Υπάρχει μια σκηνή στη μίνι σειρά Feud (βεντέτα, διαμάχη, έριδα) με θέμα την άγρια κορύφωση της θρυλικής μακροχρόνιας αντιδικίας μεταξύ Τζόαν Κρόφορντ και Μπέτι Ντέιβις στα γυρίσματα του «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν», όπου οι δύο - ξεθωριασμένες πια αλλά ποτέ καταβεβλημένες - σταρ εγκαταλείπουν για λίγο τις απόπειρες υπονόμευσης η μία της άλλης, κηρύσσοντας, μεταξύ μπόλικων κοκτέιλ, μια προσωρινή εκεχειρία. Κατά τη σύντομη διάρκεια αυτής της συναισθηματικής σύνδεσης λοιπόν, οι δύο προβαίνουν σε προσωπικές εξομολογήσεις, όπου μεταξύ άλλων αποκαλύπτουν πότε έχασε η καθεμιά την παρθενιά της. Για την Μπέτι Ντέιβις συνέβη αργά, «ομαλά» και με το νόμο στο μήνα του μέλιτος του πρώτου γάμου της εκεί γύρω στα 25, ενώ για την Τζόαν Κρόφορντ συνέβη όταν ήταν 11 μόλις ετών με αυτουργό («κοινή συναινέσει» όπως λέει η ίδια) τον πατριό της.
Η αυλαία της αιώνιας έχθρας μεταξύ Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ θα έπεφτε οριστικά το 1977 με τον θάνατο της δεύτερης, εξασφαλίζοντας στην Ντέιβις τον τελευταίο λόγο: «Δεν πρέπει να λέμε άσχημα πράγματα για τους νεκρούς, μόνο ωραία. Η Τζόαν Κρόφορντ λοιπόν είναι νεκρή...Ωραία!».
Είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του εντελώς διαφορετικού background από το οποίο αναδύθηκαν στο στερέωμα της μυθικής εποχής του Χόλιγουντ οι δύο ντίβες, οι οποίες έχουν καταγραφεί στερεοτυπικά στη συνείδηση του κοινού με εντελώς διαφορετικά πρόσημα: Η ταλαντούχα, καλλιτέχνις, γήινη Μπέτι Ντέιβις και η αδίστακτη και λυσσαλέα αυτοδημιούργητη Τζόαν Κρόφορντ η οποία καταδικάστηκε να συνδεθεί στους αιώνες των αιώνων με την (αμφισβητούμενη) εικόνα της ραδιούργας, ιέρειας της χειραγώγησης και υποδειγματικά κακής μάνας όπως την σκιαγράφησε στα περιβόητα απομνημονεύματα της με τίτλο «Mommie Dearest» η αποκληρωμένη κόρη της Κριστίνα. Κατάφωρα άδικος κατά τη γνώμη μου ο υποβιβασμός της Κρόφορντ όσον αφορά το υποκριτικό της μέγεθος τουλάχιστον, αρκεί μόνο να την παρακολουθήσει κανείς σε ταινίες όπως το «Mildred Pierce» και το «Johnny Guitar» - δε νομίζω ότι η Μπέτι Ντέιβις πρωταγωνίστησε ποτέ σε ανώτερες ταινίες απ' αυτές τις δύο. Και τέλος πάντων, δεν μπορεί να συγκριθεί το επικό, gothic εικονογραφίας, hard rock άσμα «Joan Crawford» των Blue Oyster Cult με τον lounge χυλό «Bette Davis Eyes» της Kim Carnes.
Εξπέρ στη διαχείριση γκροτέσκων, gothic και βαμπιρικών στοιχείων όπως έχει αποδείξει με το American Horror Story αλλά και στην δραματική αναπαράσταση γεγονότων που στοίχειωσαν την κοινή γνώμη όπως το περσινό American Crime Story: People v. O.J. Simpson (εμένα πάντως ακόμα με στοιχειώνει το κορακί ποστίς του Τζον Τραβόλτα), ο Ράιαν Μέρφι φάνηκε να πετυχαίνει το ιδανικό κάστινγκ για το νέο δημιούργημα του. Η Σούζαν Σαράντον (Μπέτι) και η Τζέσικα Λανγκ (Τζόαν) είναι κι αυτές ώριμες σταρ που κάποτε εκτός από καταξιωμένες ηθοποιοί υπήρξαν και ερωτικά σύμβολα και τώρα βρίσκονται στη φάση της καριέρας τους που πρέπει να αγωνιστούν για να εξασφαλίσουν σημαντικούς ρόλους σ' ένα σύστημα που δεν έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή που ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ Τζακ Γουόρνερ (τον υποδύεται στη σειρά ο ανεξαιρέτως εξαίρετος Στάνλεϊ Τούτσι) απηύθυνε στον σκηνοθέτη του «Τι απέγινε...» Ρόμπερτ Όλντριτς το ερώτημα: «Εσύ δηλαδή θα τις πήδαγες σ' αυτήν την ηλικία;». Τελικά βέβαια δέχτηκε να χρηματοδοτήσει το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο πρότζεκτ και να ξεζουμίσει μέχρι εσχάτων την κόντρα των δύο σταρ, δημιουργώντας από αυτό το υβρίδιο τρόμου και υστερικού λυρισμού, ένα κλασικό B-movie που έγινε μεγάλο σουξέ και χάρισε στην Μπέτι Ντέιβις την δέκατη και τελευταία υποψηφιότητα της για Όσκαρ γυναικείας ερμηνείας. Το βραβείο τελικά πήγε στην Αν Μπάνκροφτ αλλά το παρέλαβε για λογαριασμό της η Τζόαν Κρόφορντ προκαλώντας αποπληκτική κρίση στη μεγάλη της ανταγωνίστρια.
Η επιτυχία της ταινίας όμως δεν έγινε ακριβώς τα εφαλτήριο για νέες δόξες που προσδοκούσαν οι δύο σταρ. Αμφότερες κύλησαν στη συνέχεια σ' ένα καθαρτήριο αντίστοιχων ρόλων σε φτηνιάρικα θρίλερ. Όπως έχει σημειώσει η επιφανής θεωρητικός του κινηματογράφου Molly Haskell στη συλλογή δοκιμίων της με τίτλο "From Reverence to Rape" (1974), το «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν» ήταν τελικά «η εκδίκηση της κοινωνίας για την αστραφτερή εικόνα της Κρόφορντ και της Ντέιβις και για την ισχύ που κάποτε αντιπροσώπευαν: ήταν η κραυγαλέα έκφραση του υπαινιγμού, μέσω της υπερβολικής έκθεσης των ακραίων στοιχείων της ιδιοσυγκρασίας τους, ότι δεν υπήρξαν ποτέ αληθινές, ποτέ γυναίκες, αλλά κάποιου είδους ανέκδοτο ή προειδοποίηση για το γυναικείο φύλο». Το 1964, δύο χρονιά μετά την κυκλοφορία της ταινίας, οι δύο «αντίζηλες» συμφώνησαν να επαναλάβουν τη συνταγή πρωταγωνιστώντας στο ανάλογης θεματικής θρίλερ «Hush...Hush, Sweet Charlotte» («Το μυστικό της Σάρλοτ» ήταν ο ελληνικός τίτλος) και πάλι υπό τις οδηγίες του Όλντριτς, αλλά την τελευταία στιγμή η Τζόαν Κρόφορντ αποχώρησε και το ρόλο πήρε η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ (άλλη περιπτωσάρα κι αυτή). Η αυλαία της αιώνιας έχθρας μεταξύ Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ θα έπεφτε οριστικά το 1977 με τον θάνατο της δεύτερης, εξασφαλίζοντας στην Ντέιβις τον τελευταίο λόγο: «Δεν πρέπει να λέμε άσχημα πράγματα για τους νεκρούς, μόνο ωραία. Η Τζόαν Κρόφορντ λοιπόν είναι νεκρή...Ωραία!».