ΤO ΠΡΟΠΕΡΣΙΝΟ (Covid-free) καλοκαίρι έπιασα με ανυπομονησία να διαβάσω το βιβλίο «απομνημονευμάτων» του Λόρενς Φερλινγκέτι –του θρυλικού Αμερικανού ποιητή και εκδότη που μας άφησε προχθές υπερπλήρης ημερών–, που μόλις είχε εκδοθεί. Ήταν η χρονιά που ο Φερλινγκέτι συμπλήρωνε έναν ολόκληρο αιώνα ζωής και το βιβλίο, που φέρει τον τίτλο Little Boy (Μικρό αγόρι), υποσχόταν πλούτο αφηγήσεων από έναν άνθρωπο που είχε βιώσει επί τόπου, ως μάχιμος, και τη Νορμανδία και το Ναγκασάκι, και στη συνέχεια συνδέθηκε με την αφρόκρεμα της μπιτ λογοτεχνίας και της αντικουλτούρας.
Τελικά, δεν επρόκειτο για συμβατικού τύπου ζουμερά απομνημονεύματα (παρότι κάπως έτσι ξεκινάει), ούτε και για «νουβέλα», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος, αλλά για έναν συναρπαστικό κατά τόπους καταιγισμό ελεύθερων συνδέσεων, συνειρμών και αναφορών (από τον Γκίνσμπεργκ, τον Κέρουακ και τον Μπάροουζ στον Τζόις, τον Προυστ και τον Μπέκετ), πασπαλισμένο με τη γνώριμη πολεμική που χαρακτήριζε πάντα τις θέσεις του και μόνο ανεπίκαιρη δεν μοιάζει στις τρέχουσες συνθήκες.
Ακόμα πίστευε ότι ο καπιταλισμός είναι «ο ίδιος ο εχθρός της δημοκρατίας», ακόμα προσδοκούσε «μια κοινωνία όπου πλέον δεν θα είναι απαραίτητοι οι αντιφρονούντες», παρότι δεν είχε σταματήσει ποτέ να βλέπει καταρχάς τον εαυτό του ως έναν «αντιφρονούντα ρομαντικό ή ρομαντικό αντιφρονούντα».
«Μην χασμουριέσαι ξέρω ότι είσαι ακόμα νέος και ότι είναι μια ωραία ηλιόλουστη μέρα στην πλανήτη, τι μας νοιάζει λοιπόν ποιοι τον κάνουν να περιστρέφεται και τι ανάγκη έχω από κάποιον Θεό όταν έχω τον εαυτό μου που δεν θα πεθάνει ποτέ...».
«Έφτασε η στιγμή, η στιγμή της παλίρροιας, η στιγμή της απόπειρας να βγάλουμε κάποια άκρη από αυτήν τη μικρή μας ζωή στη γη» γράφει (τη στίξη τη συμπληρώνω εγώ στην απόδοση, στο πρωτότυπο οι τελείες και τα κόμματα δεν θεωρούνται απολύτως απαραίτητα στοιχεία του λόγου). «Μόνος τώρα με τον εαυτό του και τη μοναχική του συνείδηση μόνος στο μικρό νησί του εαυτού του, αναρωτιέται, αυτό είναι όλο; Όχι, καθόλου, δεν είμαι ένας γεροξούρας με τσιριχτή φωνή είμαι ακόμα ένα παιδί με τη μνήμη ανέπαφη που κάνει προβολές στο λαμπερό αιώνιο μέλλον μεγαλώνοντας στους πιο σκοτεινούς και στους πιο φωτεινούς καιρούς πάνω σ' αυτό το μικρό νησί του Εγώ-Εγώ-Εγώ».
Εξαρχής σχεδόν ξεκαθαρίζει ότι η μόνη πλοκή αυτού του βιβλίου είναι «η διαρκής μου γήρανση», αλλά και «η ανάμνηση όχι των περασμένων, αφού το παρελθόν δεν είναι παρά ένας προσεκτικός σύμβουλος για όλα αυτά που ακόμα δεν έχουν λήξει... Αν νομίζεις ότι θα μάθεις από μένα τίποτα μυστικά του σύμπαντος ή της ανθρώπινης καρδιάς έστω, τότε είσαι μεγαλύτερος ηλίθιος απ' όσο υπέθεσα και καλύτερα να σταματήσεις να διαβάζεις αυτήν εδώ τη μωρολογία... Μην χασμουριέσαι ξέρω ότι είσαι ακόμα νέος και ότι είναι μια ωραία ηλιόλουστη μέρα στην πλανήτη, τι μας νοιάζει λοιπόν ποιοι τον κάνουν να περιστρέφεται και τι ανάγκη έχω από κάποιον Θεό όταν έχω τον εαυτό μου που δεν θα πεθάνει ποτέ...».
«Κάθε πρόταση είναι η τελευταία πρόταση που θα γράψω ποτέ, υπάρχει όμως πάντα άλλη μια σκέψη να αφηγηθείς και μέχρι πότε μπορεί να συνεχιστεί αυτό, συνεχίζω όμως παρ' όλα αυτά» έγραφε. «Ίσως τελικά δεν υπάρχει νόημα, υπάρχει μόνο η ύπαρξη όπως ένα ποίημα ή ένα έργο ζωγραφικής που δεν εννοούν αλλά είναι, και υπάρχουν μόνο επεισόδια που το άθροισμά τους δεν στοιχειοθετεί κανένα νόημα, παρά μόνο πιέζουν για να εξαχθεί από μέσα τους η ψίχα της ζωής...»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.