Η πολύνεκρη καταστροφή σε προϊδεάζει για το εύρος και το φοβερό μέγεθός της ήδη από τη λεωφόρο Μαραθώνος, το ίδιο και η μυρωδιά που παραμένει στην ατμόσφαιρα.
Ό,τι όμως κι αν έχεις δει ή ακούσει πιο πριν, η ψυχή μαγκώνει και το μυαλό σαλεύει με τις αποκαλυπτικές εικόνες που αντικρίζεις κατηφορίζοντας προς το Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας, από τις τοποθεσίες που η συμφορά χτύπησε περισσότερο και όπου δεκάδες άνθρωποι χάθηκαν.
Η περιοχή δεν μοιάζει καν «απλά» καμένη αλλά βομβαρδισμένη μαζικά με ναπάλμ, καπνίζει δε ακόμα κατά τόπους. Αναρωτιέσαι τι διάολο χρειάζονταν οι ψεύτικες φωτό που ανέβασαν (ξανά) κάποιοι κόπανοι στο Διαδίκτυο, λες κι οι αληθινές εικόνες από τέτοιες τραγωδίες λείπουν ή δεν είναι αρκετά συντριπτικές.
Αυθαίρετη δόμηση, απαράδεκτη χωροταξία, ελλιπέστατες υποδομές, απουσία προληπτικών πολιτικών, πολυαρχία και έλλειψη συντονισμού σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, καταστάσεις για τις οποίες εκτός από τα ακραία κλιματικά φαινόμενα ή τη δράση εμπρηστών – που όμως αμφότερα είναι δυστυχώς πια μια κανονικότητα κι έτσι θα όφειλαν να αντιμετωπίζονται -, μεγάλες και διαχρονικές ευθύνες έχουν το κράτος και τα κόμματα εξουσίας καταρχήν.
Εντυπωσιάζουν επίσης οι «επιλεκτικές» προτιμήσεις της φωτιάς που αφάνισε πλήθος σπίτια και οικοδομικά τετράγωνα ολόκληρα, αφήνοντας εντούτοις κάποια γειτονικά απείραχτα μαζί με τους κήπους τους. Το ίδιο συνέβη και με τα αμάξια. Θυμήθηκα αντίστοιχες φωτογραφίες από τη Χιροσίμα του '45... Αρκετά άλλα πάλι μισοκαήκανε, ανάλογα τα γυρίσματα και οι στροβιλισμοί ενός εφιαλτικού ανέμου που έπιασε τα 10-11 μποφόρ τις μοιραίες εκείνες ώρες.
Εκατόμβη κοντεύουν οι νεκροί, εκατοντάδες οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι. Αλλά δεν έφταιγαν μόνο οι αδηφάγες φλόγες, η ανεμοθύελλα και η «κακιά στιγμή». Παρατηρώντας το ανάγλυφο του εδάφους, τα κυρίαρχα είδη των φυτεμένων δέντρων, τον ασφυκτικό, πολυδαίδαλο, ανερμάτιστο πολεοδομικό σχεδιασμό που σχεδόν εφάπτεται με μια βραχώδη, απότομη και περιφραγμένη στο μεγαλύτερο μέρος της ακτή – πράματα πολύ πιο ευδιάκριτα σε ένα μέρος που πια θυμίζει «κρανίου τόπο» -, αντιλαμβάνεσαι πλήρως πώς έγινε ό,τι έγινε.
Μένεις μόνο ν' απορείς πώς το κακό δεν συνέβη νωρίτερα, πώς δεν χαθήκανε ακόμα περισσότερες ζωές σε μια οικιστική ζώνη άναρχη, περίκλειστη, που θυμίζει περισσότερο οχυρωμένη «κάσμπα» σαν αυτές που οικοδομούσαν για αμυντικούς λόγους παλιότερα κυρίως οι νησιώτες παρά παραθεριστικό θέρετρο.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι έτσι ξεκίνησε να χτίζεται αυτός ο τόπος όπως και πλήθος άλλοι στη χώρα τούτη πολλές δεκαετίες πριν, σε εποχές που κανείς, είτε πολίτης είτε αρχή δεν είχε τέτοιες σκοτούρες κι αν είχε, «ασημωνόταν» και τις προσπερνούσε.
Έχοντας την εμπειρία αντίστοιχου ρεπορτάζ στη μεγάλη πλημμύρα της Μάνδρας πέρσι, βρίσκω αρκετές ομοιότητες: αυθαίρετη δόμηση, απαράδεκτη χωροταξία, ελλιπέστατες υποδομές, απουσία προληπτικών πολιτικών, πολυαρχία και έλλειψη συντονισμού σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, καταστάσεις για τις οποίες εκτός από τα ακραία κλιματικά φαινόμενα ή τη δράση εμπρηστών – που όμως αμφότερα είναι δυστυχώς πια μια κανονικότητα κι έτσι θα όφειλαν να αντιμετωπίζονται -, μεγάλες και διαχρονικές ευθύνες έχουν το κράτος και τα κόμματα εξουσίας καταρχήν, συχνά όμως και οι απλοί πολίτες είτε παρανομώντας επειδή μπορούν, είτε αδιαφορώντας και σιωπώντας.
«Το Μάτι θα 'πρεπε να ισοπεδωθεί και να ξαναχτιστεί εξαρχής!», μας λέει κάποιος περαστικός καταλαβαίνοντας ότι είμαστε από κάποιο μέσο – για την ακρίβεια, περισσότεροι είναι τούτη την πρωϊνή ώρα οι δημοσιογράφοι από κάθε γωνιά της Γης παρά οι κάτοικοι (η πλειοψηφία των οποίων έχει καταφύγει αλλού), τα αστυνομικά περίπολα και οι διασώστες, που πάντως δεν αργούν να φανούν παρότι αναζητούν πια μάλλον πεθαμένους, σαν τη γυναίκα που χάθηκε έχοντας καταφύγει σε πιλοτή πολυκατοικίας και την οποία τιμά ένα πρόχειρο μνημείο με ένα αναμμένο κερί, παρά ζωντανούς.
Η ελπίδα όμως βλέπεις είναι εφτάψυχη – στον επόμενο δρόμο, μια άλλη νεαρή γυναίκα εκλιπαρεί δακρυσμένη ένα συνεργείο του Ερυθρού Σταυρού να ψάξουν περισσότερο για την αγνοούμενη αδερφή της... Άλλοι πάλι συνεχίζουν τις αναζητήσεις συγγενικών ή προσφιλών προσώπων σε νοσοκομεία και νεκροτομεία.
Πολλοί είναι και οι πρόθυμοι εθελοντές, που ωστόσο μάλλον αυτοσχεδιάζουν παρά ακολουθούν κάποιο πλάνο. Ορισμένοι κιόλας εκ των πρώτων που ανταποκρίθηκαν συγκαταλέγονται στους αγνοούμενους, όπως ο Σπύρος Κάκκαρης που έσπευσε να νοηθήσει στην εκκένωση του Λύρειου Ιδρύματος και τον οποίο μνημονεύει ο φίλος του ο Γιώργος – η κοπέλα του αγνοείται, και το αμάξι του κάηκε. Ρεύμα φυσικά δεν υπάρχει, ούτε τηλεφωνικές γραμμές, νερό πάλι κάποιοι έχουν, άλλοι όχι.
Ο Αποστόλης Αντζουλής, ο λεβέντης παππούς που συναντάμε να καθαρίζει με τη σκούπα από τις στάχτες το μπαλκόνι του σπιτιού του σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων μετρά οκτώ δεκαετίες ζωής, τις πέντε στο Μάτι. Είναι ο πρώτος που δέχεται έστω απρόθυμα να μας μιλήσει, άλλοι αρνούνται, «τα βλέπετε τα χάλια μας, δεν θέλουμε ούτε άλλους δημοσιογράφους ούτε άλλα τρόφιμα εδώ, χέρια θέλουμε!», θα πει ένας, άλλοι πάλι απλώς αδυνατούν, δεν έχουν τι να αρθρώσουν. Τα μάτια του έχουνε δει πολλά, όχι όμως μια συμφορά σαν κι αυτή, μας λέει ο κυρ-Αποστόλης και το πρόσωπό του προς στιγμή σκοτεινιάζει.
Παρότι η φωτιά «έξυσε» το συγκρότημα, που περικυκλώνει ένας μεγάλος, ανοικτός περίβολος, έκαψε μόνο δύο πλαϊνά διαμερίσματα που «είχανε εύφλεκτα υλικά στο μπαλκόνι», γειτνίαζαν κιόλας με ψηλά πεύκα. Βλέποντας το κακό να καταφθάνει, ένα κακό «που δε σταματιότανε με τίποτα», σπεύσανε με τους οικείους του στη θάλασσα που είναι ούτε εκατό δρασκελιές από κει. Όντας ντόπιοι, ξέρανε βέβαια κι από πού να πάνε... Βούτηξαν και μείνανε στο νερό κάπου τρεις ώρες ώσπου να τους περισυλλέξουν, ώρες εφιαλτικές καθώς η κάψα κι η κάπνα έξω «δεν αντεχόντουσαν», χώρια οι κραυγές αγωνίας και τα «ιπτάμενα» αντικείμενα. «Πάλι καλά λέω... Όλα βλέπετε ξαναγίνονται μα οι χαμένες ζωές δεν πισωγυρνάνε», μονολογεί επιστρέφοντας στην ασχολία του.
Προχωρώντας λίγο παρακάτω παρατηρούμε ένα διώροφο με τον μισό κήπο και το ισόγειο «τσουρουφλισμένο», το υπόλοιπο σχεδόν άθικτο. Ο ιδιοκτήτης, ο 65χρονος Θόδωρος Χρηστίδης, παλεύει με τη συμβία του να συμμαζέψουν ό,τι μπορούν. Αντί, λέει, να τρέξουν «στα τυφλά» στην παραλία ή να διαφύγουν οδηγώντας, προτίμησαν να κλειδαμπαρωθούν με τη σύζυγο, ένα φιλικό ζευγάρι κι ακόμα έναν φίλο ΑμεΑ.
Το σπίτι έχει αλουμινένιες πόρτες που καίγονται δύσκολα και αργά, έτσι σώθηκαν. Από τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα βλέπανε, λέει, στο δρόμο αποκάτω αμάξια με ανθρώπους μέσα να λαμπαδιάζουν μέσα σε λίγα λεπτά, ανήμποροι να βοηθήσουν. Μια γειτόνισσα, φίλη οικογενειακή αγνοείται. Ακόμα είναι σοκαρισμένοι, έχουν τρεις μέρες νηστικοί, τα πρόσωπα σκαμμένα από την οδύνη κι ας στάθηκαν εκείνοι τυχεροί.
Βγαίνοντας βλέπουμε δίπλα στην είσοδο τα κουφάρια δυο καμένων χελωνών. «Τρεις είχαμε... τουλάχιστον σώθηκε το σκυλί μας!», θα πει. Στο πάρκινγκ απέναντι διακρίνουμε τα αυτοκίνητα της συντροφιάς κι ενός γείτονα, τα τρία κάρβουνο, τα δύο εντελώς ανέπαφα - άλλο ένα δείγμα πόσο «παλαβά» πορεύτηκε αυτή η φωτιά.
Παρόμοια κατάσταση συναντάμε στο διώροφο της Άσπας Ηλιοπούλου που είναι σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, με σκάλα που οδηγεί στην παραλία: μισό καμένο, μισό άκαφτο κι εκείνη, «τυχερή στην ατυχία της». Ο πάνω όροφος ήτανε άδειος επειδή επισκευαζόταν κι έτσι δε βρήκε τι να κάψει η πυρκαγιά, διέθετε δε και το δικό της σπίτι κουφώματα αλουμινίου.
Πρόλαβαν να φύγουν με τα αμάξια τους αυτή, ο αδελφός, ένας φίλος και οι τρεις εργάτες, αφήνοντας τις πόρτες της αυλής ανοιχτές ώστε να μην αποκλειστεί κόσμος. Φωνάζει για τις ξύλινες κολόνες της ΔΕΗ που γίνανε προσάναμμα, για την ανυπαρξία σχεδίου πολιτικής προστασίας, την απουσία συντονισμού, την εκκένωση που δεν έγινε προτού οι φλόγες περάσουν τη Μαραθώνος – μια εκκένωση που πάντως στις δεδομένες συνθήκες οι περισσότεροι συνομιλητές μας θεωρούσαν εξαιρετικά δύσκολη -, τον κόσμο που κάηκε μένοντας εντέλει αβοήθητος: «Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Κατά βούληση πράξαμε, όμως η ελεύθερη βούληση δεν είναι καλός σύμβουλος σε τέτοιες περιστάσεις», τονίζει.
«Είδαμε κάποιους τις δύσκολες εκείνες ώρες να προσπαθούν να κατευθύνουν τον κόσμο στην παραλία, δεν ξεχώρισα αν ήταν εθελοντές, δημοτικοί υπάλληλοι ή κάτι άλλο, επικρατούσε όμως πανδαιμόνιο, ποιος να άκουγε ποιον, άσε η μηδενική ορατότητα από τους καπνούς!
Όσοι γνωρίζανε τον τόπο ξέφυγαν, οι άλλοι παγιδεύτηκαν», συμπληρώνει ο αδελφός της, ο Αυγερινός Βαλασέλης. «Περιμένουμε τώρα τα τεχνικά κλιμάκια να καταγράψουν τις ζημιές...».
Οι ίδιοι κατέληξαν στο λιμάνι της Ραφήνας κι επιβιβάστηκαν σε πλοίο, «ακόμα όμως και στα ανοιχτά δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα». Όσο για τα δυνάμει εμπρηστικά ξερόκλαδα και τα πεσμένα φύλλα που σε πολλές αυλές δεν είχαν μαζευτεί, οι όμοροι δήμοι είχαν λέει εκδώσει καιρό τώρα σχετικές οδηγίες αλλά πολλοί δημότες δεν ανταποκρίθηκαν...
Συνεχίζοντας προς Αργυρή Ακτή, φτάνουμε στο μακάβριο σημείο που χάθηκαν αγκαλιασμένοι 26 άνθρωποι, ενήλικες και παιδιά, στο στηθαίο μιας παραθαλάσσιας βίλας. Η γη κατράμι, κουφάρια κατοικιδίων ζώων ολόγυρα - οι ανθρώπινες σοροί έχουν ήδη περισυλλεχθεί... -, λιωμένες ζάντες αμαξιών, λιωμένα παπούτσια και άλλα παραμορφωμένα προσωπικά αντικείμενα ένα γύρω. Πιάνουμε κουβέντα με τον Γιώργο, έναν νέο πυροσβέστη-μέλος σωστικού συνεργείου.
Στο ξέσπασμα της φωτιάς η μονάδα του επιχειρούσε στην Καλλιτεχνούπολη, αρχικά η κατάσταση έμοιαζε ελέγξιμη, σαν όμως γύρισε ο αέρας κι έπιασε τα 10-11 μποφόρ, χάθηκαν όλα. Και μετά να αναζητούν ζωντανούς ανάμεσα στα πτώματα... Όχι, δεν έχει ξαναζήσει κάτι τέτοιο, σημειώνει όμως ότι όσων σπιτιών οι αυλές είχαν έγκαιρα καθαριστεί, είχαν αρκετό κενό χώρο ανάμεσα και δεν εφάπτονταν με δέντρα, γλίτωσαν, ανάμεσά τους ένα ξύλινο.
Τα περισσότερα θύματα πέθαναν, λέει, από ασφυξία προτού καν τους πλησιάσουν οι φλόγες. Αρκετοί αγνοούμενοι ενδέχεται επίσης να περιλαμβάνονται στους νεκρούς, καθώς πολλοί εξ αυτών δεν έχουν ακόμα ταυτοποιηθεί. Αποφεύγω για ευνόητους λόγους να τον ρωτήσω για την κατάσταση της Υπηρεσίας και το πόσο καλά ανταποκρίθηκε στο επιχειρησιακό κομμάτι, άσχετα πόσο ηρωικές προσπάθειες κατέβαλαν οι ίδιοι οι πυροσβέστες που συνεχίζουν να ερευνούν για αγνοούμενους, παράλληλα με κλιμάκια της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας και το Λιμενικό.
Ολιγόλεπτο διάλειμμα κάτω από ένα ψηλό καμένο πεύκο – ο ήλιος «βαράει» και το κακόμοιρο δέντρο, παρότι καπνισμένο κουφάρι πια, εξακολουθεί να προσφέρει απόσκιο. Δεν ξέρουμε αν έχει νόημα να παραθέσουμε άλλες παρεμφερείς τραγικές διηγήσεις. Αποφασίζουμε να κατευθυνθούμε στο Κλειστό Δημοτικό Γυμναστήριο Ραφήνας όπου αφενός προσφέρεται καταφύγιο σε πληγέντες, αφετέρου συγκεντρώνονται είδη πρώτης ανάγκης, όπως άλλωστε στο γειτονικό δημαρχείο Ραφήνας και άλλα σημεία των όμορων δήμων.
Αν δεν ξέραμε τι έχει συμβεί, θα πιστεύαμε ότι όλος αυτός ο τεράστιος όγκος εφοδίων κάθε λογής (από τρόφιμα και φάρμακα μέχρι ρουχισμό και είδη προσωπικής υγιεινής) που αντικρίζουμε σωρό ένα γύρω προορίζεται για κάποια εμπόλεμη ζώνη ή λιμοκτονούσα χώρα.
Ειδικά στα τρόφιμα, χαμός – έρχονται διαρκώς από κρατικούς φορείς, ΜΚΟ και τον στρατό ακόμα μέχρι από πρωτοβουλίες πολιτών, κοινωνικές κουζίνες, επιχειρήσεις και απλούς ιδιώτες. Είτε από πεποίθηση είτε από μιμητισμό, οι Έλληνες διαπρέπουμε πράγματι στην αλληλεγγύη τα τελευταία χρόνια - κάτι είναι κι αυτό, ή μάλλον το παν, ειδικά σε τέτοιους καιρούς. Αισιόδοξο είναι και το μεγάλο διεθνές κύμα συμπαράστασης, ακόμα κι από δήθεν ορκισμένους μας εχθρούς όπως οι Τούρκοι κι οι ακατονόμαστοι βόρειοι γείτονες.
Πολλά φαγητά μάλιστα πετιούνται γιατί ούτε ενημέρωση υπάρχει, όπως μας λένε – βγαίνουν κάποιοι εθελοντές ή δημοτικοί υπάλληλοι και ειδοποιούν με ντουντούκες τον κόσμο -, ούτε όμως και κάποιος κεντρικός συντονισμός που να λέει πόσα χρειαζόμαστε, πού να κατευθυνθούν και πώς να διανεμηθούν. Πάγκοι με γεύματα υπήρχαν μάλιστα σε διάφορα σημεία του οικισμού, ενώ «χύμα» κούτες με νερά και συσκευασμένα τρόφιμα συναντούσες σε πολλές μεριές.
Η 18χρονη εθελόντρια Δήμητρα Κομνηνού μένει με την οικογένειά της στον Βουτσά, στην περιοχή Λυκόρεμα. Ήταν από τους τυχερούς που και το σπίτι τους γλίτωσε – το μόνο σχεδόν στη γειτονιά - και διέφυγαν έγκαιρα. Κάηκαν, έμαθε, ένα ανδρόγυνο που έμενε παραδίπλα, ενώ ο 19χρονος γιός άλλου γνωστού τους ζευγαριού αγνοείται.
«Απερίγραπτο», «τρομακτικό» χαρακτηρίζει όλο αυτό που βίωσε εκείνο το βράδυ. Δεν χάνει όμως την αισιοδοξία της, ούτε ιδιωτεύει: βοηθά όπως κι όπου μπορεί, κυρίως στο να μπει μια τάξη στα άπειρα εφόδια που έχουν φτάσει εδώ και βρίσκονται διάσπαρτα στις κερκίδες και τον αγωνιστικό χώρο. Οι περισσότεροι από τους δεκάδες πυρόπληκτους που είχαν φιλοξενηθεί εκεί αρχικά, βρήκαν πλέον αλλού καταφύγιο, κάποιοι ωστόσο είναι πιθανό να επιστρέψουν ξανά απόψε στα ράντζα ενώ αρκετοί έρχονται για να προμηθευθούν είδη πρώτης ανάγκης.
«Αν ψάχνετε κάποιον αρμόδιο, δεν υπάρχει – αυτοσχεδιάζουμε αποφασίζοντας ανά περίσταση αφού κανείς του δήμου ή της Περιφέρειας δεν φάνηκε μέχρι στιγμής εδώ», παρεμβαίνει ένας άλλος νεαρός εθελοντής, ο 20χρονος Οδυσσέας Γραμματικάκης.
Επίσης κάτοικος της περιοχής, μένει στο Οχυρό και ήταν από τους πρώτους που είδαν τη φωτιά να κατηφορίζει τροχάδην στο Μάτι από την Καλλιτεχνούπολη: «Φύσαγε δαιμονισμένα δημιουργώντας πυρακτωμένους ανεμοστρόβιλους που κατέκαιγαν τα πάντα... πακετάραμε γρήγορα τα πιο απαραίτητα αλλά φοβούμενοι ότι δεν θα προλαβαίναμε, τα εγκαταλείψαμε και κατευθυνθήκαμε στην παραλία. Εντέλει η φωτιά προσπέρασε το σπίτι δίχως να το κάψει κι όταν έσβησε επιστρέψαμε, το τοπίο όμως γύρω είναι σεληνιακό... Αύριο ήταν να φύγω διακοπές με την παρέα μου, τις ακύρωσα όμως ασυζητητί. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε εδώ και τα χέρια λείπουν».
Δεν θέλει, λέει, ακόμα να κατηγορήσει κανένα, όταν όμως καταλαγιάσει η κατάσταση θα πρέπει λέει να αναρωτηθούν όλοι «γιατί τόσοι άνθρωποι καήκανε σαν τα ποντίκια μες τη φάκα... Αλλά πού 'σαι, γράψε οπωσδήποτε ένα μεγάλο "μπράβο" για τους βαρκάρηδες και τους ψαράδες, Έλληνες και Αιγύπτιους που σώσανε τόσο κόσμο εκείνη τη νύχτα... Είναι αξιοθαύμαστοι, αληθινοί ήρωες!», μου σφυρίζει επιστρέφοντας στο καθήκον του.
Ναι Οδυσσέα, ασφαλώς και το γράφω. Ήσαν πράγματι αξιέπαινοι, όπως και οι χιλιάδες αιμοδότες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, μετανάστες και πρόσφυγες ανάμεσά τους. Όπως εκείνοι οι πυροσβέστες αλλά και οι αστυνομικοί που πάλευαν σε μια τέτοια κόλαση, οι διασώστες και εσείς οι Έλληνες κι αλλοδαποί εθελοντές επίσης, όχι μόνο οι οργανωμένοι αλλά κι όσοι ήρθαν από μόνοι τους, έτσι, «για το γαμώ το», αντικαθιστώντας μια Πολιτεία διαχρονικά ανεπαρκή ή ενοχικά απούσα. Αν υπάρχει μια αισιόδοξη νότα, είναι αυτή και ειδικά αν προέρχεται από νέα παιδιά σαν εσένα, τη Δήμητρα κι όσους-ες ακόμα βάζουν το «εμείς» μπροστά από το «εγώ».
Στην αντίπερα όχθη από την ασυνάρτητη τηλεοπτική καταστροφολογία, τις δηλητηριώδεις «Αμβροσίες» που μας κερνά συχνά-πυκνά η Εκκλησία της Ελλάδος και τον συχνά υποκριτικό βερμπαλισμό των ιθυνόντων, οι οποίοι ναι μεν ανακοίνωσαν μια σειρά μέτρα ανακουφιστικά που βέβαια θα κριθούν στην πράξη (είθε μόνο να έχουν υπόψη και τις επαπειλούμενες πλημμύρες), δεν εξήγησαν όμως αν και πώς σκοπεύουν να χτυπήσουν το κακό στη ρίζα του. Όχι μόνο στο Μάτι, τον Βουτζά, τη Ραφήνα ή την Κινέτα - πολλοί παραθαλάσσιοι και όχι μόνο οικισμοί έχουν παρόμοιο ιστορικό και προβλήματα.
Κάτι που βέβαια απαιτεί εμπεριστατωμένες μελέτες, θαρραλέες πρωτοβουλίες, συντονισμένες δράσεις, πλήρη αδιαφορία για το αρχικό πολιτικό κόστος και φυσικά ευθεία σύγκρουση με τοπικά ή υπερτοπικά μικροσυμφέροντα, τη μεγάλη αυτή κατάρα. Οι «απέξω», όσο ευαίσθητοι, γρήγορα θα ξεχάσουμε τη συμφορά γιατί έτσι λειτουργεί η ανθρώπινη φύση, η λήθη όσο παγίδα είναι και ζωτική αυτοάμυνα. Μια Πολιτεία όμως ακριβοδίκαιη, συνειδητή, ενεργή κι ευνομούμενη, αποτελούμενη από πολίτες που επίσης διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά, απαγορεύεται να ξεχάσει ή να «ξεχαστεί» ξανά.
σχόλια