«Ο φίλος ποιητής Γιάννης Υφαντής που ζει στη Λευκάδα διώκεται σήμερα, επειδή είναι ενεργός πολίτης. Κάνοντας το χρέος του, ως όφειλε, κατήγγειλε στις τοπικές αρχές τον κίνδυνο που διατρέχουν οι κάτοικοι του Καλαβρού από ορδές κυνηγών που ενσκήπτουν και πυροβολούν γύρω από τα σπίτια τους, καθ' όλη την κυνηγετική περίοδο. Αντί της κινητοποίησης των αρχών, ώστε να λάβουν μέτρα και να προφυλάξουν τους κατοίκους από την κυνηγετική ασυδοσία, κάνοντας περιπολίες και συστάσεις ή ό,τι δει, ο τοπικός αντιεισαγγελέας Πελοπίδας Ανδρέου διέταξε τη δίωξή του για ψευδολογία», προλόγιζε ο Τέος Ρόμβος στο τεύχος Σεπτεμβρίου του ηλεκτρονικού του περιοδικού Εύπλοια, σε κείμενο-καταγγελία του ποιητή.
Με ευαισθητοποίησε το θέμα, αφενός γιατί συμμερίζομαι σε πολλά τις θέσεις και τη γενικότερη στάση ζωής του καταγγέλλοντος, αφετέρου επειδή η δυτική Λευκάδα εκτός από υπέροχες παραλίες διαθέτει πλούσια άγρια χλωρίδα και πανίδα – δεν θυμάμαι πόσες αλεπούδες, οικογένειες ολόκληρες, λαγούς, κουνάβια κ.ά είχα δει σαν παραθέριζα εκεί κάποια καλοκαίρια, χώρια τα πετούμενα!
Αναζήτησα οπότε τον Γιάννη Υφαντή να δω τι ακριβώς συνέβη και γιατί κλήθηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λευκάδας. Υπόψη ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε κι ο ίδιος, καθώς γράφει, στα μικράτα του δεινός κυνηγός προτού μεταστραφεί.
Είναι γνωστό ότι το «χόμπι» του κυνηγιού απολαμβάνει μιας γενικότερης ασυλίας, είναι δε παραδοσιακή αφορμή συνεύρεσης αντροπαρεών (σπανίζουν οι γυναίκες κυνηγοί εφόσον η δραστηριότητα αυτή είναι πιο συμβατή με την «πατροπαράδοτη» αρσενική ψυχοσύνθεση), ιδίως σε τοπικές κοινωνίες.
«Πρόκειται για επιστολή που είχα συντάξει πριν από τρία χρόνια ζητώντας από την πολιτεία την προστασία εμού και των γειτόνων μου από τους έχοντες ως σπορ τη θανάτωση ζώων, κυνηγώντας τα με όπλα και σκυλιά ανάμεσα στα σπίτια μας... Το αξιοπερίεργο είναι γιατί η μήνυση έγινε τώρα», μου είπε.
Θεωρεί άλλωστε, καθώς γράφει και στην Εύπλοια, «ντροπή στη χώρα της δημοκρατίας, του πολιτισμού, της ποιήσεως, ένας εισαγγελεύς να κατηγορεί έναν ποιητή για ψευδή καταγγελία. Να αντιμετωπίζει τον ποιητή ως ραγιά, ως να ήτο δικαστής του σουλτάνου. Γιατί άραγε; Για πολλά και διάφορα, μα κυρίως: Γιατί αγνοεί εκείνο που είπε ο Άναξ των Δελφών, σε κάποιον που ρωτούσε κάτι άσχετο, ενώ στην πραγματικότητα σκεφτόταν πώς θα εξοντώσει τον ποιητή Αρχίλοχο. Τι είπε λοιπόν η Πυθία; "Αλίμονο σ' εκείνον που έβαλε στο νου του να βλάψει έναν υπηρέτη των Μουσών"»!
Διευκρινίζει, έπειτα, ότι ενήργησε κατόπιν παρότρυνσης κατοίκων του Καλαβρού, καθημερινών του γειτόνων, προτού μεταφέρει φέτος τη βάση του στην αγροικία των γονέων του στο Αγρίνιο. «Απευθύνθηκαν σε μένα ίσως γιατί έχω σπουδάσει νομικά, κι ακόμα ίσως επειδή, όντας ποιητής, μπορώ να μπω στην ουσία του προβλήματος», λέει, καθώς άλλωστε δήλωνε στις δύο καταθέσεις που ήδη έχει δώσει στο αστυνομικό τμήμα Αγρινίου «ύστερ' από εντολή του εισαγγελέως Λευκάδος».
Αποδέχτηκε δε την πρόταση «διότι ο κίνδυνος θανασίμου ατυχήματος είναι μέγας», διότι «ο κίνδυνος της αυτοδικίας καραδοκεί» (ανέφερε μάλιστα περίπτωση Αγρινιώτη ποιμένα ο οποίος είχε προ ετών πυροβολήσει θανάσιμα κυνηγούς που τον παρενοχλούσαν επί μακρόν), διότι τέλος είναι κι ο ίδιος «ενεργός πολίτης, οπαδός της άμεσης δημοκρατίας του Κλεισθένους και του Σόλωνος, παρότι το ελληνικό κράτος έχει ως πολίτευμα την κληρονομική ολιγαρχία!».
Επικαλούμενος στις καταθέσεις του τον Αρτούρ Ρεμπό, τον Μίκη Θεοδωράκη και τους Λευκάδιους την καταγωγή ποιητές Άγγελο Σικελιανό και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, σημείωνε πως «ο ποιητής γεννιέται τέτοιος, δεν γίνεται» και ως εκ τούτου «σηκώνει στους ώμους του όλη την ανθρωπότητα, ακόμα και τα ζώα, άρα είναι γι΄αυτόν βιολογική ανάγκη η υπεράσπιση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, η παρρησία, η αλήθεια και η ομορφιά... Ο ποιητής κινείται συμφώνως προς του συμπαντικούς νόμους και με τον τρόπο του Αγίου Καραϊσκάκη ή καλύτερα του Νίτσε... η ποιητική υπερβολή είναι η περιοχή της πρωταρχικής κανονικότητας... η Νέμεσις δεν χάνει ποτέ τα χνάρια της Ύβρεως ώστε παντού και πάντοτε η συμπάντεια δίκη του Αναξίμανδρου να επεμβαίνει και "κατά την του χρόνου τάξιν" να φέρνει την κάθαρση»!
Τι όμως αναγράφει η επίμαχη επιστολή της 19ης/12/2013 που «κλείνει», μάλιστα, με το καβαφικό «Περιμένοντας τους βαρβάρους»; «Σχεδόν σιωπηρά ομονοoύντες, χωρίς αποφάσεις συμβουλίων και πλειοψηφιών, χαιρόμαστε το καθαρό φως της μέρας, το καθαρό σκοτάδι της νύχτας, το φεγγαρόφωτο και τ' άστρα, τη σιωπή, τον ήχο του ανέμου, τ' αρώματα της θάλασσας και του βουνού, έχοντας γείτονες κουκουβάγιες, γκιώνηδες, κοτσύφια, τσίχλες, γερακίνες, καλογιάννους, κίσσες, λαγούς, αλεπούδες, χελώνες, ασβούς... τα λίγα ζώα που για την ώρα κατάφεραν να επιβιώσουν», ξεκινούσε. «Όμως αλίμονο! Κινδυνεύουμε από τους κυνηγούς. Από την πρώτη κιόλας μέρα της "κυνηγετικής περιόδου", έφτασαν από το ξημέρωμα... Γέμισε ο τόπος μας λαγωνικά, με τα κουδουνάκια τους να ηχούν, με τα στόματά τους να λακουμίζουν, με ανθρώπους ντυμένους τις ειδικές "στολές παραλλαγής", κρατώντας όπλα και κινητά, προτρέποντας με βάρβαρες φωνές, τουφεκίζοντας... Πολλοί από εμάς που βρέθηκαν στον πρωινό τους περίπατο, δεν ξέραμε προς τα πού να κάνουμε. Καλέσαμε την Αστυνομία, το 100, το Δασαρχείο...».
Το πρώτο που ρώτησαν, λέει, ήταν εάν είχε παραβιαστεί κάποια ιδιοκτησία και όταν καθυστερημένα και απρόθυμα έφτασαν εκεί, περιορίστηκαν σε κάποια σύσταση σε μια μόνο από τις πολλές ομάδες κυνηγών που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Όχι, κανείς εκ των θιγόμενων δεν επιθυμούσε να προβεί σε μηνύσεις, την αυτονόητη, υποτίθεται, προστασία της Πολιτείας γύρευαν.
«Όταν δεν μπαίνουν οι ίδιοι μέσα στις ιδιοκτησίες μας, μπαίνουν τα σκυλιά τους και τα σκάγια τους που χτυπούν στα κεραμίδια και τα παράθυρα... Έχει όμως σημασία μόνο το αν μπήκαν στην αυλή μας ή στο κτήμα μας; Αν κυνηγούν πενήντα μέτρα μακρύτερα, αυτό είναι νόμιμο; Ή μήπως εννοούν ότι ο δημόσιος τόπος ανήκει αποκλειστικά στους κυνηγούς; Η λέξη "δημόσιο" (αν οι αρχές γνωρίζουν ελληνικά) σημαίνει κάθε τι που ανήκει στον δήμο, δηλαδή στον λαό. Το δημόσιο ανήκει σε όλους τους πολίτες, δεν είναι τσιφλίκι των κυνηγών. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν οι αρχές, χαρίζουν στους κυνηγούς, αυτό που ανήκει σε όλους;», συνέχιζε η επιστολή, θέτοντας ένα πράγματι σοβαρό ζήτημα.
«Oι κάτοικοι αυτού του τόπου, συνειδητά επέλεξαν την αραιοκατοίκηση... δίνοντας την πρέπουσα σημασία στον ζωτικό χώρο, τον οποίο ενστικτωδώς χρειάζονται και διαφυλάσσουν με κάθε θυσία όλα τα όντα, και που όταν τον χάνουν, χάνουν το μέγιστο, δηλαδή την πρωταρχική τους φύση ή ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Μιλούμε για τόπο με σπίτια κεραμοσκεπή, χαμηλά και σύμφωνα με την παράδοση, τροφοδοτούμενα δε τα περισσότερα από ενέργεια που δίνει ο ήλιος κι ο άνεμος... δεν τον κρατήσαμε έτσι για να έχουμε συνιδιοκτήτες τους κυνηγούς».
Επισημαίνοντας τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης θήρας για περιβολάρηδες, περιπατητές, περιηγητές, αθλούμενους αλλά και μικρά παιδιά, οι είκοσι και πλέον συνυπογράφοντες την επιστολή, Έλληνες και αλλοδαποί (κυρίως Γερμανοί), ζητούν από τις αρχές να αναλάβουν τις ευθύνες τους, απαγορεύοντας πλήρως το κυνήγι στην περιοχή τους και αυστηροποιώντας τους ελέγχους. Κατηγορούσε, επίσης, το δασαρχείο ότι μεροληπτεί καθώς κάποιοι δασοφύλακες είναι ταυτόχρονα κυνηγοί, κάτι όχι ασυνήθιστο.
Με το πέρας του καλοκαιριού δεν ξεκινά μόνο η σχολική και γενικότερα η εργασιακή σεζόν αλλά και η θηρευτική. Σε πάνω από 270.000 υπολογίζονται επίσημα οι κυνηγοί ανά την επικράτεια, ανεπίσημα όμως αγγίζουν το μισό εκ. ενώ οι άδειες δεν ξεπερνούν τις 45.000. Ζώνονται τα άρματα κι εξορμούν με κάθε μέσο σε βουνά, δάση και ρεματιές. Οι ευκαιριακοί ιδίως θεωρούνται οι πιο ασυνείδητοι, ξεπαστρεύουν ανελέητα οτιδήποτε κινείται ή πετάει. Υπάρχουν βεβαίως περιορισμοί αλλά πόσοι σέβονται τα απαγορευμένα λόγω ηλικίας, εποχής ή σπανιότητας θηράματα και τα ανακηρυγμένα καταφύγια; Θα φοβηθούν μήπως οι παρανομούντες και αυθαιρετούντες μια υποστελεχωμένη, ανεπαρκή δασοφύλαξη ή θα αποδειχθεί «τυφλή» η Πολιτεία στις ψήφους και τις διασυνδέσεις του κλάδου;
Κάπου έξι μήνες κάθε χρόνο –αρκετοί βέβαια κυνηγούν και εκτός καθορισμένης περιόδου– στο ύπαιθρο διεξάγεται ένας άγριος, άνισος «πόλεμος» τον οποίο οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων δεν αντιλαμβανόμαστε καν, εκτός και πετύχουμε σε καμιά εθνική κάποιο όχημα φορτωμένο «τρόπαια». Είναι τέτοιο δε το αφιόνι ορισμένων κυνηγών ώστε ενίοτε μετατρέπονται οι ίδιοι σε θηράματα απρόσεκτων συναδέλφων – κάθε χρόνο ακούμε για σοβαρούς τραυματισμούς ή και θανάτους. Η οπλοφορία, η μιλιτέρ αύρα, η αίσθηση εξουσίας πάνω σε ζωές σε βάζει σε μέγα εγωιστικό τριπάκι. Σε δημοσκόπηση της VPRC το '13, δύο στους δέκα κυνηγούς φέρονταν να ψηφίζουν ΧΑ, κάτι που δεν το λες τυχαίο.
Πόσο άραγε εισακούγεται ένας ποιητής όταν καταγγέλλει κατεστημένες νοοτροπίες και συμφέροντα (που συνιστούν, ταυτόχρονα, μια υπολογίσιμη εκλογική «πελατεία»), όταν στηλιτεύει δηλητηριώδεις συμπεριφορές, νοοτροπίες και κοινωνικές συμβάσεις; Μπορούν οι ιδιαίτερες ευαισθησίες και η τέχνη του λόγου να «στομώσουν» τις παγίδες και τις επαναληπτικές καραμπίνες;
Δεν είναι βέβαια ίδιοι όλοι οι κυνηγοί, ούτε κάθε κυνηγετική δραστηριότητα ανήθικη και καταδικαστέα, μολονότι η εποχή που κυνηγούσες για να επιβιώσεις –και που η πανίδα είχε μπόλικες «εφεδρείες»– παρήλθε προ πολλού.
Είναι γνωστό ότι το «χόμπι» του κυνηγιού απολαμβάνει μιας γενικότερης ασυλίας, είναι δε παραδοσιακή αφορμή συνεύρεσης αντροπαρεών (σπανίζουν οι γυναίκες κυνηγοί εφόσον η δραστηριότητα αυτή είναι πιο συμβατή με την «πατροπαράδοτη» αρσενική ψυχοσύνθεση), ιδίως σε τοπικές κοινωνίες. Έχει τη δική του αγορά, το δικό του κοινό (μέχρι πολιτικό κόμμα έχουν συστήσει στην Ελλάδα, όπως εξάλλου και σε άλλες χώρες), τα δικά του μέσα και τη δική του «απολογητική» σαν μια εθιμική, χρήσιμη και οικολογική ασχολία.
Δεν είναι βέβαια ίδιοι όλοι οι κυνηγοί, ούτε κάθε κυνηγετική δραστηριότητα ανήθικη και καταδικαστέα, μολονότι η εποχή που κυνηγούσες για να επιβιώσεις –και που η πανίδα είχε μπόλικες «εφεδρείες»– παρήλθε προ πολλού. Εκείνο όμως που πάντα έβρισκα απαράδεκτο και που συνιστά αφορμή μόνιμης αντιπαράθεσης κυνηγών και ημών των «άκαπνων» φυσιολατρών είναι ότι, ασκώντας οι πρώτοι το δικό τους «δικαίωμα», στερούν αυθαίρετα το δικό μας να χαιρόμαστε τη φύση ακέραια, με όλα της τα ζωντανά. Όχι να περιδιαβαίνουμε «κρανίου τόπους» ή περιοχές όπου νομίζεις πως ξέσπασε ο Γ' Παγκόσμιος από τα πολλά «μπαμ-μπουμ» και τους άδειους κάλυκες ολούθε, που επιπλέον ρυπαίνουν. Το χειρότερο, όπως αναφέρει κι ο Υφαντής, είναι ότι όλο αυτό είναι αποδεκτό από την Πολιτεία και μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό κι ας εγείρει ενστάσεις όχι μόνο περιβαλλοντικές και ηθικές αλλά επίσης χρήσεων δημόσιου χώρου, δημοκρατίας και δικαιωμάτων.
Σε εποχές επιπόλαιες, κυνικές, μπερδεμένες, είναι ευτύχημα η ύπαρξη προσώπων ελευθερόφρονων με περίσσιες αντοχές κι ευαισθησίες που τολμούν να βγαίνουν μπροστά υπερασπιζόμενοι κοινές αξίες, καθώς επίσης τόπους που κινδυνεύουν από την αλόγιστη ανθρώπινη δραστηριότητα ή την επιδρομή μιας κακώς νοούμενης ανάπτυξης. Ανήσυχοι, δραστήριοι, «λοξοί» για τους πολλούς Ακρίτες του πνεύματος σαν τον Τέο Ρόμβο στη Σύρα, τον Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο και τον Γιάννη Υφαντή στη Λευκάδα, με μόνα όπλα τη γραφή, τον λόγο και το πάθος τους δημιουργούν αναχώματα και αφυπνίζουν συνειδήσεις. Στη δίκη της 25ης Σεπτεμβρίου, θα είμαστε εννοείται στο πλευρό του κατηγορούμενου. Κι αν είπε μια κουβέντα παραπάνω, σ'χωράτε τον: «η κόλαση των ποιητών είναι η ασχήμια/γι΄αυτό οι ποιητές χρειάζεται να οπλοφορούν», καθώς γράφει σε κάποιο του ποίημα.
Ο 69χρονος, σήμερα, Γιάννης Υφαντής με δικά του λόγια:
«Γεννήθηκε σύμφωνα με την επιθυμία του στη Ραΐνα (κοιλάδα της Αιτωλίας). Σπούδασε γεωργία, κτηνοτροφία, κυνηγετική και ιππευτική τέχνη, αστρονομία και υφαντική. Στα 22 του εγκατέλειψε τα νομικά για να μελετήσει απερίσπαστος το βιβλίο του Κόσμου.
Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του Μανθρασπέντα, Μυστικοί της Ανατολής, Αρχαία Έδδα, Ο Καθρέφτης του Πρωτέα, Αθανάτου Μνήμης Σημεία, Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου, Ναός του Κόσμου, Ο Κήπος της Ποίησης, Αρχέτυπα, Αλέκτωρ ο εράσμιος, Το ιδεόγραμμα του φιδιού, Έρως ανίκατε μάχαν, Οι Μεταμορφώσεις του Μηδενός, (αδέρφια όλα τούτα της κόρης του Αριάδνης).
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ιταλικά, Ισπανικά, Αραβικά, Γαλλικά, Κινέζικα, Ρωσικά, Εβραϊκά, Φινλανδικά, Γερμανικά, Βουλγάρικα, Σλαβομακεδόνικα και Σερβικά.
Κατέχει άδεια οδηγήσεως μοτοποδηλάτου και Ι.Χ. αυτοκινήτου. Γνωρίζει ελληνικά και αρκετά αγγλικά. Απαγγέλλει Λόρκα στο πρωτότυπο και ξέρει τα ονόματα των κυριότερων πραγμάτων στις κυριότερες γλώσσες. Τα Εικαστικά του (Αρχέτυπα) αποτελούν ένα υποκατάστατο της ανεκπλήρωτης επιθυμίας του να κάνει κινηματογράφο. Οι φίλοι και οι φίλες του παρέχουν τα προς το ζην αναγκαία».
σχόλια