Στο προηγούμενο ποστ έβαλα την Πολύ Κακή Κριτική του Δημήτρη Κανελλόπουλου για τη συναυλία, κριτική που βασίστηκε κυρίως στις πολιτικές απόψεις του τραγουδοποιού (και του δημοσιογράφου, εδώ που τα λέμε).
Από το σπίρτο, τώρα, να το flipside:
Είδα: τον Διονύση Σαββόπουλο στο Gagarin 205
Aπό τον Νίκο Ράλλη 11 Μαρτίου 2013
Στον πιο απρόβλεπτο χώρο, πέτυχε μια ολική επαναφορά, κι ο αγαπημένος γενεών επέστρεψε στο βάθρο του.
Η λογική λέει ότι όταν είσαι ο Διονύσης Σαββόπουλος, όταν δηλαδή έχεις γράψει τον «Μπάλλο», τα «Τραπεζάκια έξω», τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», είναι απλή αριθμητική το να βγεις μαγικός στη σκηνή. Έχεις το ειδικό βάρος της παρουσίας σου, έχεις εμπειρία δεκαετιών, έχεις τη χτισμένη σχέση σου με το κοινό, έχεις τα τραγούδια φυσικά, και έχεις ακόμη στη διάθεσή σου όποιον σπουδαίο μουσικό επιθυμήσεις. Πίνεις μια γουλιά νερό, λες από μέσα σου μια προσευχή, βγαίνεις και λάμπεις. Απλά πράγματα.
Αυτό λέει η λογική. Η πραγματικότητα είναι ωστόσο διαφορετική. Συχνά βρίσκεσαι, ακόμα κι όταν (ή μήπως, «ειδικά όταν»;) είσαι ο μέγας Σαββόπουλος, εγκλωβισμένος σε έμμονες ιδέες, θέτεις τον εαυτό σου προ αδιέξοδων επιλογών, αναλαμβάνεις προκλήσεις που δεν σου αναλογούν. Όταν τραγουδάς Χατζιδάκι με μια φωνή που δεν σου φτάνει, όταν σε πιάνει παιδική χαρά, εσένα που έχεις γράψεις το «Ζεϊμπέκικο», επειδή έκανες ένα σουξέ με ένα μέτριο τραγουδάκι, το «Και τι ζητάω», τότε έχεις ξεχάσει ποιος είσαι, ακόμα κι όταν έχεις έναν λαό ολόκληρο να στο θυμίσει, αρκεί να του δώσεις την ευκαιρία. Η ασταθής σου ψυχολογία στέκεται στο δρόμο του μεγαλείου σου.
Στο Gagarin 205 δεν έχει μπουκάλες με ουίσκι και τραπεζάκια, δεν έχει τη σιγουριά του παλιού σου κοινού που μέχρι πρόσφατα σ’ ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινες. Στην άσχημη Λιοσίων δεν φιλοξενούνται Μέγαρα Μουσικής, Παλλάς και Gazarte. Ο μικρός αυτός ροκ χώρος δεν είναι πασπαλισμένος με χρυσόσκονη, δεν κοροϊδεύεται από τον μύθο κανενός, και ζητάει από κάθε καλλιτέχνη να λειτουργήσει σαν το χτες να μην έχει σημασία, σαν να μην υπάρχει παρά μόνο το τώρα, το απόψε, τα τραγούδια που έχεις γράψει κι ο κόσμος που έχει μαζευτεί μπροστά στα πόδια σου.
Πριν πάω φοβόμουν ότι όλα αυτά θα δυνάμωναν την ανασφάλεια του Σαββόπουλου, ωστόσο βίωσα την πρώτη έκπληξη τη στιγμή που είδα το κοινό που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του. Παιδιά γύρω στα τριάντα αποτελούσαν το 80% όσων ήταν εκεί, αυτοί δηλαδή που δεν έχουν χρήματα πολλά να σου διαθέσουν, γνωρίζουν όμως πολύ περισσότερο από τους 60αρηδες που κάνουν κράτηση με πιστωτική να επιστρέφουν στη σκηνή περισσότερα κι από όσα παίρνουν.
Πιστεύω ο Διονύσης Σαββόπουλος εισέπραξε την αλήθεια αυτή, που ίσως προσφάτως του είχε διαφύγει, το λεπτό που είδε να τον υποδέχεται ένα κοινό που έσφυζε από περιέργεια, πίστη κι ενθουσιασμό. Είδα στο πρόσωπό του τον καλλιτέχνη που ξέρει ότι, από μια τέτοια είσοδο και μετά, η έκβαση της συναυλίας εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν. Μαυροντυμένος ανάμεσα σε μαυροντυμένους, τον Κιουρτσόγλου (μπάσο), τον Καρίπη (κρουστά) και τον Πλακίδη (keyboards - ενορχηστρώσεις), προσγειώθηκε στη μικρή σκηνή και μέχρι το τέταρτο- πέμπτο τραγούδι, το «Ολαρία Ολαρά», ήταν ήδη κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Τα τραγούδια, επιλεγμένα από το «Φορτηγό» μέχρι το «Κούρεμα» όχι χρονολογικά αλλά ώστε να απαντούν νοηματικά το ένα στο άλλο, ξεπήδησαν από μέσα του, και από τα χέρια των άξιων μουσικών του, όπως το πετρέλαιο από τη λασπωμένη γη. Στην «Παράγκα», το τραγούδι που ορθώς έστειλε αντί δελτίου Τύπου για να υπογραμμίσει τις ομοιότητες του τότε με το τώρα, αλλάζει, ενώ τραγουδά, τον «χαφιέ» σε «μπαχαλάκη». Λέει κι «ο μπαχαλάκης που μας ακολουθεί» και εκείνο το δευτερόλεπτο πάγωσα επειδή φοβήθηκα ότι επιχειρεί να διχάσει, αντί να ενώσει, όλους μας από κάτω αυτό το ωραίο Σάββατο της άνοιξης. Ευτυχώς η πρόκλησή του δεν είχε συνέχεια.
Στο πρώτο μέρος, τραγουδώντας από τους «Κωλοέλληνες» και το «Τσάμικο» μέχρι το νεανικό του «Βιετνάμ γιε-γιε», ζωγράφισε αριστοτεχνικά την εικόνα μιας χώρας που δεν έχει σταματήσει να κλυδωνίζεται, δεκαετίες τώρα, σαν ακυβέρνητο καράβι, και ταυτόχρονα όρισε τη δική του θέση μέσα σ’ αυτό. Ο ήχος του, από τη στιγμή ειδικά, στη «Μαύρη Θάλασσα», που προστέθηκαν τρία χάλκινα πνευστά, απέκτησε αυτό το σπέσιαλ σαββοπουλικό χρώμα, μεταξύ ροκ και βαλκανικής παράδοσης, και πολύ επαρκώς μας προετοίμασε για μία σπάνια στιγμή στις συναυλίες του: την πρώτη φορά εδώ και μια δεκαπενταετία τουλάχιστον που ερμηνεύει ζωντανά επί σκηνής ολόκληρο τον «Μπάλλο»,16 από τα πιο συγκλονιστικά λεπτά στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Είναι θαυμαστό ότι ο Σαββόπουλος του 2013, αυτός που μας φέρνει σε αμηχανία, κι ενίοτε μας θυμώνει, εξαιτίας των συνεντεύξεων και κάποιων δημόσιων εμφανίσεων του, είναι απολύτως ικανός μέσα του να «υπερασπιστεί» το ψυχεδελικό του έπος, και να χτίσει έτσι, με αφορμή αυτή την εμφάνισή του, έναν νέο πυρήνα θαυμαστών που θα τον ακούν στον αιώνα τον άπαντα.
Στο διάλλειμα πίνουμε μπύρες γελαστοί, γνωριζόμαστε μεταξύ μας οι πιο παράδοξα ταιριαστοί θαυμαστές του: μεγάλες κυρίες- πρώην καλλονές της μεταπολίτευσης, επιχειρηματίες με καμπαρντίνες, τα σημερινά «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», γκέι ζευγάρια, έντεχνοι και ροκάδες. Η κεντρική ιδέα στα πηγαδάκια είναι ότι έχουμε περάσει καλά, ότι μας δικαίωσε η επιλογή μας να τον στηρίξουμε απόψε, σε μια κρίσιμη καμπή του. Ούτε είχαμε καν υποψιαστεί τι μας περίμενε στο δεύτερο μέρος. Από τον «Άγγελο Εξάγγελο», με τον οποίο επέστρεψε απογειωμένο το σχήμα, μέχρι τη «Μια Θάλασσα Μικρή», το τελευταίο ανκόρ, ο Σαββόπουλος μας είχε αλυσοδεμένους στο τέλος της σκηνής του, χαϊδεύοντας μας με τη μουσική του και στέλνοντας μας άλλοτε έξω μακριά, κι άλλοτε βαθιά μέσα μας, με τους στίχους του.
Ούτε κι εγώ γνωρίζω πόσες φορές ένιωσα την ουσία των τραγουδιών του να επαληθεύεται μέσα μου, στη «Δημοσθένους Λέξη», τον «Πολιτευτή», τον «Χειμώνα ετούτο», την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», το «Μυστικό Τοπίο». Στη «Θαλασσογραφία» ήμουν άλλος ένας που έκλεισε τα μάτια, ενώ στο «Ζεϊμπέκικο» άκουσα τη φωνή μου να ενώνεται με των γύρω μου, σε ένα rave ψυχωμένο ενός κοινού τόσο εξασκημένου στη σαββοπουλική που έκανε στον Σαββόπουλο τις δεύτερες φωνές που κάποτε ο ίδιος είχε κάνει στη Μπέλλου.
Καμιά φορά τα απλά είναι τα πιο δύσκολα και το να παίξεις τα πολύτιμα τραγούδια σου όπως κι όπου τους αξίζει, γίνεται ένας άθλος φαινομενικά ακατόρθωτος ακόμα και για έναν δοξασμένο καλλιτέχνη σαν τον Διονύση Σαββόπουλο.
Στο Gagarin 205, τον πιο απρόβλεπτο χώρο που θα μπορούσε να είχε επιλέξει, πέτυχε μια ολική επαναφορά, μια παρεξήγηση λύθηκε, ένα απόστημα έσπασε, κι ο αγαπημένος γενεών επέστρεψε στο βάθρο του. Μας έδειξε «ποιος αλήθεια είναι αυτός και που πάει».
Ας κρατήσει στη μνήμη του το πυροτέχνημα των χειροκροτημάτων καθώς εξερχόταν από τη σκηνή, και είμαι σίγουρος ότι αυτό θα τον απαλλάξει από κάθε αμφιβολία, παραπάτημα, ανάγκη στρατηγικής σκέψης από τούδε και στο εξής. Πού ξέρεις κιόλας μπορεί εκείνο το βράδυ, τονωμένος από την τόση αγάπη, να γύρισε σπίτι του και να έγραψε (επιτέλους) το επόμενο του αριστούργημα.
[+ Από το fb του Χωμενίδη]
Σε κάποιους δημοσιογράφους δεν άρεσε, λέει, η συναυλία του Σαββόπουλου.... Σε κάποιους άλλους δεν είχαν αρέσει τα ποιήματα του Καβάφη, οι σκηνοθεσίες του Κουν, τα τραγούδια του Τσιτσάνη. Κάποιοι -ιδιαιτέρως "προοδευτικοί"- είχαν βρει το "Αξιον Εστί" ολότελα βαρετό και τα ποιήματα του Εμπειρίκου για γέλια. Κάποιοι αποκαλούσαν τον Χατζιδάκι "Μανού Χατζιδού" και γέλαγαν εις βάρος του Τσαρούχη. Πρόκειται για τη γνωστή συνομοταξία, η οποία μόνο όταν βεβαιωθεί ότι πέθανες, νοιώθει ασφαλής να σε εκτιμήσει.
σχόλια