυρεύγει μέσα μου να μπει, βαθιά να με δαγκώσει!"
Κι αυτός φωνάζει μου: "Αρετή, βλέπε μη σε κομπώσει,
γιατ' είναι φίδι πίβουλο, μόν' σφίξε τα μεριά σου ...
ΝΕΝΑ
Ωχ, μάνα μου! ...
ΑΡΕΤΗ
... μην πάει πιο μπρος, και λύσε τα βυζιά σου.
Κι α' σου τα τρίβω, δέξου το, γιατί μ' αυτό τόν τρόπο
θε να ψοφήσει έτοιος εχτρός τω' δύσμοιρων ανθρώπω'."
ΝΕΝΑ
Και τά 'λυσες; και σ' τά τριβε;
ΑΡΕΤΗ
Ήμουν σε τέτοια κρίση.
Μονάχη ξεθηλύκωσα το πράμα που είχε ορίσει
κι αυτός μού τα χεράκωσε και τσίμπαγέ μου αγάλι
τα ρωγοβύζια, και στ' αυτί τη γλώσσα του είχε βάλει.
Το φίδι κοντοστάθηκε, λες κ' ήθελε να φύγει ...
ΝΕΝΑ
Αχ! τέτοιο ανήμερο θεριό τ' αφήνει το κυνήγι; ...
Οϊμέεε ...!
ΑΡΕΤΗ
... λες κι αφουγκράζουνταν πόσο η καρδιά μου χτύπα'·
ξάφνου τινάχτη· τό 'νιωσα στου κώλου μου την τρύπα ...
ΝΕΝΑ
Πόνεσες;
ΑΡΕΤΗ
... να σφηνώνεται και να γλιστρά σα χέλι,
τα πίσω-μπρος, τα πίσω-μπρος ...
ΝΕΝΑ
Γλύκα δεν έχει;
ΑΡΕΤΗ
... μέλι
το κούνημά του στάλαζε στο τρυφερό κορμί μου·
κι αυτός αφήνει το βυζί κι αρπάζει το μουνί μου.
Λέγω του: "Η χέρα στ' άμοιαστα πηγαίνει, παρατράπης."
ΝΕΝΑ
Καλά είπες.
ΑΡΕΤΗ
Μ' αποκρίνεται: "Μονάχα ένας αζάπης
βγάνει το φίδι τ' άγριο που χώθη σου από πίσω."
Λέγω του: "Σα να μέρεψε· λογιάζω να τ' αφήσω
ακόμη λίγο, Ρώκριτε· θα φύγει μοναχό του."
Μ' αυτός στα χείλη του λαγού, πού 'χε το δάχτυλό του
στο στόμα του το σύστρεφε και τη γλώσσα του θέλει ...
ΝΕΝΑ
Ποιανού λαγού;
ΑΡΕΤΗ
Που 'ν' εδεπά ... Μου λύθηκα' τα μέλη,
πείραξην είχα λογισμού, κ' έλεγα ν' αφορμίσω,
τα λογικά μου τά 'χασα, γύρευγα να γυρίσω
νά 'μπει το φίδι κι από μπρος ώς μες στα σωθικά μου,
να σκίσει με, να φάγει με, να πάρει την εξιά μου.
Τό 'νιωσεν ο Ρωτόκριτος και κράζει μου: "Σηκώσου·
καιρός πουνιάλο να χαρείς κάτω απ' τον αφαλό σου."
ΝΕΝΑ
Ωφούουουου!!
ΑΡΕΤΗ
Γυρίζω ανάσκελα, με δάγκωσε στον ώμο,
τότες μου φάνη κ' έσφαζε το δόλιο το λαγό μου
που σπάραζε και σπάραζε· τι 'ταν χοντρό το φίδι
που ώς το μανίκι τού 'μπηξε, κ' έκοβγε σα λεπίδι.
Ωσά λαγήνι που γενεί πολλά πλατύ στον πάτο
και στο λαιμό πολλά στενό και ποθυμιά γεμάτο,
εδέτσι ηταν το πράμα μου μέσα σε τέτοια πάθη.
Η αποκοτιά τω' δυο κορμιώ' τόσο μεγάλη στάθη
π' αγριέψασι σαν τα θεριά, πώς κάνουσι σα σμίγου'·
τα δόντια μας τη σάρκα μας δαγκώνασι κ' ετρύγου'.
Λέγω του: "Αφού ξεκίνησες την όρεξή σου εις τούτο,
κούνα το το δοξάρι σου γρήγορα στο λαγούτο,
πιο γρήγορα ... πιο γρήγορα ... πιο γρήγορα ... πιο γρήγορα ...
Σύντριψέ με, κάψε με, να μην μπορώ να φύγω ..."
Ζιμιό τραβήχτη, αντρειεύεται· το χώνει πιο βαθιά μου·
το δάχτυλό του ανάδευε την τρύπα στα μεριά μου,
με τ' άλλο χέρι μάλαζε τα βυζιά μου π' ανάψα'·
ήταν καμίνι η σμίξη του κ' εκόρωνα στην κάψα,
ώσπου ένιωσα το κύμα του μες στου λαγού το στόμα
να σπάζει, να γεμίζει το - κι άλλο να θέλω ακόμα.
ΝΕΝΑ
Αλίμονο! σε γάμησε! ... Πώς θα μανιάσει ο Κύρης,
σα μάθει πως ο Ρώκριτος σού 'γινε νοικοκύρης
κ' εμπήκε και σ' ετρύγησε κάτω απ' τον αφαλό σου.
Αχ! μαγειρεύγου' βάσανα οι κοπέλες σαν καυλώσου'!
15. 9. 1961
Β'
Σχεδίασμα άλλης σκηνής
ΑΡΕΤΗ
Τώρα γροίκα το δεύτερο, μια π' άκουσες το πρώτο.
Πως έσφαλα * * * * το ξέρω και θωρώ το·
μα τι να κάνω η άμοιρη, τέτοιου λογιού μ' εσπείρα'
και το κορμί μου αποζητά τό τού 'ταξεν η μοίρα ...
............
ΝΕΝΑ
Τα καλοκαίρια η νιότη μας θερμαίνεται και πράττει
πολλά που τ' αλησμόνησα στο πρώτο μου κρεβάτι ...
............
ΑΡΕΤΗ
... η μοίρα δεν ξεγράφει
τα πού 'ταξε στον άνθρωπο να κάμει α' θε να ζήσει...
1961;
σχόλια