Τα εξοχικά είναι σαν τα παιδιά. Πριν τα αποκτήσεις, όταν τα ονειρεύεσαι σαν ρόδινα αγγελούδια σε μπεμπελάκ συσκευασίες, κανείς δεν θα έρθει να σου πει ότι ξυπνάνε τη νύχτα, κλαίνε, θέλουν άλλαγμα, αρρωσταίνουν και παλεύουν με εφιάλτες, ροκανίζοντας κάθε ζωτική σταγόνα της ύπαρξής σου.
Έτσι και τα εξοχικά, πριν τα αποκτήσεις, τα φαντάζεσαι σαν όλα μαζί τα επεισόδια από το Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι και επιπλέον με θέα θάλασσα-Αιγαίο, πλάι σε ρόδινα ακρογιάλια και σένα πάνω σε μια αιώρα να κολυμπάς στον πλανήτη που κάνει πάντα λιακάδα και διακοπές για το υπόλοιπο του βίου σου με ένα κοκτέιλ στο χέρι.
Το συννεφάκι αρχίζει να τρίζει από την πρώτη στιγμή που αποκτάς το όνειρο. Το οποίο είναι περίπου όνειρο, γιατί χρειάζεται χτίσιμο, επισκευές, να προσαρμοστεί στα μέτρα σου, να αποκτήσει κήπο και βουκαμβίλιες.
Στους εξοχικούς τόπους δεν έχει εργάτες ή έχει εργάτες σαδιστές, που αρέσκονται να σε κοροϊδεύουν, να σου λένε πάντα «ναι» από το τηλέφωνο για να προσγειώνεσαι σε πολλά «όχι» που δεν έγιναν όσο έλειπες, να σου ζητάνε διπλά λεφτά και πανωτόκια για το άλλαγμα ενός γλόμπου, καθότι μετά τα πρώτα διόδια της Εθνικής επικρατεί η άποψη πως όποιος ζει στην Αθήνα είναι πλούσιος και άσχετος – ιδανικό θύμα που το τσουρομαδάς με την αποστομωτική απάντηση «α, αυτό δεν γίνεται!» ακόμη και όταν σου ζητάει μια επιπλέον πρίζα στον τοίχο.
Οι εν λόγω εργάτες έχουν μια ιδιαίτερη κλίση στις γυναίκες-μόνες που θα επιχειρήσουν το εγχείρημα: αν δεν υπάρχει άντρας στο πλευρό σου, ετοιμάσου για τόνους ψέμα και ετοίμαζε δέκα-δέκα τα τσουβάλια με το χρήμα.
Η μαγικότερη στιγμή του είναι όταν πια τα έχεις βάλει όλα σε τάξη και αγκαλιάζεις με ένα μαγεμένο βλέμμα τα έργα του κόπου σου: μια κουκλίτσα το σπιτάκι, πεντακάθαρο, αναστηλωμένο. Αυτό το μόνο-ένα-βλέμμα. Την επόμενη στιγμή, φτιάχνεις τις βαλίτσες της επιστροφής. Τέλος χρόνου. Ως άλλος Σίσυφος, στις επόμενες διακοπές, φτου και από την αρχή!
Όταν μετά από πολλές λαχτάρες, καρδιακά, εγκεφαλικά, κρίσεις πανικού, νεύρων και απελπισίας -ή αλλιώς, αυτό που σωστά έχει πει η λαϊκή σοφία «όποιος δεν έχει χτίσει σπίτι και δεν έχει παντρέψει κόρη, δεν ξέρει τι εστί πρόβλημα»- το έργο παραδίδεται, η μετακόμιση του ιδανικού καναπέ και λοιπών αξεσουάρ της ευτυχίας στα ορεινά της Ναυπακτίας αποδεικνύεται ένας δεύτερος εφιάλτης.
Κάπου στη διαδρομή των πολλαπλών πρακτορείων/μεταφορέων χάνονται τηλεοράσεις και πολυθρόνες, σπάει ο πολυέλαιος και εξαφανίζονται μυστηριωδώς τα κουταλάκια του καφέ, ενώ μέσα σε ένα ολόκληρο χωριό δεν υπάρχει ψυχή που να δέχεται να μεταφέρει την πραμάτεια από το φορτηγό στο 100 μέτρων καλντερίμι, ακόμη κι αν της κουνάς κάτω από τη μύτη όλη σου την περιουσία μαζί με το δεξί σου χέρι.
Πάνω στο «χαλάλι» της τακτοποίησης και εκεί που ετοιμάζεσαι για το πρώτο «ουφ!» της ανακούφισης, έτοιμος να σκαρφαλώσεις στο όνειρο που λέγαμε, ξυπνά ο εφιάλτης που λέγεται «κακοτεχνία».
Οι σωλήνες μπήκαν στραβά, ο θερμοσίφωνας συνδέθηκε λάθος, το τζάκι καπνίζει. Έπεται δεύτερη στρατιά «ειδικών», οι οποίοι θα βρίσουν τους πρώτους και συ θα το έχεις πάρει πια απόφαση: το εξοχικό είναι μια αέναη work in progress, με δυο μόνο λύσεις: ή θα εγγραφείς σε ταχύρυθμο ΤΕΙ ηλεκτρολόγων/υδραυλικών/κηπουρών/μονωσάδων/χτιστάδων ή θα φροντίσεις να αποκτήσεις μόνιμο και φερέγγυο συντηρητή, λες και είσαι το Ελούντα Μπιτς, το οποίο και φυσικά θα σου κόστιζε φτηνότερα για τις 20 μέρες το χρόνο που περνάς τελικά σε ένα εξοχικό.
Στο δε Ελούντα, αυτές τις ευλογημένες ημέρες θα τις πέρναγες λιώνοντας σε μια ξαπλώστρα, με ρουμ σέρβις, ενώ τώρα θα τις περάσεις σε ένα ατέρμονο χαμαλίκι φτιαγμένο από πολλές κολάσεις μαζί.
Διότι εξοχικό σημαίνει κουβάλημα. Χιλιάδες μάντζαλα που έρχονται από την πόλη για να ανηφορίσουν στους ώμους σου το δύσκολο μονοπάτι του προσωπικού σου Γολγοθά ως την εξώπορτα. Την οποία θα ξεκλειδώσεις τρέμοντας να μην αντικρίσεις το χειρότερο, που με μαθηματική ακρίβεια θα σου τύχει: όσο έλειπες, χάλασε το ψυγείο και μέσα του σήπονται διάφορα πρώην φαγώσιμα.
Και κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει μια αλλαγή ψυγείου στη μητέρα του διαβόλου και μάλιστα καιρό αργία που θα ευκαιρήσεις να πας. Όσο έλειπες έγινε διαρροή, έσπασε ο σωλήνας και δεν έχεις νερό και εννοείται ότι πιο εύκολα βρίσκεις στα σκουπίδια ένα σακούλι λίρες παρά υδραυλικό στο χωριό.
Κι αυτό όταν είσαι τυχερός και στο μεταξύ και πάνω που όλες οι δουλειές έχουν πέσει πάνω σου στην πόλη, σου τηλεφωνεί η γειτόνισσα εξοχικού για να σου ανακοινώσει ότι έβρεξε και το σπίτι πλημμύρισε, χιόνισε και γκρεμίστηκε η καλαμωτή, έκανε καύσωνα και τσουρουφλίστηκε ο κήπος, έπεσε κεραυνός και έκοψε το ρεύμα.
Η άφιξη στο εξοχικό, το οποίο σε υποδέχεται πάντα μουτρωμένο που το άφησες μόνο με αποτέλεσμα να πιάσει κολλητές φιλίες με σαύρες, κατσαρίδες, σκουλήκια της γης, σαρανταποδαρούσες και στρατιές από αράχνες, ισοδυναμεί με κινέζικο βασανιστήριο.
Το τριήμερο της χαλάρωσης θα φαγωθεί σαν πατατάκι ανάμεσα σε φασίνες, ξεχορταριάσματα, σκουπίσματα, απεντομώσεις, επιδιορθώσεις, βελτιώσεις, πλυντήρια, βαψίματα, συντηρήσεις, κλαδέματα –να περάσεις κι ένα βερνίκι τα παντζούρια.
Και όλ' αυτά, χωρίς ποτέ να δώσεις λύση στην αρρώστια από την οποία πάσχει κάθε εξοχικό, την ασθένεια «υγρασίες». Ο βράχος κατεβάζει υγρασία, το ίδιο και τα θεμέλια, το ίδιο και το βουνό, το ίδιο και η θάλασσα, το ίδιο και η βροχή το ίδιο και η ταράτσα.
Χιλιάδες ειδικοί θα εκφέρουν τη σεβαστή τους άποψη, χιλιάδες μαγικές λύσεις θα ροκανίσουν όσα έχεις και όσα δεν έχεις, το πρόβλημα σαδιστικά θα επιμένει να ζωγραφίζεται «πικασικά» και σουρεαλιστικά με διαφορετικά, κάθε φορά, σχέδια στους τοίχους.
Η μαγικότερη στιγμή του είναι όταν πια τα έχεις βάλει όλα σε τάξη και αγκαλιάζεις με ένα μαγεμένο βλέμμα τα έργα του κόπου σου: μια κουκλίτσα το σπιτάκι, πεντακάθαρο, αναστηλωμένο. Αυτό το μόνο-ένα-βλέμμα. Την επόμενη στιγμή, φτιάχνεις τις βαλίτσες της επιστροφής. Τέλος χρόνου. Ως άλλος Σίσυφος, στις επόμενες διακοπές, φτου και από την αρχή!
Όσο και να ονειρευτείς δυο μέρες μόνο να αγναντεύεις το πέλαγος στη σιωπή, το εξοχικό, δεν αδειάζει ποτέ από κόσμο. Μουσαφιραίοι καλεσμένοι και περαστικοί, γείτονες και λοιποί συγγενείς, σαν να σε μυρίζονται, όσο ινκόγκνιτο και να οργανώσεις τη φυγή σου. Στον βωμό του Ξένιου Δία θα πέσεις εσύ, πτώμα από την κούραση της καλής οικοδέσποινας.
Σε όλα αυτά να προσθέσω το κουτσομπολιό της μικρής, πλην διόλου αθώας, κοινωνίας, γύρω σου, που σπιουνεύει κάθε σου κίνηση, που ζητά λογαριασμό για το ποιος μπήκε και ποιος βγήκε από την πόρτα σου και έχει άποψη γιατί έβαψες ροζ τα κάγκελα, το κινητό που δεν πιάνει, και το Ίντερνετ που σπάνια περνά από κει.
Αν ακόμη το σκέφτεστε, μην το σκέφτεστε! Διότι το εξοχικό κυρίως και πάνω απ' όλα, τραυματίζει μέσα σου την περιπέτεια. Μικραίνει τον κόσμο, την ανακάλυψη. Σε στεριώνει μικροαστικά, θέλοντας και μη, στον πλανήτη των εκατό κατοίκων, καθηλώνοντας το βλέμμα-και το νου σου-στο ίδιο τοπίο.