Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, παρακολουθώ σε εβδομαδιαία βάση 4 σειρές, «χρωστάω» κάποια επεισόδια σε άλλες 4-5, έχω μερικούς ολόκληρους κύκλους από ακόμα 3, αναμένω με ανυπομονησία τουλάχιστον 5 καινούριες και σκέφτομαι πότε θα βρω χρόνο να ξεκινήσω μερικές ακόμα που παραμένουν στο συρτάρι. Δεν συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους τηλεορασόπληκτους, καθώς καταναλώνω πολύ μικρότερο όγκο τηλεοπτικών δεδομένων από τον μέσο tv-freak, συνεχίζω πολύ λιγότερες σειρές από αυτές που ξεκινώ, πέρα από τα πρώτα 2-3 επεισόδια, και σπανιότατα περνώ στον δεύτερο κύκλο, καθώς επιμένω κινηματογραφικά, ωστόσο με ενδιαφέρει πολύ προς τα πού κινείται η -αμερικανική, κυρίως- τηλεόραση, πώς καθορίζονται οι τάσεις και οι μόδες της ανά σεζόν, καθώς το τηλεοπτικό προϊόν καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα του θεάματος και είναι ικανό -όσο κλισέ κι αν ακούγεται πλέον- να προκαλεί συγκινήσεις ισάξιες, αν όχι μεγαλύτερες, σε σχέση με τον κινηματογράφο. Να, λοιπόν, 5 παρατηρήσεις που έχω να κάνω, μεσούσης της χειμερινής σεζόν, αναφορικά με τις μόδες που έχουν κάνει την εμφάνισή τους ή έχουν ήδη εδραιωθεί στις τηλεοπτικές σειρές.
Η επιβολή του Netflix και πώς όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη του
Είναι απλό. Όταν έχεις στη διάθεσή σου έναν ολόκληρο κύκλο μιας σειράς, χρόνο και διάθεση, θα τον καταναλώσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς και μόλις τελειώσεις θα μοιραστείς την εμπειρία σου με όλους τους υπόλοιπους, ενισχύοντας τη διαφήμιση (ή δυσφήμιση, κατά περίπτωση) μέσω word of mouth, κάνοντας ανεπανόρθωτα spoilers (αν δεν ξέρεις να παίζεις σωστά το σοσιαλμιντιακό παιχνίδι) και προκαλώντας άγχος σε όσους δεν έχουν ανάλογο χρόνο ή διάθεση και ενδεχομένως θα νιώσουν ότι έμειναν πίσω σε κάτι που «όλοι έχουν δει». Το παιχνίδι του Netflix, που από το 2013 διανέμει τους κύκλους των σειρών του ολόκληρους, σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, είναι σαρωτικό και κανείς άλλος πλέον, ούτε καν το πάλαι ποτέ κραταιό HBO, δεν μπορεί να φτάσει το hype του. Και είναι λογικό: Ακόμα και το βαρύ πυροβολικό του HBO για φέτος, το πανάκριβο και πολυσυζητημένο «Westworld» πέρασε από 40 κύματα και άπειρα σκαμπανεβάσματα κατά τη διάρκεια της τετράμηνης προβολής του πρώτου κύκλου για να καταλήξει σε μερικά, κατά γενική ομολογία, εξαιρετικά επεισόδια, που αναζοπύρωσαν το αρχικά πεσμένο ενδιαφέρον του κοινού για το «what's next». Ένα κακό ή μέτριο επεισόδιο αρκεί για να χαθούν πλέον θεατές, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα να δεις το παρακάτω. Το άλλο mega χαρτί του δικτύου για φέτος, η πολυαναμενόμενη επιστροφή της Σάρα Τζέσικα Πάρκερ στο «Divorce» ξεφούσκωσε μετά τα πρώτα 2-3 επεισόδια τόσο ηχηρά, που κανείς δεν φαίνεται πλέον να ασχολείται.
Από την άλλη, έχουμε το παράδειγμα του «Stranger Things», μιας σειράς που -δικαιολογημένα ή όχι, οι απόψεις διίστανται- κατάφερε να γίνει το απόλυτο χιτ του 2016, κυριολεκτικά μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, πέρσι το καλοκαίρι. Εμφανίστηκε από το πουθενά, έστεψε τη νέα γενιά ανήλικων ηρώων, ξαναέκανε σταρ την ξεχασμένη από όλους Γουαϊνόνα Ράιντερ, και όλα αυτά χάρη στο πανίσχυρο word of mouth που κατάφερε να πετύχει, επιτυχία που σίγουρα θα ήταν πολύ πιο μετριασμένη αν τα επεισόδιά του κατανέμονταν σε εβδομαδιαία βάση ενός τετραμήνου. Το Netflix είχε εξαρχής αυτή την ιδιαιτερότητα, όμως οι παλιότερες σειρές του, ακόμα και οι καλύτερες εξ' αυτών, όπως το «House of Cards» ή το «Orange is the New Black» δεν βασίζονταν ιδιαίτερα στο στοιχείο αυτό, όσο στο ίδιο τους το περιεχόμενο. Τώρα ο δρόμος έχει ανοίξει και παραδείγματα όπως το πιο πρόσφατο «The OA», θα αρχίσουν να γίνονται περισσότερα: σειρές που θέλεις και πρέπει να τις καταναλώσεις μονορούφι.
Κάπου εδώ βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι ανθολογίες και οι mini-series
Κι ενώ τα υπόλοιπα δίκτυα παλεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των θεατών σε σειρές που άλλοτε ήταν τεράστιες επιτυχίες και τώρα απλά δεν έχουν λόγο ύπαρξης [βλέπε «The Walking Dead», «Homeland» και τόσες άλλες που πολλοί αναρωτιούνται γιατί (και αν) συνεχίζουν ακόμα - προφανώς, το «Game of Thrones» δεν υπάγεται σε αυτή την κατηγορία καθώς το fanbase του παραμένει ισχυρό], οι μίνι σειρές και οι αυτοτελείς ετήσιες ανθολογίες φαίνονται να αποτελούν μια λύση που σίγουρα θα δούμε να παίζει πολύ το επόμενο διάστημα. Ο μάστορας της ανθολογίας Ράιαν Μέρφι κατάφερε εξάλλου νταμπλ την προηγούμενη χρονιά: από τη μία ανέστησε το πεθαμένο «American Horror Story», με το «Roanoke» να αποτελεί τον πιο έξυπνο, σύγχρονο, witty, εν ολίγοις καλύτερο κύκλο όλης της σειράς (και τσίμπησε ανανέωση για 3 τουλάχιστον ακόμα σεζόν), από την άλλη έκανε τέλεια εκκίνηση στο αδερφό πρότζεκτ «American Crime Story», με το «The People vs. OJ Simpson» να σαρώνει στα βραβεία και να ενθουσιάζει. Κι ενώ οι επόμενοι κύκλοι των παραπάνω αναμένονται δυνατοί (ειδικά του δεύτερου που έχει ανακοινώσει προσεχή ενασχόληση με τη δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε), ο πολυμήχανος Μέρφι ετοιμάζεται να χτυπήσει και με τρίτη ανθολογία, το «Feud», που προσεχώς υπόσχεται την απόλυτη camp απόλαυση της χρονιάς με την τιτανομαχία των Σούζαν Σάραντον και Τζέσικα Λανγκ που θα ζωντανέψουν την πολυσύνθετη σχέση των θρύλων του παλιού Χόλιγουντ, Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ.
Παράλληλα, είχαμε κι άλλο ένα σαρωτικό χτύπημα, πάλι από το Netflix, αυτό του «Black Mirror». Το αμερικανικό δίκτυο μυρίστηκε πόσο ξεχωριστό ήταν το αγαπημένο παιδί του Βρετανού Τσάρλι Μπρούκερ, που με μόλις 7 αυτοτελή επεισόδια τα προηγούμενα 5 χρόνια είχε καταφέρει να κατακτήσει σημαντική θέση στις καρδιές των απανταχού sci-fi lovers, και ανέλαβε να παράγει 12 χορταστικά νέα επεισόδια με τη σφραγίδα του, χωρίς ωστόσο να περιορίσει στο παραμικρό τη δημιουργική ανεξαρτησία στον Μπρούκερ και το πειραγμένο δυστοπικό του όραμα, όπως αντιληφθήκαμε εκ του αποτελέσματος. Τα πρώτα 6 νέα επεισόδια έκαναν τους πάντες να παραμιλούν, να βγάζουν λίστες με προσωπικά αγαπημένα, και να ξαναβλέπουν τα παλιά για να συγκρίνουν. Κανένας πλατειασμός, κανένα ξεχείλωμα, καμία «αμερικανοποίηση», απλά καλή ποιοτική τηλεόραση την οποία μπορείς να απολαύσεις ανά πάσα στιγμή, ακόμα κι αν έχεις χάσει τα προηγούμενα ή έχεις «αργήσει», χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν μπορείς να ξεκινήσεις αυτή τη σειρά επειδή έχεις έναν τεράστιο όγκο «ύλης» να καλύψεις.
Ριμέικ, ριμπούτ, ριβάμπ: Η τάση νεκρανάστασης πέρασε από τον κινηματογράφο και στην τηλεόραση
Πριν από ακριβώς έναν χρόνο, όλος ο τηλεοπτικός πλανήτης περίμενε με μεγάλη αγωνία την επιστροφή των «X-Files». 6 επεισόδια μετά, δεν άνοιξε... ρουθούνι και ο δέκατος κύκλος των «φακέλων» θα μείνει στην ιστορία μάλλον ως παράδειγμα επανεκκίνησης ενός θρυλικού πρότζεκτ που ούτε τους παλιούς φαν έπεισε, ούτε νέο κοινό κατάφερε να προσελκύσει. Τα πρόσφατα επεισόδια δεν ήταν κακά, θα μπορούσαν να βρίσκονται τοποθετημένα σε οποιονδήποτε από τους εννέα κύκλους είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, ήταν απλώς αδιάφορα για να δικαιολογήσουν την τόσο μεγάλη προσμονή και, κυρίως, για να απαντήσουν σε εκείνο το μεγάλο «γιατί;». Γιατί να επαναφέρεις εν έτει 2016 ένα πρότζεκτ που έχει αφήσει τεράστιο στίγμα στην τηλεοπτική μυθολογία των '90s και είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ίδια τη δεκαετία; Αφού η δεύτερη ταινία του 2008 δεν κατάφερε να το κάνει. Αφού οι ήρωές σου έχουν μεγαλώσει πολύ. Αφού το κοινό ακολουθεί πλέον άλλες τάσεις και έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από εκείνη την πρωτόλεια ταύτιση.
Τα στούντιο δεν φαίνεται να έβαλαν φυσικά μυαλό από το ηχηρό «τίποτα» των νέων «φακέλων». Τον Απρίλιο έρχεται η συνέχεια του «Prison Break», στο άκουσμα της οποίας όλοι επίσης αναφωνήσαμε ένα ίδιο (και μεγαλύτερο) «γιατί;». Θα προηγηθεί η επανεκκίνηση του «24», με νέο πρωταγωνιστή στη θέση του εμβληματικού ρόλου του Κίφερ Σάδερλαντ. Το «Prison Break», μαζί με το «24», το «Lost», το «Heroes» (πρόπερσι είχαμε άλλο ένα κραυγαλέα αποτυχημένο reboot εδώ), το «Desperate Housewives», είναι συνδεδεμένα στη μνήμη του κοινού με τη δεκαετία των '00s και μάλιστα οι παραπάνω σειρές ήταν οι πρώτες για τις οποίες το ελληνικό κοινό ενδιαφέρθηκε μαζικά να παρακολουθήσει σε πλαίσιο «εξωτηλεοπτικό», πέραν της ελληνικής (συνήθως καθυστερημένης χρονικά) αναμετάδοσης, μέσω ενοικίασης ή αγοράς ολόκληρων κύκλων σε DVD, ή, σταδιακά, με όλους τους υπόλοιπους γνωστούς τρόπους, καθώς συνέπεσαν χρονικά και με την έκρηξη του γρήγορου ίντερνετ στη χώρα μας. Το «Prison Break» και το «24» είναι '00s και δεν μπορούν να γίνουν '10s. Προχθές ανακοινώθηκε άλλη μια νεκρανάσταση, αυτή του «Will & Grace». Μια από τα ίδια θα έχουμε πιθανότατα κι εδώ.
Η μοναδική περίπτωση που δεν περιλαμβάνεται σε αυτή τη συνομοταξία (τουλάχιστον ως προς την προσμονή του κοινού) είναι το «Twin Peaks», για δύο λόγους: επειδή η ίδια η σειρά και οι δύο πρώτοι κύκλοι της που συντάραξαν την τηλεόραση των early '90s δεν αποτέλεσε ποτέ ένα τηλεοπτικό προϊόν μαζικής κατανάλωσης, αλλά περισσότερο έμεινε στη μνήμη ως μια ιδιαίτερη στιγμή της ούτως ή άλλως ιδιαίτερης φιλμογραφίας του Ντέιβιντ Λιντς, οπότε «σηκώνει» μια συνέχεια στη σύγχρονη εποχή. Ο δεύτερος λόγος είναι ο ίδιος ο Ντέιβιντ Λιντς που την έχει αναλάβει εκ νέου δημιουργικά και σκηνοθετικά. Από την άλλη, και η περίπτωση του φετινού «Εξορκιστή» του FOX υπήρξε μια αναπάντεχα πετυχημένη απόπειρα μεταφοράς της διάσημης ιστορίας τρόμου του πρόσφατα εκλιπόντα Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι στη σύγχρονη εποχή, ειδικά μέσω της έξυπνης σύνδεσής της με την πρωτότυπη ταινία του 1973 που φανερώθηκε κάπου στα μισά της σεζόν.
Μεγάλοι σταρ μπροστά και πίσω από την τηλεοπτική κάμερα
Πριν από μια δεκαετία, οι τηλεοπτικοί ηθοποιοί, δημοφιλέστατοι και επιτυχημένοι σε ρόλους ευρύτατης αποδοχής, σπάνια θα κατάφερναν να κάνουν επιτυχημένα περάσματα στον κινηματογράφο. Σκεφτείτε το καστ των «Friends» και πόσο δυσκολεύτηκε η Τζένιφερ Άνιστον να καθιερωθεί στο σινεμά. Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Καθώς τα όρια ανάμεσα στα δύο μέσα έχουν καταλυθεί και είναι πλέον δυσδιάκριτα, οι τηλεοπτικές και κινηματογραφικές δεξαμενές ταλέντων (σταρ ηθοποιών και σταρ σκηνοθετών) ανταλλάσσουν συχνότατα υλικό – και μιλάμε για την αφρόκρεμα ονομάτων που όχι μόνο ασχολούνται με πολυαναμενόμενα τηλεοπτικά πρότζεκτ αλλά τα εμβαπτίζουν με την προσωπική τους σφραγίδα: το «Young Pope» είναι ο Τζουντ Λο (και ο Πάολο Σορεντίνο, αντίστοιχα), όπως το «Taboo» είναι ο Τομ Χάρντι. Η Ντρου Μπάριμορ ετοιμάζει τη μεγάλη επιστροφή της στο «Santa Clarita Diet». Το «Westworld» θα ήταν σίγουρα διαφορετικό χωρίς τη στιβαρή παρουσία του Άντονι Χόπκινς σε ρόλο-κλειδί. Από την άλλη, η Σάρα Πόλσον, ας πούμε, μια εξαιρετική περίπτωση τηλεοπτικής ηθοποιού, έχει αρχίσει ήδη να αφήνει στίγμα στον κινηματογράφο (βλέπε «12 Χρόνια Σκλάβος», «Carol», ή η συμμετοχή της στο all star cast του επερχόμενου «Ocean's Eight» καθώς και στο «Rebel in the Rye» που θα πραγματεύεται τη ζωή του Τζ. Ντι Σάλιντζερ). Και αυτά είναι μόνο τα πρώτα παραδείγματα που μου έρχονται στο μυαλό.
Σε επίπεδο σκηνοθετών, η μεταπήδηση έχει γίνει ακόμα πιο εύκολη. Όταν προ πενταετίας ο Ντέιβιντ Φίντσερ αναλάμβανε να σκηνοθετήσει τον πιλότο του «House of Cards», μιλούσαμε για το σπανιότατο στα τηλεοπτικά χρονικά περιστατικό ένας σκηνοθέτης τέτοιου βεληνεκούς να ασχολείται με την τηλεόραση – και φυσικά, η ενασχόλησή του αυτή ήταν μιας πρώτης τάξεως εγγύηση για την ποιότητα και τα στάνταρ της σειράς. Έκτοτε τα ονόματα είναι αμέτρητα και προέρχονται από όλες τις «ταξεις» του σινεμά: Οι Γουατσόφσκι, μετά τις τελευταίες αποτυχημένες απόπειρές τους στο σινεμά, (ορθώς!) στράφηκαν στην τηλεόραση και πέτυχαν, με το «Sense8», το LGBT μανιφέστο της δεκαετίας. Ο Πάολο Σορεντίνο εξαργυρώνει τηλεοπτικά τη φήμη των εξαιρετικών τελευταίων δύο ταινιών του με το «Young Pope». Η Δανή Σουζάνε Μπίερ γίνεται η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις που έχει κερδίσει Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα και Έμι, μετά την πρόσφατη δουλειά της στο «The Night Manager». Ο Ζαν Μαρκ Βαλέ έρχεται με τη φόρα των οσκαρικών «Dallas Buyers Club» και «Wild» και αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει όλα τα επεισόδια (κάτι που, μετά τον υπερεπιτυχημένο πρώτο κύκλο του «True Detective», θα βλέπουμε όλο και συχνότερα, σκηνοθέτες δηλαδή να αναλαμβάνουν ολόκληρους κύκλους και όχι μεμονωμένα σκόρπια επεισόδια, προσδίδοντας έτσι το πολυπόθητο ενιαίο ύφος που τόσο πολύ λείπει από την τηλεόραση) του «Big Little Lies», για λογαριασμό του HBO, με καστ δυναμίτη: Νικόλ Κίντμαν, Ριζ Γουίδερσπουν, Λόρα Ντερν. Ο Στίβεν Ντάλντρι σκηνοθετεί τον πιλότο του «The Crown», άλλης μιας σειράς που σημάδεψε καλλιτεχνικά (και στα βραβεία) την προηγούμενη χρονιά. Και η λίστα δεν τελειώνει...
Η είδηση ότι ακόμα και ο Γιώργος Λάνθιμος «ενέδωσε» στην τηλεόραση και ετοιμάζει σειρά, μόνο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλεί σήμερα, ενώ μια πενταετία πριν θα αποτελούσε ενδεχομένως αφορμή για σχόλια περί εμπορευματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος.
Marvel και DC: Μια ανεξάντλητη δεξαμενή περιεχομένου
Οι σούπερ ήρωες φαίνεται να αποτελούν το μοναδικό παγιωμένο «στανταράκι» των μεγαλών κινηματογραφικών στούντιο, εδώ και πάνω από μια δεκαπενταετία. Αν αναλογιστούμε ότι, από τις δεκάδες ταινίες με ήρωες της Marvel και της DC που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, οι μεγάλες καλλιτεχνικές αποτυχίες είναι ελάχιστες, ενώ οι φλόπες στο μποξ όφις είναι ακόμα λιγότερες, τότε καταλαβαίνουμε γιατί εξακολουθεί να επενδύεται (πολύ) χρήμα στο ζωντάνεμα των χάρτινων ηρώων. Το κινηματογραφικό καλεντάρι έχει ψωμί για τουλάχιστον 3-4 μεγάλες τέτοιες ταινίες τον χρόνο, προγραμματισμένες μέχρι το 2020, δευτερεύοντες ήρωες ευτυχούν σε ενσαρκώσεις έπειτα από σωστό κάστινγκ και αποκτούν δικές τους ταινίες (ποιος θα περίμενε ότι ο Deadpool θα έφτανε ως τις Χρυσές Σφαίρες!), φραντσάιζ ξεκινούν και ξανα-ξεκινούν μέσα σε χρονικό διάστημα ελάχιστο για να προλάβουμε να λησμονήσουμε την προηγούμενη απόπειρα (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτός ο πολύπαθος Σπάιντερμαν που μέσα σε 15 χρόνια είναι έτοιμος για το τρίτο reboot του) - η τηλεόραση δεν θα μπορούσε να μείνει πίσω.
Από τη μία λοιπόν το διευρυμένο σύμπαν της Marvel και από την άλλη το αντίστοιχο της DC. Και κάπου στο ενδιάμεσο, μια ντουζίνα τηλεοπτικές παραγωγές που συστήνουν νέους ήρωες, εξελίσσουν τους δευτεραγωνιστές των ταινιών, μπλέκουν τις ιστορίες τους με τρόπους που μόνο τα δημιουργικά μυαλά των αμερικανικών στούντιο μπορούν να σκαρφιστούν, καθώς κάθε τηλεοπτικό δίκτυο φαίνεται να θέλει να αγγίξει λίγο από το χρυσάφι. Σημειώστε μερικές: «Arrow», «The Flash», «Supergirl», «Legends of Tomorrow» από την DC (με το δίκτυο CW να ετοιμάζει κάθε χρόνο και επεισόδια-crossovers που μπλέκουν τις 4 σειρές του «Arrowverse»), «Agents of S.H.I.E.L.D.», «Agent Carter», «Daredevil», «Jessica Jones», «Luke Cage» από τη Marvel, με «Iron Fist», «The Defenders», «The Inhumans» να είναι στα άμεσα επερχόμενα, και κάπου εδώ εγώ προσωπικά χάνω την μπάλα, αδυνατώντας να κατανοήσω πώς ένας φαν μπορεί να παρακολουθεί την παράλληλη εξέλιξη όλων αυτών των σειρών, μαζί με τις ταινίες, τους ήρωες και τις ιστορίες που πραγματεύονται. Αυτό όμως είναι μάλλον μια εντελώς προσωπική αδυναμία, αν κρίνουμε από τα ratings και το ενδιαφέρον του κοινού που κινείται μόνο αυξητικά.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι τα πρώτα δύο επεισόδια του «The Inhumans», που έχει παραγγείλει για τη νέα σεζόν το ABC, θα κάνουν πρεμιέρα στην Αμερική τον Σεπτέμβριο σε κινηματογράφους IMAX. Είναι η πρώτη (και σίγουρα όχι για τελευταία) φορά στην τηλεοπτική ιστορία που μια σειρά θα κάνει πρεμιέρα σε αυτούς τους κινηματογράφους (δεν υπάρχουν στη χώρα μας) που εξασφαλίζουν τις βέλτιστες ποιότητες ήχου και εικόνας και αυτό μάλλον έχει να πει πολλά για το μέλλον.