Από τον Δημήτρη Καραίσκο
Ο σταθμός του τραίνου στη Ρώμη ήταν σαν αυτές τις διαστημικές κάψουλες στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας που σε πηγαίνουν σε διπλανούς γαλαξίες μέσα σε λίγες ώρες. Το ένοιωθα πως φεύγοντας από την πρωτεύουσα και κατηφορίζοντας προς τον Νότο θα ήταν σαν να άλλαζα χώρα.
Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά στους δρόμους της Νάπολης, πίσω από το τζάμι ενός αμαξιού, και νομίζω πως την είχα ήδη δει την πόλη. Είδα το Παρίσι πιο Μεσογειακό, πιο παρακμιακό, πιο βρώμικο, πιο ηλεκτρισμένο. Μπορεί να έκανα και λάθος, ήταν βράδυ. Λένε όμως οτι οι πρώτες εντυπώσεις μετράνε.
Στο σπίτι του Νικόλα και της Ελένης μας περίμεναν. Ένα ζεστό σπίτι σ' 'ένα παλιό παλάτι που έγινε διαμερίσματα.
Ένας Ιταλός, μια Ελληνίδα, τα δύο τους παιδιά, μια γάτα, ένα πιάνο, αμέτρητη μουσική, αμέτρητα βιβλία και ατέλειωτος espresso-δυναμίτης μάρκας Kimbo για να σε ξυπνάει το πρωί. Είμασταν οι φιλοξενούμενοι από την Αθήνα, και σε λίγο θα μας πήγαν για καλωσόρισμα σε μια γειτονική ταβέρνα.
Έφυγα λίγο πιο νωρίς από το σπίτι, ήθελα να δω λίγο τη γειτονιά. Ήταν η γειτονιά του Πανεπιστημίου, κάτι σαν τα δικά μας Εξάρχεια: κεντρικά, ιστορικά, φασαριόζικα κι ωραία.
Περπάταγα χωρίς κανένα προσανατολισμό. Μια κυρία σ'ενα μπαλκόνι με ρώτησε που πηγαίνω και με συμβούλεψε να κρύψω τη φωτογραφική μου μηχανή. Ήμουν σε στενά δρομάκια γεμάτα απλωμένα ρούχα - ρούχα απλωμένα σε σκοινιά ανάμεσα απο τα ψηλά κτίρια αλλά και σε απλώστρες μέσα στο δρόμο.
Τηλεοράσεις έπαιζαν στη διαπασών, σκούτερ περνάγανε σαν διάολοι, παρεές γελάγαν δυνατά μέσα στα σπίτια. Μην έχοντας απομακρυνθεί τρία τετράγωνα, ήδη βρισκόμουν σε μια φαβέλα μέσα στο κέντρο της πόλης. Κίνησα προς τα πίσω, και σε λίγη ώρα ήμουν στην ταβέρνα: ένα δωμάτιο, τέσσερα τραπέζια, πέντε πιάτα, μια γιαγιά να μαγειρεύει στην κουζίνα κι η υπόλοιπη οικογένεια να σερβίρει. Έμοιαζε με Ελλάδα. Ακόμα δύο παρέες - στην μία κάποιος με χαρακιά στο μάτι.
Ο μαγαζάτορας συννενοηθηκε με τον Νικόλα και είπε να μας φέρουν ζυμαρικά με ρεβύθια. Νομίζω πως το μίγμα περιείχε και σουπιά. Και ήταν απ΄τα πιο νόστιμα πράγματα που είχα φάει ποτέ μου. Στην Νάπολη για τις τρεις μέρες που έμεινα, έτρωγα συνεχώς τα πιο νόστιμα πράγματα που είχα φάει ποτέ μου. Ακόμα και το απλό ψωμί ήταν το πιο νόστιμο ψωμί που είχα φάει ποτέ μου. Και, ναι, το κλισέ ανταποκρίνεται στην αλήθεια: η πίτσα στην Νάπολη είναι η πιο ωραία πίτσα που έχεις φάει ποτέ σου.
Μα όλα όσα τρώνε και πίνουν οι Ναπολιτάνοι είναι λαχταριστά, φίνα, απολαυστικά. Ηδονιστές είναι και στον τρόπο που οδηγούν: τρέχουν, κορνάρουν, φωνάζουν, και κάπως τα καταφέρνουν και δεν τσουγκρίζουν. Φωνάζουν, γελάνε, τρέχουν, ενθουσιάζονται, νευριάζουν. Ίσως να είναι ο Βεζούβιος που τους έχει κάνει έτσι. Υψώνεται μπαρουτοκαπνισμένος χίλια διακόσια μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους - δεν μπορεί, κάτι θα τους κάνει.
Βέβαια, όταν μπαίνεις μέσα στη γειτονιά της Chiaia, που απλώνεται στις ανηφορές πάνω απο την πανέμορφη παραλιακή περατζάδα, οι πολλές φωνές σταματάνε και τα πράγματα κάπως "εκπολιτίζονται".
Ρίχνεις κλεφτιές ματιές σε κάτι πανέμορφα σπίτια, και στους ψηλούς ορόφους βλέπεις μεγάλα μπαλκόνια να λούζονται στο πεντακάθαρο φως.
Αναρωτιέσαι ποιοι μένουν εκεί, κι αν ξυπνούν μέσα στα φρέσκα σεντόνια τους έχοντας για θέα τους γκρεμούς του Κάπρι που εμφανίζεται σαν φάντασμα στον ορίζοντα, ένα νησί που μοιάζει λες και έχεις πετάξει το Λυκαβηττό μέσα στη θάλασσα. Που να 'ναι η Casa Malaparte, αναρωτιέσαι, και που να 'ναι η βίλα του Τιβέριου, και πως είναι άραγε η ζωή εκεί για τους αργόσχολους γόνους των παλιών εύπορων οικογενειών, που ζουν σε νησιώτικες επαύλεις με τεράστιους κήπους;
Την ανυπόμονη, γεμάτη ζωή αναμπουμπούλα όμως των απλών ανθρώπων των "basi" (φτηνά, μικρά ισόγεια στο κέντρο που νοικιάζουν οι "πληβείοι") σταματάς να τη βλέπεις τελείως στο Posilipo. "Παύσιλυπο" δηλαδή - αυτό που σταματάει την λύπη.
Ένα προάστιο τόσο όμορφο και παραδείσιο, που πήγαιναν εκεί παλιά για να τους φτιάξει η διάθεση. Μια χερσόνησος γεμάτη σπίτια που κατέχουν οι παλιές μεγάλες φαμίλιες του τόπου, κανονικά κάστρα με ψηλούς φράκτες, φύλακες κι αχανείς ιδιωτικούς κήπους που κατρακυλούν ως το νερό με θέα το τεράστιο ηφαίστειο και την Τυρρηνική θάλασσα.
Φατρίες παλιές, που πάνε αιώνες πίσω, όπως μας είπε ο βέρος Ναπολιτάνος οικοδεσπότης μας, που μας έλεγε χαρακτηριστικα: "Η Ρώμη είναι το μουσείο, το Μιλάνο τα λεφτά, η Νάπολη η Ιταλία". Και συνέχιζε: "Η Νάπολη δε θα γίνει ποτέ πόλη μουσείο ή για τουρίστες, νεκρή σαν τη Φλωρεντία ή τη Βενετία. Είναι μια σκληρή πόλη, θορυβώδης και αναρχική, ίσως απ' τις καλύτερες πόλεις για όποιον έχει όρεξη να ζήσει σε πόλη".
Ένα βράδυ χάθηκα στα στενά και τους λόφους και είδα τον κόλπο από ψηλά. Αμέτρητες κεραίες, χιλιάδες φώτα, βεράντες και μπαλκόνια απλώνονταν πάνω από την πόλη.
Ήταν τέλη Φεβρουαρίου, αλλά όλα έμοιαζαν να έχουν ζωή, λες και ήταν καλοκαίρι. Σ' αυτές τις βεράντες φαντάστηκα αμέτρητες θορυβώδεις παρέες να απολαμβάνουν τα βράδια του καλοκαιριού βλέποντας ματς με την Σκουάντρα Ατζούρα ή την αγαπημένη τους τοπική ομάδα, της οποίας νιώθεις πως ο Ντιεγκίτο είναι ακόμα παίχτης. Άλλωστε η φωτογραφία του εμφανιζόταν γύρω σου πιο πολύ και απο την εικόνα της Μαντόνα, και δρόμοι είχαν άτυπα αλλάξει όνομα, για να πάρουν το δικό του.
Ενώ το τραίνο του γυρισμού πέρναγε δίπλα απο την μελαγχολική παραθαλάσσια πόλη της Formia, oδεύοντας πρως τη Ρώμη, κατάλαβα πως είχαμε πια περάσει ένα νοητό σύνορο και είμασταν πλέον στο Βορρά, στην Ευρώπη.
Και στην Νάπολη, παρ' όλη τη βαθειά Ευρωπαϊκή ιστορία της, δεν νιώθεις πως είσαι στην Ευρώπη, παρά ξέρεις πως είσαι στον Ιταλικό Νότο - σαν σε μια μακρινή γειτονιά της Ελλάδας.
Το ίδιο ακριβώς νιώθεις με έναν άλλο, ιδιαίτερο τρόπο, και στο Πόρτο, πιο δυτικά, αλλά και στην μεγάλη μητρόπολη πιο ανατολικά, στην Κωνσταντινούπολη. Και στην καρδιά αυτού του δικτύου από πόλεις που συνομιλούν μεταξύ τους μυστικά πάνω από τα σύνορα και τα πελάγη της Μεσογείου, στέκεται εκρηκτική η πρωτεύουσα του Ιταλικού Νότου.
σχόλια