Τον τελευταίο καιρό έχω ακούσει δυο-τρεις φορές να μου μεταφέρουν συνομήλικοι, αλλά και νεότεροι, την ίδια περίπου σκηνή. Είναι το τέλος της μέρας, έχει σημάνει η λήξη (ή μάλλον η προσωρινή εκεχειρία) για τις πάσης φύσεως επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, και ξεκινά η «χαλαρή» αναζήτηση στο Netflix, για «να δούμε κάτι πριν πάμε για ύπνο».
Κάτι ο ιδιοσυγκρασιακός αλγόριθμος της πλατφόρμας όμως, κάτι η στριφνή πλοήγηση που παρέχει για το περιεχόμενό της, κάτι εμείς που δεν ξέρουμε τι θέλουμε, η αναζήτηση σύντομα γίνεται βραχνάς και μοιάζει κι αυτή με δουλειά, ώσπου καταλήγει κανείς για χιλιοστή φορά στη ζωή του στην ασφαλή αγκαλιά των «Friends» («κοτόσουπα για την ψυχή», που λένε) μέχρι να γλαρώσει, να του γλιστρήσει λίγο σάλιο από το στόμα και να κατευθυνθεί υπνωτικά προς το κρεβάτι, για να δει ασφαλή, ανέφελα και νοσταλγικά όνειρα, χωρίς ένταση, φόβο και πάθος.
Το ότι ο Τζορτζ Μάικλ πέθανε –μόνος και αβοήθητος–, κατά διαβολική σύμπτωση ανήμερα τα Χριστούγεννα, δεν φρικάρει κανέναν;
Ε, ναι, προφανώς ήξεραν τι έκαναν οι υπεύθυνοι της συνδρομητικής υπηρεσίας streaming που έσκασαν 100 εκατομμύρια δολάρια για να διατηρήσουν τη σειρά και το 2019 (που είναι και η επέτειος των 25 χρόνων από την πρεμιέρα της «αειθαλούς» σειράς που, όπως φαίνεται, θα μας στοιχειώνει γλυκά ως και τα βαθιά μας γεράματα), και υποθέτει κανείς ότι ξέρουν τι κάνουν και οι αντίστοιχοι ιθύνοντες του νεόκοπου HBO Max της Warner Media που (λέγεται ότι) κατέβαλαν 425(!) εκατομμύρια δολάρια για να την έχουν από το νέο έτος στη δική τους πλατφόρμα.
Οσονούπω καταφθάνει, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι που παραδοσιακά κάθε τέτοιες μέρες του Νοέμβρη ξεκινά τη μαρτυρική πορεία του προς τις γιορτές, και το Last Christmas, η ταινία (σε σενάριο της αγαπητής Έμα Τόμσον), κι έτσι θα είμαστε κομπλέ χριστουγεννιάτικα στο μαυσωλείο της νεότητάς μας.
«Last Christmas» και «Friends»... Μήπως έχουμε πεθάνει ήδη και δεν το ξέρουμε; Παρντόν για το μακάβριο και δυστοπικό ύφος, ήρεμα ρωτάω. Μήπως έχουμε κολλήσει σε μια λούπα αέναης περιδίνησης σε ένα τοπίο συναισθηματικού τουρισμού, όπου το υποκειμενικό προβάλλεται ως αντικειμενικό, εκτός πλαισίου και εκτός χρόνου; Μήπως είμαστε εγκλωβισμένοι για πάντα σε μια θολή ανάμνηση που έχει να κάνει με κάτι που συνέβη τα «περασμένα Χριστούγεννα» ή μήπως μας επισκέπτονται μυστικά στον ύπνο μας τα φαντάσματα των «Χριστουγέννων που πέρασαν». όπως στην κλασική ιστορία του Ντίκενς;
Το ότι ο Τζορτζ Μάικλ πέθανε –μόνος και αβοήθητος–, κατά διαβολική σύμπτωση ανήμερα τα Χριστούγεννα, δεν φρικάρει κανέναν;
Μου έρχονται στο μυαλό οι ξεκαρδιστικά μοιρολατρικές ατάκες του Κόλιν Φάρελ από την ταινία Αποστολή στην Μπριζ (In Bruges), αυτή την ατελή, πλην απολαυστική νεο-νουάρ μαύρη κωμωδία του 2008, που είδα ξανά τις προάλλες στο Netflix, μια νύχτα που δεν έβρισκα κι εγώ τι άλλο να δω και στράφηκα κάποια στιγμή στα «οικεία». Χριστούγεννα στη βελγική παραμυθούπολη, αλλά ο ήρωάς μας δεν είναι καθόλου καλά, βαθιά κλονισμένος από βασανιστικές μνήμες, όταν του σκάει η επιφοίτηση ότι βρίσκεται στην κόλαση, ή στο καθαρτήριο, ή σε μια δυσοίωνη «Μέρα της Μαρμότας»: «Και τότε, σαν φλασιά, συνειδητοποίησα ότι ίσως αυτό να είναι η κόλαση: να περνάς το υπόλοιπο της αιωνιότητας στη γ***μένη Μπριζ». Ή στο Netflix, βλέποντας «Friends», ενώ ακούγονται από κάπου έξω τα καμπανάκια του «Last Christmas».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO