Πριν από μερικές εβδομάδες δόθηκαν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της έρευνας της Ένωσης Ευρωπαϊκών Επαγγελματικών Λιγκών (EPFL), η οποία εξέτασε την προσέλευση θεατών στα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα της Ευρώπης από τη σεζόν 2010/11 έως το 2016/17.
Τα αποτελέσματα, αν και αναμενόμενα, είναι αποκαρδιωτικά για το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, καθώς η πολυδιαφημισμένη «Superleague» βρίσκεται στην 27η θέση της σχετικής λίστας, πίσω ακόμη και από πρωταθλήματα όπως η 4η κατηγορία της Αγγλίας (Football League 2).
Ας δούμε μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας που αφορούν την Ελλάδα:
- Την περσινή σεζόν (2016/17) η 1η κατηγορία του ελληνικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος «έκοψε» κατά μέσο όρο 3.394 εισιτήρια ανά αγωνιστική.
- Τη σεζόν 2010/11 παρακολούθησαν τους αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος συνολικά 1.619.856 θεατές, ενώ στο περσινό πρωτάθλημα ο αριθμός έφτασε τους 855.288.
- Μεταξύ των σεζόν 2010/11 και 2016/17, η πτωτική τάση που καταγράφεται στην προσέλευση των φιλάθλων στα ελληνικά γήπεδα αγγίζει το 10% (9,91%).
- Ο μέσος όρος των εισιτηρίων που κόπηκαν τη συγκεκριμένη επταετία στην Ελλάδα ανέρχεται στα 4.487 εισιτήρια ανά αγωνιστική. Επίδοση που μας φέρνει κάτω από πρωταθλήματα όπως η 4η κατηγορία της Αγγλίας, η 2η κατηγορία της Ισπανίας ή η 1η κατηγορία του Ισραήλ. Χειρότερες επιδόσεις από εμάς σημειώνουν μόνο πρωταθλήματα όπως π.χ. αυτό του Καζακστάν, του Αζερμπαϊτζάν ή η 2η κατηγορία της Νορβηγίας.
- Τα ελληνικά γήπεδα παρουσιάζουν πληρότητα σε ποσοστό 26,12%, ενώ οι κερκίδες της Superleague μπορούν να φιλοξενήσουν συνολικά 17.239 φιλάθλους. Και αυτή η επίδοση μας φέρνει στον πάτο της λίστας των κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, πάνω μόνο από το Αζερμπαϊτζάν και τη σερβική λίγκα.
Έφτασε η στιγμή να πληρώσει το ελληνικό πρωτάθλημα για την κακή του φήμη, τη βία, τις κακές γηπεδικές συνθήκες, την έλλειψη ενδιαφέροντος για την κατάκτηση του τίτλου, την έλλειψη ισονομίας, τη διαφθορά
Σίγουρα η έρευνα της Ένωσης Ευρωπαϊκών Επαγγελματικών Λιγκών δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο ή κάτι που δεν γνωρίζαμε αναφορικά με τον αριθμό των φιλάθλων που πηγαίνουν κάθε Κυριακή στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν τους αγώνες του συναρπαστικού ελληνικού πρωταθλήματος.
Η οικονομική κρίση, η αδιαφάνεια, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, η κατάσταση των γηπεδικών εγκαταστάσεων και η κακή ποιότητα του θεάματος αναφέρονται κατά καιρούς μεταξύ των βασικών αιτιών που καθιστούν τόσο χαμηλή την προσέλευση των φιλάθλων στα γήπεδα.
Ωστόσο το πρόβλημα επιτείνεται συνεχώς και φαίνεται πως η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη.
Έτσι, ζητήσαμε από τέσσερις έμπειρους δημοσιογράφους που ασχολούνται με τον χώρο του αθλητισμού να μας δώσουν τη δική τους εκδοχή για τη μεγάλη πτώση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στα εισιτήρια, αλλά και να μας απαντήσουν στο πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί άμεσα η κατάσταση.
Χρήστος Χαραλαμπόπουλος
Αν επρόκειτο για ένα και μόνο αίτιο τότε θα μπορούσαμε να ελπίσουμε πως, αν καταφέρναμε να το εξαλείψουμε, η κατάσταση θα μπορούσε να βελτιωθεί άμεσα.
Τα αίτια, όμως, είναι αρκετά και ορισμένα από αυτά πολύ σοβαρά, επομένως θα χρειαστεί χρόνος, σχέδιο, προσπάθεια, συντονισμός και χρήματα για να ανατραπεί η σημερινή εικόνα.
Αναφέρω, λοιπόν τις σημαντικότερες από τις αιτίες και όχι αξιολογικά:
-Η οικονομική κρίση. Η δραματική μείωση των εισοδημάτων, έπληξε καίρια την –έτσι κι αλλιώς μικρή και προβληματική- ελληνική ποδοσφαιρική αγορά και κατά συνέπεια όλα τα οικονομικά στοιχεία του παιχνιδιού: τις χορηγίες, τα δικαιώματα, τους προϋπολογισμούς των ομάδων, τον μεταγραφικό τζίρο και φυσικά, την κίνηση των εισιτηρίων.
Θυμηθείτε πως το 2009 η πρώτη σε κυκλοφορία αθλητική εφημερίδα ξεπερνούσε τις 35.000 φύλλα ημερησίως και σήμερα δεν ξεπερνά τις 4000 φύλλα, πράγμα που δείχνει την δραματική πτώση ενδιαφέροντος.
-Η απαράδεκτη κατάσταση των απαρχαιωμένων, προβληματικών και επικίνδυνων γηπεδικών εγκαταστάσεων.
-Η διαπλοκή, η εκτεταμένη διαφθορά (και με τον παράνομο στοιχηματισμό) η απουσία ισονομίας, η ατιμωρησία και η έλλειψη διαφάνειας στην λειτουργία των ΠΑΕ και την συμπεριφορά των παραγόντων.
-Η απαράδεκτη λειτουργία των σωμάτων διοίκησης του ποδοσφαίρου, όπως της ΕΠΟ και της Super League, και η πλήρης απουσία της κουλτούρας εταιρικής διακυβέρνησης.
-Η κακή ποιότητα του θεάματος και η αγωνιστική πτώση εμπορικών ομάδων όπως ο ΠΑΟ, ο Ολυμπιακός της τελευταίας διετίας και ο υποβιβασμός των ΑΕΚ, Άρη, ΟΦΗ.
-Η ενίσχυση του οπαδισμού από μερίδα μέσων μαζικής ενημέρωσης και η βία, εντός και εκτός γηπέδων.
-Η ανεπαρκής και αποσπασματική παρέμβαση της Πολιτείας, τόσο στο θεσμικό επίπεδο, όσο και σε ζητήματα πρόληψης.
-Η απουσία αθλητικής παιδείας (επειδή η φράση είναι η πιο διαδεδομένη κοινοτοπία, θυμίζω τι είχε πει το 1987 ο προπονητής μπάσκετ της εθνικής της –τότε- ΕΣΣΔ, Αλεξάντερ Γκομέλσκι «οι Ελληνες δεν αγαπούν τα ομαδικά σπορ αλλά τις νίκες σε αυτά»).
Αντώνης Καρπετόπουλος
«Στην πραγματικότητα τα εισιτήρια είναι ακόμη λιγότερα διότι μέσα στον συνολικό αριθμό υπολογίζεται και ένα κομμάτι κατόχων διαρκείας από την επαρχία, οι οποίοι παίρνουν εισιτήρια κατά κανόνα φτηνά, μόνο για τους ευρωπαϊκούς αγώνες, άντε και κανένα ντέρμπι. Η προσέλευση είναι πιο μικρή.
Αυτό οφείλεται σε 2-3 λόγους πάρα πολύ συγκεκριμένους. Ο πρώτος είναι η απουσία ομάδων από τη Superleague που θα μπορούσαν να κόβουν περισσότερα εισιτήρια, όχι κάτι φοβερό και τρομερό, αλλά θα μεγάλωνε ο μέσος όρος.
Δηλαδή, όταν σε ένα πρωτάθλημα υπάρχει ο Πλατανιάς αντί του Άρη Θεσσαλονίκης ή η Λαμία και ο Λεβαδειακός αλλά όχι ο ΌΦΗ, είναι απολύτως αναμενόμενο να έχει πέσει ο αριθμός των εισιτηρίων.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το επίπεδο του θεάματος που είναι κάτω του μηδενός. Στην Ελλάδα γίνεται μία προσπάθεια από τις ομάδες να δικαιολογηθεί ποικιλοτρόπως το γεγονός ότι δεν παίζεται καλή μπάλα. Άλλες το ρίχνουν, ας πούμε, στο ότι έχουμε ένα διεφθαρμένο πρωτάθλημα με στημένα παιχνίδια, ελέγχους στην ΕΠΟ κτλ. Άλλες κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι παίζουν αντί-ποδόσφαιρο ή λένε ότι ευθύνεται η ποιότητα των αγωνιστικών χώρων στη επαρχία.
Εν μέρει όλα αυτά ισχύουν, αλλά στην πραγματικότητα είναι δικαιολογίες της πλάκας. Διότι τα ίδια συνέβαιναν και πριν από 7-8 χρόνια όταν τα εισιτήρια ήταν περισσότερα, και πριν από 30 χρόνια που ήταν ακόμα πιο πολλά.
Είναι πολύ βασικό πρόβλημα ότι οι παράγοντες δεν αντιμετωπίζουν αυτό το πράγμα με κανόνες θεάματος. Και γίνεται ακόμη πιο γελοίο αν σκεφτείς ότι θέλουν να το πουλήσουν όλο αυτό σαν τηλεοπτικό προϊόν. Χωρίς να καταλαβαίνουν, δηλαδή, ότι ο ανταγωνισμός, όταν τον βαφτίζεις τηλεοπτικό προϊόν γίνεται σε σύγκριση με αντίστοιχα τηλεοπτικά προϊόντα που μπορεί να είναι το αγγλικό, το ισπανικό ή το γερμανικό πρωτάθλημα.
Εδώ, στην Ελλάδα, από τη στιγμή που βρήκαμε μερικά λεφτά από την τηλεόραση, τα χρήματα αυτά ήταν που έγιναν προτεραιότητα των ομάδων και όχι το πως θα φέρουμε τον κόσμο στο γήπεδο.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί με έναν και μόνο τρόπο. Αν μπορέσεις, μαγικά ξέρω 'γω, να βρεις ανθρώπους που θα ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο για να κερδίσουν χρήματα. Ανθρώπους που θα αναλάβουν να διοικήσουν τις ποδοσφαιρικές εταιρίες για να τις κάνουν κερδοφόρες. Αυτοί, στην ανάγκη να βγάλουν κέρδη, θα καταλάβουν ότι ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι το γήπεδο. Γιατί το γήπεδο δεν φέρνει μόνο χρήματα από τα εισιτήρια αλλά και απ' όλα τα γύρω-γύρω.
Επιπλέον, το πιο σημαντικό είναι ότι ένα γεμάτο γήπεδο, σε διευκολύνει να πουλήσεις ακριβότερα ένα ματς ως τηλεοπτικό προϊόν. Οι σημερινοί παράγοντες του ποδοσφαίρου δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Λένε ότι είτε είναι γεμάτο το γήπεδο είτε όχι, εμείς θα πάρουμε τα ίδια λεφτά γιατί πουλάμε τα δικαιώματα πριν αρχίσει το πρωτάθλημα.
Ναι, αλλά κάποια στιγμή θα πάνε μπροστά στον τηλεοπτικό παραγωγό, ήδη έχει φτάσει αυτή η ώρα, και αυτός θα τους πει "κύριοι το πράγμα που πουλάτε δεν με ενδιαφέρει. Θα ενδιαφερόμουν αν υπήρχε ένα κοινό που δεν έβρισκε εισιτήριο να πάει στο γήπεδο και ήθελε τόσο πού να δει τον αγώνα που θα έτρεχε να το δει στις τηλεοράσεις"».
Στην πραγματικότητα δεν είναι πεσμένα μόνο τα τηλεοπτικά εισιτήρια. Είναι πεσμένοι και οι συνδρομητές και η γενική τηλεθέαση του ελληνικού πρωταθλήματος. Δες τι νούμερα κάνουν οι αθλητικές εκπομπές που παίζονται στην ανοιχτή τηλεόραση και έχουν σαν θέμα το πρωτάθλημα. Δεν τις βλέπει άνθρωπος. Όλο το σύστημα βρίσκεται σε κάθετη πτώση. Και αυτό έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με το γεγονός ότι το θέαμα είναι απαράδεκτο.
Όσα γίνονται στο ποδόσφαιρο βρίσκονται σε αναντιστοιχία με οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στον τομέα του θεάματος στην Ελλάδα. Προφανώς και η οικονομική κρίση είναι ένας λόγος για να «ξεφουσκώσει» και το ποδόσφαιρο. Προφανώς και δεν μπορείς να έχεις τόσο ακριβές ομάδες όπως είχες πριν από δέκα χρόνια. Αλλά αυτό ισχύει γενικότερα.
Και το θέατρο το χτύπησε η κρίση, αλλά φέτος τα θεατρικά εισιτήρια είναι περισσότερα. Γιατί οι άνθρωποι έκατσαν κάτω, προβληματίστηκαν, συζήτησαν ως προς τι παραστάσεις να ανεβάσουν και πως πρέπει να τις πλασάρουν ώστε να προσελκύσουν το θεατρόφιλο κοινό.
Όλοι όσοι ασχολούνται με τον τομέα του θεάματος στην Ελλάδα, σε επίπεδο παραγωγής εννοώ, προσπαθούν να δώσουν στο κοινό κάτι που θα είναι τουλάχιστον φροντισμένο. Οι μοναδικοί οι οποίοι δεν κάνουν τίποτα γι' αυτό είναι οι παράγοντες του ποδοσφαίρου. Κάθε ένας ξεχωριστά πρέπει να κάτσει κάτω και να δει πως μπορεί να βελτιώσει το προϊόν του.
Υποτίθεται ότι κάποτε το πρόβλημα ήταν η έλλειψη ανταγωνισμού. Ότι έπαιρνε ξέρω 'γω ο Ολυμπιακός το πρωτάθλημα από τον Οκτώβριο. Πολύ ωραία. Στη Γερμανία, η Μπάγερν παίρνει το πρωτάθλημα από τον Σεπτέμβριο. Τα γήπεδα, όμως, έχουν τη μεγαλύτερη πυκνότητα οπαδών από οποιοδήποτε άλλο πρωτάθλημα στην Ευρώπη.
Ρώτησαν πέρυσι τον τεχνικό διευθυντή της Μπάγερ Λεβερκούζεν γι αυτό το πράγμα και είχε απαντήσει: "τι με ενδιαφέρει εμένα πότε παίρνει το πρωτάθλημα η Μπάγερν. Εγώ πρέπει να έχω μια καλή ομάδα, να διασκεδάζω τον κόσμο μου, να κερδίζω την Μπάγερν όταν έρχεται να παίξει εδώ μέσα, να έχω καλούς παίκτες".
Από πού προκύπτει πως ότι κάνει ο άλλος επηρεάζει και τη δική μου στρατηγική; Εγώ ποδόσφαιρο πουλάω. Στην Ελλάδα ψάχνουμε διαρκώς τρόπους για να δικαιολογήσουμε το ότι δεν κάνουμε τίποτα».
Βαγγέλης Μπραουδάκης
Από τις σχεδόν 8.000 εισιτήρια ανά αγώνα Super League πριν από μόλις οκτώ χρόνια (τη σεζόν 2009-2010) στα μισά από το φθινόπωρο του 2013 και εντεύθεν! Ητοι, μείωση της προσέλευσης στα ποδοσφαιρικά γήπεδα κατά 50%! Και για να το δούμε σε απόλυτους αριθμούς, που είναι πιο τρομακτικοί, από τους 2.000.000 θεατές («πελάτες») στις εξέδρες «χάθηκε» το 1.000.000.
Η απάντηση στο «γιατί» εμπεριέχει πολλές μικρότερες απαντήσεις που συνοψίζονται, ωστόσο, σε μια λέξη: Κρίση! Τόσο η οικονομική στο γενικότερο περιβάλλον της ελληνικής κοινωνίας, όσο και η εγγενής στο ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Τα μνημόνια και οι επιπτώσεις τους στις τσέπες του καθενός δεν χρειάζονται, προφανώς, περαιτέρω ανάλυση.
Οπότε ας «φωτίσουμε» επιγραμματικά τις παθογένειες του ποδοσφαίρου μας που συνδυαστικά απομάκρυναν τόσους πολλούς σε τόσο σύντομο διάστημα:
- Δημοφιλείς ομάδες στα δύο αστικά κέντρα «έσκασαν» και υποβιβάστηκαν ή φυτοζωούν: Η ΑΕΚ π.χ., των 25.000 διαρκείας χωρίς τα μεμονωμένα της εισιτήρια, κατρακύλησε σε τετραψήφια νούμερα προτού υποβιβαστεί και άμα τη επιστροφή της δεν έχει ανέλθει των 11.600 κατά μέσο όρο! Ο Αρης των +12.000 δεν είναι (ακόμα) εδώ, ο Ηρακλής των +4.000 ομοίως, ενώ ο Παναθηναϊκός των 27.500 τη χρονιά του νταμπλ της πολυμετοχικότητας βρέθηκε στις 5.500 πέρσι εξαιτίας της παρακμής και της επιστροφής στη Λεωφόρο.
- Φθίνουν οι επαρχιακοί «αιμοδότες»: Η ΑΕΛ των 5.165, ο ΠΑΣ Γιάννενα των 4.700, ο Βόλος των 5.750, ο ΟΦΗ των 4.300, ο Παναιτωλικός των 4.700, ακόμα και η Καβάλα των +3.000 είτε δεν συμμετέχουν πια, είτε δυσκολεύονται (ελλείψει ρεαλιστικών στόχων διάκρισης) να συγκεντρώσουν τους μισούς.
- «Τοξικότητα» θεσμών και διεξαγωγής: Η αποκάλυψη του Koriopolis τον Ιούνιο του 2011 (ασχέτως αν ακόμα δεν υπάρχει δικαστική απόφαση για δεκάδες κατηγορουμένων) οδήγησε σε άμεση μείωση της προσέλευσης κατά 25%, μέσα σε τρεις μήνες! Επιπλέον, η αύξηση(!) των ομάδων από 16 σε 18 την διετία 2013-2015 (αντί να μειωθούν δραστικά, καθώς η ποδοσφαιρική οικονομία δεν αντέχει παραπάνω από 12 ομάδες προκειμένου να υπάρξει ανταγωνιστικό περιβάλλον) έφερε ένα ακόμα -30%.
Συμπληρώστε στα παραπάνω τη δραστική μείωση των ποιοτικών παικτών στα δυναμικά των ομάδων (λόγω οικονομικών συνθηκών), παράγοντας, επίσης αποτρεπτικός και ολοκληρώνεται το «κοκτέιλ».
Δεν συμπεριλαμβάνω στα παραπάνω την (σταθερή!) ατμόσφαιρα περί αναξιοπιστίας, αδιαφάνειας, διαιτησιών, επεισοδίων κ.λπ., καθώς υπήρχαν και τις προηγούμενες δεκαετίες σε ανάλογες εντάσεις, αλλά δεν απομάκρυναν τόσο μαζικά τον κόσμο από τις εξέδρες όσο στο επίμαχο διάστημα που εξετάζουμε.
Πώς αντιστρέφεται η τάση; Με ανταγωνιστικότερο (και χωρίς τόσες σκιές) πρωτάθλημα. Με λιγότερες ομάδες σ' αυτό το «πρώτο ράφι» και θεσμικό πλαίσιο διεξαγωγής που θα εγγυάται -όσο γίνεται- το απροσδόκητο πριν το σφύριγμα της σέντρας.
Ανταγωνιστικότεροι αγώνες θα φέρουν σταδιακά μεγαλύτερα τηλεοπτικά έσοδα που θα μοιράζονται πλέον σε λιγότερους απ' ότι τώρα. Οι ισχυρότερες ομάδες (με ακόμα καλύτερο υλικό για να μην χάσουν το προνόμιο στο «σαλόνι») θα προσελκύσουν και περισσότερους θεατές σε αυτή την ίδια περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Εν ολίγοις, χρειάζονται παράγοντες με όραμα ανάπτυξης του χώρου κι όχι (αποκλειστικά) εξόντωσης του εχθρού τους. Όσο θα μεγαλώνει η λίμνη θα μεγαλώνουν και οι προοπτικές τους. Απορώ πώς δεν το καταλαβαίνουν τόσα χρόνια και επιμένουν να την αποξηράνουν».
Βασίλης Σαμπράκος
Η δραματική πτώση στα εισιτήρια άρχισε από την σεζόν 2010-'11, όταν η Superleague έχασε έσοδα περίπου 2,5 εκατ. ευρώ συγκριτικά με την προηγούμενη σεζόν (2009-'10).
Τον καιρό εκείνο οι επιχειρηματίες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ζούσαν με την ψευδαίσθηση ότι πληρώνουν απλώς τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και στην εξέλιξη του χρόνου επιχείρησαν να βάλουν φρένο στην πτώση των εισιτηρίων με την μείωση της τιμής.
Η μέση τιμή του εισιτηρίου μειώθηκε κατά περίπου 40% (από 15 ευρώ το 2008 στα 9 ευρώ το 2015), αλλά η ελεύθερη πτώση συνεχίστηκε και τούτο συνέβη, και συμβαίνει, επειδή η οικονομική κρίση έκανε τις μεγαλύτερες γενιές πολύ πιο απαιτητικές στην καταναλωτική συμπεριφορά τους: στα χρόνια της κρίσης έφτασε η στιγμή να πληρώσει το ελληνικό πρωτάθλημα για την κακή του φήμη, τη βία, τις κακές γηπεδικές συνθήκες, την έλλειψη ενδιαφέροντος για την κατάκτηση του τίτλου, την έλλειψη ισονομίας, τη διαφθορά.
Οι μεγαλύτερης ηλικίας ποδοσφαιρόφιλοι άρχισαν να αποχωρούν από την κερκίδα και επέλεξαν συνειδητά να γίνουν τηλεθεατές, με συνέπεια, στα πρώτα χρόνια της κρίσης, να αυξηθούν θεαματικά οι συνδρομητές της τηλεοπτικής πλατφόρμας που μεταδίδει το ελληνικό πρωτάθλημα.
Οι νεότερες γενιές, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά μέσα από την μελέτη των στατιστικών δεδομένων που δημιουργούνται από την συμπεριφορά τους κατά την πλοήγηση στα αθλητικά websites, δεν δοκιμάζουν καν, ως καταναλωτές, το ελληνικό ποδοσφαιρικό προϊόν. Αντ' αυτού επιλέγουν να παρακολουθούν στενά τα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και το Champions League.
Αξιοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία, τα παιδιά, από την ηλικία της προεφηβείας, έρχονται κοντά με τους σταρ που ανακαλύπτουν από τις παιχνιδοκονσόλες και αρχίζουν να τους παρακολουθούν στενά, με συνέπεια την εντυπωσιακή επέκταση της συνδρομητικής βάσης της τηλεοπτικής πλατφόρμας που προβάλει το Champions League και τα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα στη διάρκεια της τελευταίας 4ετίας.
Και, όπως συμβαίνει σε όλα, οι μικρότεροι «τραβούν» τους μεγαλύτερους, με συνέπεια να αυξάνεται διαρκώς η «ζήτηση» του ξένου προϊόντος και να ασχολούνται όλο και λιγότεροι με το «ελληνικό» προϊόν.
Η ετήσια πτώση στην ζήτηση της ελληνικής ποδοσφαιρικής επικαιρότητας είναι της τάξης του 30%, με βάση τη συμπεριφορά των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου στα αθλητικά websites.
Πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί άμεσα η κατάσταση; Ακόμη και αν άνοιγαν τις πόρτες των γηπέδων τους και επέτρεπαν την δωρεάν είσοδο σε όλους οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ η Superleague δεν θα κατάφερνε σήμερα να γεμίσει τα γήπεδά της, δεν θα πλησίαζε καν την πληρότητα που παρουσίαζαν τα γήπεδα μια 10ετία πίσω.
Κι αν η ΠΑΕ Παναθηναϊκός δεν αποφύγει την χρεοκοπία και η ομάδα υποβιβαστεί σε ερασιτεχνική κατηγορία, το ελληνικό πρωτάθλημα θα ζήσει ιστορικές στιγμές, της μικρότερης απήχησης που είχε ποτέ.
Για να επιστρέψει ο κόσμος στα γήπεδα πρέπει προηγουμένως να ξαναμπεί το ελληνικό πρωτάθλημα στο top10 των ψυχαγωγικών προτιμήσεων του μέσου Έλληνα.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να περάσει μια 3ετία, κατά της οποίας τη διάρκεια θα διεξάγονται πρωταθλήματα που θα μοιάζουν «καθαρά», «ασφαλή», χωρίς βία, με ποιοτικότερους ξένους ποδοσφαιριστές και περισσότερους Έλληνες παίκτες στο βασικό σχήμα, με λιγότερες ομάδες στην Superleague, με καινούργια γήπεδα και αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον επισκέπτη.
Μπορούν να συμβούν όλα αυτά; Η εμπειρία των τελευταίων 25 ετών, που μελετώ στενά τη συμπεριφορά της ελληνικής ποδοσφαιρικής αγοράς απαντά «αποκλείεται».
Μπορείτε να διαβάσετε την έρευνα της EPFL εδώ.
σχόλια