Το όγδοο τεύχος του «boat», ενός «travel and culture» περιοδικού που ασχολείται με διαφορετική κάθε φορά πόλη, είναι αφιερωμένο στο Λος Άντζελες. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα του είναι αυτό που με αφορμή την κουλτούρα του αυτοκινήτου (σήμα κατατεθέν της πόλης, οι ατέλειωτοι αυτοκινητόδρομοι) εξετάζει το θέμα των ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να ζήσουν μικρές ή μεγάλες περιόδους της ζωής τους στο αυτοκίνητό τους.
Ένας νόμος του 1983 απαγορεύει αυτήν τη χρήση του αυτοκινήτου, όμως δεν είχε εφαρμοστεί ως το 2010, οπότε κάτοικοι της Venice κινητοποιήθηκαν εναντίον των αστέγων της γειτονιάς που κοιμόντουσαν στο αυτοκίνητό τους. Έχει ένα ενδιαφέρον η γνώμη του Ντέιβ, ενός από αυτούς τους αστέγους: «Δεν τους είπε κανένας να πάνε να βρούνε δουλειές με 60 ώρες την εβδομάδα για να αγοράσουν σπίτι στη Venice Beach, όπου ήξεραν ότι υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται στους δρόμους. Έτσι είναι η Venice, έτσι ήταν πάντα».
Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα πιο δυτικά, στην Αθήνα, η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχει παγώσει ανάλογες περιπτώσεις gentrification (ελληνιστί «εξευγενισμός») σε γειτονιές της πόλης. Αντίθετα, έχει παρατηρηθεί η αντίστροφη διαδικασία, της υποβάθμισης αρκετών περιοχών, ειδικότερα στο κέντρο. Σύμφωνα, όμως, με πρόσφατη έρευνα του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής, το airbnb δημιουργεί κινητικότητα για μικρά και παλιότερα σπίτια στο κέντρο της Αθήνας, την ίδια στιγμή που τα πρωτοκλασάτα ακίνητα στις λεγόμενες «καλές περιοχές» του κέντρου, αλλά και των νότιων προαστίων δείχνουν να προσελκύουν Έλληνες μεγαλοεπενδυτές και ξένους αγοραστές. Επίσης, το πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα», το οποίο παραχωρεί άδεια διαμονής σε όσους πολίτες εκτός Ε.Ε. αποκτήσουν ακίνητα αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ στην Ελλάδα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα επιτυχημένο, προσελκύοντας ξένους αγοραστές, κυρίως Τούρκους και Κινέζους. Τέλος, μία από τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για τις παρεμβάσεις στην πόλη είναι η παροχή κινήτρων για επιστροφή των κατοίκων στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ακόμα και αν τα τελευταία κυβερνητικά σχέδια δεν τελεσφορήσουν, η επιστροφή στο κέντρο της Αθήνας, θεωρητικά, μόνο καλό μπορεί να κάνει σε αυτήν τη φάση. Όμως το ερώτημα που δεν απασχολεί πολλούς είναι αν μπορεί η ίδια η πόλη, με τις υπάρχουσες υποδομές, να αντεπεξέλθει σε ένα «κύμα» επιστροφής.
Για το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η παρούσα βαθιά και μακροχρόνια οικονομική κρίση, αλλά κυρίως οι ανεπάρκειες της πολιτείας στον σχεδιασμό και στη διαχείριση του χώρου.
Σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από πρόσφατες έρευνες του Τμήματος Μηχανικών Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το κτιριακό απόθεμα σε ένα ευρύ τμήμα του κέντρου της Αθήνας που περιλαμβάνει 1.650 κτίρια χαρακτηρίζεται «απαξιωμένο». Περισσότερα από τα μισά κτίρια (55%) κατασκευάστηκαν προ πεντηκονταετίας, ενώ 20% περίπου από αυτά είναι αρκετά παλαιότερα. Το σύνολο σχεδόν των κτιρίων σήμερα χρειάζεται κοστοβόρες παρεμβάσεις για την αποκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης. Το κόστος αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού των κτιρίων σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο από το 60% υπερβαίνει την αγοραία αξία τους.
Ο Ν. Τριανταφυλλόπουλος, καθηγητής Πολεοδομίας, έγραψε σχετικά: «Εξαιτίας της μεγάλης κλίμακας του προβλήματος της εγκατάλειψης των κτιρίων, έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος: το αστικό περιβάλλον υποβαθμίζεται λόγω των εγκαταλελειμμένων κτιρίων και τα κτίρια εγκαταλείπονται λόγω της υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος. Το φαινόμενο εξαπλώνεται σταδιακά σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση της πόλης, με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Για το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η παρούσα βαθιά και μακροχρόνια οικονομική κρίση αλλά κυρίως οι ανεπάρκειες της πολιτείας στον σχεδιασμό και στη διαχείριση του χώρου. Επιπλέον, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο καθιστά κάθε παρέμβαση σε κτίρια πολυ-ιδιοκτησίας σχεδόν αδύνατη. [...] Με δεδομένη την ευρεία κοινωνική διασπορά της ιδιοκτησίας, το σημαντικότερο ίσως θέμα που τίθεται δεν είναι εκείνο ενός δυσδιάκριτου θέματος πιθανού εξευγενισμού κάποιων τμημάτων της πόλης αλλά εκείνο της απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης από την πολιτεία στους ανθρώπους που επένδυσαν για δεκαετίες τους κόπους τους στο κέντρο της πόλης και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να διακόψουν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους λόγω της υποβάθμισης του κέντρου της πόλης».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO