Το διάβασα, σιχτιρισαΤην ώρα και στιγμηΚαι μια φωνούλα μέσα μουΡωτά "γιατί; γιατί;" Μπαρμπουτσαλα σε κάθε εξΛες κι είναι κολλημενεςΉ θα 'ν' αλαφροισκιωτες Ή ονειροπαρμενες...Χαλάρωσε και λίγο εξΞεκόλλα το μυαλό σουΨάξε εναν διαδρομοΒρες τον και προσγειωσου.
23.12.2019 | 17:12
Αναμνήσεις πάνω σε άψυχες σελίδες
Η αναγγελία του διαλείμματος επέφερε μια αδιαμφισβήτητη ανακούφιση στην τάξη και συνάμα μια γενικότερη αναστάτωση μέσα στην αίθουσα μιας και όλοι άρχισαν μονομιάς τις δυνατές ομιλίες καθώς έφευγαν για έξω. Ήταν ομολογουμένως βασανιστικό και βάρβαρο να κάνουμε τέτοια μέρα και δη με επιπλέον ώρες.Εμφανώς βαριεστημένα έκλεισα το τετράδιο και έπειτα κοίταξα μάλλον ζαλισμένη γύρω μου. Είδα μια φίλη μου παραδίπλα να προσπαθεί να μου πει κάτι μέσα στην προσωρινή αναστάτωση. Την ώρα που εγερνα προς το μέρος της κρυφά νευριασμένη που έπρεπε εκ νέου να συγκεντρώσω έστω και λίγο την προσοχή μου για να ακούσω κάποιον, έκανα διάφορες γκριμάτσες δαγκώνοντας τα χείλη μου και μισοκλείνοντας τα μάτια μου καθώς κατέβαλα πραγματική προσπάθεια να την ακούσω ανάμεσα σε καρέκλες που ετριζαν ανατριχιαστικά και σε γέλια και ομιλίες ανθρώπων που θαρρείς πως βιάζονταν να προλάβουν να πουν κάτι, όσα περισσότερα μπορούσαν."Μας έδωσαν από την θεατρική ομάδα ένα ημερολόγιο για το 2020, έχει μέσα διάφορα ποιήματα, αποσμασματα βιβλίων, αποφθέγματα. Μόλις το πήρα στα χέρια μου σκέφτηκα κατευθείαν εσένα, είμαι απόλυτα σίγουρη πως θα σου αρέσει" είπε η κοπέλα και εγώ κατάφερα επιτέλους να την ακούσω. Η αμηχανία που ένιωσα καθώς μου έδινε το ημερολόγιο βγάζοντάς το από την τσάντα της φάνηκε εμφανώς στον τρόπο που έβαζα μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου, αγγίζοντας ύστερα τα σκουλαρίκια που στέκονταν δίπλα στις μπούκλες μου. Πήρα το μικρό ημερολόγιο στα χέρια μου, και χαμογέλασα προσπαθώντας να της πω "ευχαριστώ" με το βλέμμα. Μέσα μου όμως ένιωθα αν όχι θυμωμένη, τότε σίγουρα απογοητευμένη. Σκεφτόμουν τον τρόπο που άνοιξε διάπλατα τα μάτια της η κοπέλα λέγοντας αυτό το "είμαι σίγουρη πως θα σου αρέσει" κάνοντάς το προφανώς για να δώσει έμφαση στα λόγια της. Τόσο αλαφροΐσκιωτη δείχνω λοιπόν; Τόσο ονειροπαρμένη; Με την κοπέλα δεν είχα ποτέ μοιραστεί ή ανταλλαξει απόψεις περί ποίησης και λογοτεχνίας, δεν είχα εκφράσει ποτέ την προτίμησή σου για τέτοια ζητήματα. Ήταν άλλωστε από εκείνα τα θέματα που μετά από εσένα φροντισα να τα ξεχάσω, αν όχι να τα μισήσω. Και ένιωσα να θυμώνω τώρα σκεφτομενη πόσο έντονα, πόσο ανεξίτηλα, πόσο εμφανώς χαραγμένα είχες αφήσει τα σημάδια σου επάνω μου ώστε να το καταλαβαίνουν με μεγάλη ευκολία και άνθρωποι που γνώρισα αρκετά μετά από εσένα. Την ειρωνία. Σου θυμώνω επειδή λανθασμένα σε θεωρώ υπεύθυνο για τον τρόπο που με βλέπουν οι άλλοι, ενώ ποτέ δεν σου θύμωσα για αλλά ζητήματα. Γιατί όντως δεν είμαι θυμωμένη μαζί σου, ούτε λγο. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω και σαφώς δεν μετανιώνω.Με το μικρό ημερολόγιο στα χέρια μου ακολούθησα κρυμμένα απρόθυμα τα υπόλοιπα παιδιά έξω. Άρχισα να ξεφυλλιζω τις σελίδες του ημερολογίου κι ήταν σαν να ξεφυλλιζω τις μνήμες μου μαζί σου. Θυμήθηκα έντονα εκείνη την ημέρα που μου διάβασες για πρώτη φορά ένα ποίημα. Είχα κλείσει τα μάτια, φοβισμένη από αυτά που ένιωθα για εσένα, από αυτό που γινόταν μέσα μου, δεν ήξερα πώς να διαχειριστω τόσο έντονα συναισθήματα. Έπειτα μου ζήτησες να σου διαβάσω ένα ποίημα κι εγώ. Τα έχασα και η άρνηση ήταν η πιο εύκολη απάντηση. Δεν ήξερα πώς διάβαζαν την ποίηση. Όλες μου οι γνώσεις περί μετρικής και προσωδίας, γνώσεις στυγνες, ένιωθα πως δεν είχαν καμία ισχύ μπροστά σε εκείνη την προτροπή σου. "Έστω λίγο" μου είπες και τότε με τα δάχτυλα μου να τρέμει σου διάβασα το "κοντά σου" της Πολυδούρη. Κι ήταν η φωνή μου ανεξήγητα, πρωτόγνωρα σταθερή, σίγουρη. Όταν τελείωσα θυμάμαι το πάθος στη φωνή σου καθώς μου είπες "άλλη μια φορά". Δεν νομίζω να στο είχα πει τότε, αλλά ένιωθα ανόητη που διάβαζα ποίηση και ειδικότερα σε εσένα που ήξερες τόσα πράγματα, διάβαζες τόσο γοητευτικά. Νομίζω πως εκείνη η φορα ήταν η πρώτη και η τελευταία που διάβασα δυνατά κάποιο ποίημα.Με τα υπόλοιπα παιδιά καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Απαντούσα μηχανικά σε κάποιες ερωτήσεις τους, γελούσα από υποχρέωση όταν ξαφνικά ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου, είδα ένα ποίημα της Κικης Δημουλά, "Τα πάθη της βροχής""τόση βροχή για μια απουσίατόση αγρυπνία για μια λέξηπολύ με ζάλισε απόψε η βροχήμ'αυτή της τη μεροληψίαόλο εσύ, εσύ, εσύσαν όλα τ'αλλα να'ναι αμελητέακαι μόνο εσύ, εσύ, εσύ"Λες και όλα σε αυτή τη ζωή είναι σχεδιασμένα για να θυμίζουν εσένα, τα λόγια σου, τις αναμνήσεις μαζί σου. Όπως εκείνη την ανάμνηση με τα χέρια σου βρεγμένα από τις στάλες να απλώνουν την βροχή στο πρόσωπο και στα μαλλιά μου. Με σιχαίνομαι για αυτές τις αναμνήσεις, με σιχαίνομαι που σ'αγαπω, μακάρι να έπαυε αυτή η εσωτερική μου παράφορη ανάγκη να σ'αγαπώ.Διάβασα το ποίημα σχεδόν αχόρταγα με μάτια μου να κινούνται αστραπιαία πάνω από τη μικρή σελίδα, ενώ παράλληλα είχα τον νου μου να κουνώ καταφατικά το κεφάλι σ'ο,τι μου έλεγαν οι υπόλοιποι. Και ξαφνικά, κάπου εκεί, συνειδητοποίησα πως η ειρωνία συνεχίζεται αδιάκοπα σήμερα καθώς ένιωσα μικρές σταγόνες να πέφτουν στη μύτη μου και στα μαλλιά μου. Ψιχαλιζει. Λιγάκι μόνο.
1