ΑΓΡΙΕΣ ΦΡΑΟΥΛΕΣ (1957)
Mία από τις πλέον εμβληματικές και σημαντικές ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο ίδιος διατείνεται ότι η σύλληψη του σεναρίου έγινε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, συγκεκριμένα σε μια στάση στη γενέθλια πόλη του την Ουψάλα, όπου αντίκρισε το σπίτι της γιαγιάς του. Τότε σκέφτηκε πόσο ωραία ιδέα θα ήταν να μπορούσε να μπει σε αυτό, να τα βρει όλα όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια, παγωμένα στον χρόνο, και μετά, ανοίγοντας μια πόρτα, να βρεθεί ξανά στο σήμερα. Εν τέλει, η ιδέα αυτή έγινε σενάριο, το οποίο έγραψε μέσα σε ένα νοσοκομείο.
Ο 78χρονος γιατρός Ισαάκ Μποργκ, τον οποίο ερμηνεύει ο Βίκτορ Σγιόστρομ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης βωβού κινηματογράφου της Σουηδίας, τον οποίο ο Μπέργκμαν θεωρούσε μέντορά του, ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του Μαριάν, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα του χωρισμού με τον γιο του Μποργκ. Η Μαριάν, την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Ίνγκριντ Τούλιν, δεν τρέφει και τα ευγενέστερα των συναισθημάτων για τον εγωπαθή, τσιγκούνη και ιδιότροπο πεθερό της, και θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του ηλικιωμένου επιστήμονα.
Η ταινία ξεκινάει με έναν εφιάλτη του Μποργκ, που εξελίσσεται με φόντο την παλιά πόλη της Στοκχόλμης στην οποία περιδιαβαίνει ο ίδιος, ώσπου παρατηρεί ένα μεγάλο ρολόι χωρίς δείχτες. Κάποια στιγμή βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή, κατά την οποία ένα φέρετρο πέφτει από την άμαξα που το μετέφερε. Όταν πλησιάζει, βλέπει να προεξέχει από το φέρετρο ένα χέρι που τον αρπάζει, ενώ σταδιακά αποκαλύπτεται πως ο νεκρός είναι ο ίδιος.
Η ταινία κυλάει αριστουργηματικά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Το υποσυνείδητο συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής «πετυχημένης» μεν αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά.
Στο ταξίδι περισυλλέγουν τρεις νεαρούς φοιτητές, δύο αγόρια και μια κοπέλα, τη Σάρα, που τα δύο αγόρια διεκδικούν. Μέσα από μια ονειρική σεκάνς ο Μποργκ θυμάται πώς «έχασε» τη δική του Σάρα −και τις δύο τις υποδύεται η 20χρονη Μπίμπι Άντερσον− λόγω του πιο δυναμικού κι ελκυστικού αδελφού του, γεγονός που, μεταξύ άλλων, τον οδήγησε σε μια στεγνή και άχαρη ζωή. Στην πορεία, και έπειτα από ένα ατύχημα, παίρνουν μαζί τους ένα μεσήλικο ζευγάρι, το οποίο σύντομα θα καβγαδίσει. Από τον μεταξύ τους καβγά θα ξεσπάσουν συναισθήματα σκληρότητας και μίσους, που με τη σειρά τους θα δώσουν αφορμή στον καθηγητή να θυμηθεί και τον δικό του αποτυχημένο γάμο.
Η ταινία κυλάει αριστουργηματικά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Το υποσυνείδητο συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής «πετυχημένης» μεν αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά. Ο ηλικιωμένος άντρας, του οποίου το νεκρικό σχεδόν προσωπείο μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μας, κάμπτεται μετά την ενδοσκόπηση και την απρόσμενη αγάπη κι εκτίμηση που παίρνει από όλους, και αλλάζει. Η ταινία κλείνει με ένα ακόμα όνειρο αποχαιρετισμού. Κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερο Σεναρίου.
Η ΕΒΔΟΜΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ (1957)
Η ταινία που έκανε τον Μπέργκμαν διάσημο διεθνώς μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Καννών του 1957, όπου απέσπασε και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, είναι μια ποιητική αλληγορία με φόντο τη μεσαιωνική Σουηδία του 14ου αι., η οποία αφανίζεται από την πανούκλα, ενώ κυριαρχεί ο σκοταδισμός και η δεισιδαιμονία.
Η ιστορία, η οποία βασίζεται στο θεατρικό έργο του Μπέργκμαν «Ζωγραφιά πάνω σε ξύλο» που έγραψε το 1954 και ανέβασε στο Μάλμε, ξεκινάει με την επιστροφή του Ιππότη Αντώνιους Μπλοκ στην πατρίδα έπειτα από εννέα χρόνια στις Σταυροφορίες. Τον συνοδεύει ο ιπποκόμος του, Γιονς. Ο Μπλοκ, τον οποίο υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοφ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, συναντάει δίπλα στη θάλασσα τον Θάνατο που έρχεται να τον παραλάβει κι εκείνος του προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι −αν κερδίσει, ο Θάνατος θα τον αφήσει ήσυχο.
Η παρτίδα αρχίζει, αλλά τους διακόπτει ο ιπποκόμος κι έτσι την αναβάλλουν. Οι δυο άντρες καβαλάνε τ’ άλογά τους και φεύγουν με σκοπό να φτάσουν στο κάστρο του Μπλοκ. Στην πορεία συναντάνε διάφορους ανθρώπους, όπως μια οικογένεια θεατρίνων, ένα χωριό που μαστίζεται από την πανούκλα, μια νέα γυναίκα καταδικασμένη στην πυρά ως μάγισσα, μια άλλη που παραλίγο να πέσει θύμα βιασμού.
Ο Μπλοκ δεν είναι όμως ένας ιππότης ιστορικού δράματος. Πρόκειται για έναν άνθρωπο της σύγχρονης εποχής που βασανίζεται από καίρια ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, τη σημασία της ζωής, τον θάνατο. Πρόκειται για ερωτήματα που επανέρχονται σε κάθε βήμα της πορείας του και που ο ίδιος θέτει με κάθε ευκαιρία,π.χ. στην εξομολόγηση στη διάρκεια της οποίας αποκαλύπτει στον ιερέα τη στρατηγική του για να κερδίσει στο σκάκι. Μόνο που ο ιερέας είναι ο Θάνατος κι έτσι χάνει το μυστικό του πλεονέκτημα. Δίνουν ραντεβού για να συνεχίσουν την παρτίδα, την οποία ο Μπλοκ θέλει να κερδίσει όχι επειδή τον ενδιαφέρει τόσο το να μη χάσει όσο το να καθυστερήσει, ώστε να κερδίσει τη γνώση, να καταλάβει το νόημα όλου αυτού που ζούμε και να το εξηγήσει.
Όταν πια έρχεται η ώρα του, έχοντας φτάσει στον πύργο του, μαζί με όλους όσους περισυνέλεξε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κι έχοντας συναντήσει για μια ακόμα φορά τη γυναίκα του που τον περίμενε υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια, ομολογεί ότι η γνώση του ολοκληρώθηκε. Έτσι, κάνει μια τελευταία δέηση στον Θεό, αν κι εφόσον υπάρχει.
Ο Μπέργκμαν βασίζει τον τίτλο στο Βιβλίο της Αποκάλυψης, ενώ έχει επηρεαστεί από το «Ταξίδι στη Δαμασκό» του Στρίντμπεργκ, από τους κλόουν του Πικάσο και από μια ζωγραφιά του 1489 του Αλμπέρτους Πίκτορ που εντόπισε σε εκκλησία έξω από τη Στοκχόλμη, η οποία απεικονίζει έναν ιππότη να παίζει σκάκι με έναν σκελετό. Η πιο διάσημη εικόνα της ταινίας, πάντως, δεν είναι άλλη από τον χορό του θανάτου, λίγο πριν από το τέλος, όπου ο Θάνατος σέρνει στην κορυφή ενός λόφου μια κουστωδία ανθρώπων, τον Μπλοκ και τους συντρόφους του.
Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ (1960)
Βασισμένη σε μια μπαλάντα του 13ου αιώνα, η ταινία του 1960 είναι ακόμα μια παραβολή με φόντο τη μεσαιωνική Σουηδία της υπαίθρου, όπου κυριαρχούν η θρησκοληψία, η δεισιδαιμονία, η βία και η επιβίωση. Η ιστορία μοιάζει απλή: η Κάριν, η μονάκριβη κόρη ενός μεγαλοκτηματία κτηνοτρόφου, ένα πανέμορφο αθώο κορίτσι, ξεκινάει από το αρχοντικό της ντυμένη με το χρυσοποίκιλτο φόρεμά της για να διασχίσει το δάσος και να πάει στην εκκλησία κεριά για την πρωινή λειτουργία, καθώς μόνο μια παρθένα επιτρέπεται να τα παραδώσει. Την ακολουθεί η ψυχοκόρη Ινγκέρι, νέα και έγκυος, η οποία τη ζηλεύει θανάσιμα και στην πρώτη σκηνή τη βλέπουμε να κάνει έκκληση στο θεό Οντίν να προξενήσει κακό στην Κάριν.
Στο πέρασμά τους από το δάσος η κόρη προπορεύεται, μέχρι που συναντά τρεις γιδοβοσκούς που είναι αδέλφια − ένας τους είναι ακόμα παιδί. Ανταποκρίνονται στο κάλεσμά της να μοιραστούν το φαγητό της, αλλά εν τέλει τη βιάζουν, τη σκοτώνουν και την αφήνουν σχεδόν γυμνή στο ξέφωτο, αφαιρώντας τα πολύτιμα ενδύματά της. Η Ινγκέρι τα παρακολουθεί όλα από απόσταση και δεν κάνει τίποτα να αποτρέψει το κακό.
Αργότερα οι θύτες βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι του θύματός τους, χωρίς να το ξέρουν, και περνούν την κρύα νύχτα στην κουζίνα του αρχοντικού. Πριν κοιμηθούν, δείχνουν το ακριβό ένδυμα στη μάνα για να της το πουλήσουν κι εκείνη το αναγνωρίζει. Όταν το αποκαλύπτει στον άντρα της, εκείνος τους σφάζει με εκδικητική μανία. Όταν βρίσκουν το νεκρό κορμί της Κάριν στρέφεται προς τον ουρανό και λέει χαρακτηριστικά: «Το βλέπεις αυτό; Το επέτρεψες αυτό!». Συγχρόνως, υπόσχεται ότι θα χτίσει εκκλησία στο σημείο που βρέθηκε νεκρή η Κάριν, από όπου, με το που σηκώνουν το πτώμα, αναβλύζει νερό.
Η ταινία, που θέτει θέματα πίστης, ζηλοφθονίας και αυτοδικίας αλλά και ηθικής του κακού, σόκαρε για τον ρεαλισμό της όταν προβλήθηκε στην Αμερική, σε αρκετές Πολιτείες, μάλιστα, απαγορεύτηκε εξαιτίας της αναπαράστασης του βιασμού. Παρ’ όλα αυτά, της απονεμήθηκε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, το πρώτο από τα πολλά που έμελλε να λάβει ο Μπέργκμαν. Αν και ήταν υποψήφια και για τα κοστούμια της, αυτό που ξεχωρίζει είναι η αριστουργηματική φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ στην πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη, με τον οποίο στην πορεία ταυτίστηκε, καθώς αποτέλεσε τον μόνιμο διευθυντή φωτογραφίας σε όλες τις σπουδαίες ταινίες του. Το 1972 ο Γουές Κρέιβεν γύρισε το «Τελευταίο σπίτι αριστερά», εμπνεόμενος από την «Πηγή των Παρθένων».
PERSONA (1966)
Θεωρείται η απόλυτα αριστουργηματική ταινία του Μπέργκμαν και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος έχει πει πως η συγκεκριμένη, μαζί με το «Κραυγές και Ψίθυροι», «άγγιξαν τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου». Είναι, δε, η μόνη ταινία στην οποία έσπασε τη φόρμα και η κινηματογράφηση υπερέβη τη συμβατική γραφή που κατά κανόνα ακολουθούσε.
Στην «Persona», παράλληλα με το κυρίως στόρι, ο θεατής γίνεται μάρτυρας και της διαδικασίας γυρίσματος μιας ταινίας. Εν τέλει, είναι σαν να του έχει τεθεί ένας γρίφος, παρά το ότι έχει δει μια ιστορία με σαφή χαρακτηριστικά. Από την πρώτη της προβολή κιόλας έχει αποτελέσει αντικείμενο πλείστων αναλύσεων, ενώ έχει καταγραφεί ως μία από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Μάλιστα, πολλοί δημιουργοί αναφέρονται συχνά σε αυτήν και στο πόσο τους επηρέασε.
Ξεκινάει με μια εισαγωγή την οποία ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτήρισε «ποίημα με εικόνες»: ένα πέος σε στύση, το κάρφωμα των χεριών του Εσταυρωμένου, μια ταραντούλα, σύντομο απόσπασμα από βωβή κωμική ταινία, όπου ένας άντρας τρέχει να σωθεί από τον θάνατο και τον διάβολο, η σφαγή ενός αμνού, ένα αγόρι που ξυπνάει μέσα σε ένα νοσοκομείο. Κάποιες από τις εικόνες αυτές τις έκοψε η λογοκρισία στην Αμερική και αλλού.
Η ιστορία έχει να κάνει με την Ελίζαμπεθ, πρωταγωνίστρια του θεάτρου, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ψυχολογικού σοκ αφωνίας, ζώντας στη σιωπή και στην απομόνωση σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Παρακολουθεί στην τηλεόραση τη διάσημη σκηνή αυτοπυρπόλησης βουδιστή μοναχού κι αυτό την ταράζει ακόμα περισσότερο. Η Άλμα, μια νεαρή νοσοκόμα που της μοιάζει φυσιογνωμικά, έχει αναλάβει να την προσέχει.
Η Ελίζαμπεθ δεν βγάζει άχνα, η Άλμα δεν σταματάει να μιλάει. Μιλάει ακατάπαυστα, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα βρει ανταπόκριση από εκείνη. Η δράση μεταφέρεται σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι στο νησί Φορέ, μια ιδέα της διευθύντριας του νοσοκομείου για να βοηθήσει την ανάρρωση της ηθοποιού. Κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του καλοκαιριού, σε λευκό φόντο, οι δύο γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα, συγκλίνουν τόσο πολύ οπτικά, σαν η μία να συμπληρώνει την άλλη − η ταύτιση είναι αναπόδραστη.
Η Άλμα διηγείται συνεχώς διάφορα πράγματα, άλλοτε ανούσια κι άλλοτε αποκαλυπτικά. Χαρακτηριστικοί είναι οι δύο περίφημοι μονόλογοί της. Στον ένα περιγράφει ένα ερωτικό όργιο που έζησε κάποτε στην πλαζ με δύο ανήλικα αγόρια. Ο τρόπος που αφηγείται αλλά και το σενάριο του Μπέργκμαν καθιστούν τη σκηνή από τις ερωτικότερες που γυρίστηκαν ποτέ, κι ας μη βλέπουμε καμιά εικόνα. Ο δεύτερος μονόλογος αφορά μια έκτρωση − η Ελίζαμπεθ, επίσης, έχει αφήσει τον γιο της στη μοίρα του.
Στο μεταξύ, η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών γίνεται αλλόκοτη και η Ελίζαμπεθ, μην αντιδρώντας ποτέ και σε τίποτα, οδηγεί την Άλμα σε υστερικό ξέσπασμα. Η έλευση του συζύγου της πρώτης οδηγεί στην απόλυτη ταύτιση των δύο, καθώς εκείνος περνάει την Άλμα για την Ελίζαμπεθ και κάνει έρωτα μαζί της, παρουσία της γυναίκας του.
Σε ένα από τα τελευταία πλάνα, τα δύο πρόσωπα-προσωπεία (persona στα λατινικά είναι η μάσκα του ηθοποιού) διαρρηγνύονται και γίνονται ένα. Το αγόρι της εισαγωγής σηκώνεται από το νοσοκομειακό κρεβάτι και προσπαθεί να αγγίξει την τεράστια θολή εικόνα μιας γυναίκας − ποιας από τις δύο άραγε; Έχει, όμως, αυτό σημασία, εφόσον δεν ξεχωρίζουν;
Η φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ στην 6η συνεργασία του με τον Μπέργκμαν είναι εκπληκτική, ενώ η μουσική του Λαρς Γιόχαν Βέρλε είναι υποβλητική. Η Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της Ελίζαμπεθ είναι μεγάλης εσωτερικότητας, καθώς δεν λέει περισσότερες από 14 λέξεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, και η Μπίμπι Άντερσον σπαρακτική. Με την «Persona» ο Μπέργκμαν ανατέμνει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση όσο κανείς άλλος, ενώ παράλληλα θέτει τα μεγάλα θέματα της βίας και του θανάτου. Στην Ελλάδα παίχτηκε αρχικά με τον τίτλο «Έρωτες χωρίς φραγμούς».
ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ (1972)
Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Μπέργκμαν στην Αμερική και προτάθηκε για πέντε Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου αυτού της καλύτερης ταινίας, γεγονός σπάνιο για ξενόγλωσση ταινία. Τελικά, ο μόνος που κέρδισε ήταν ο σπουδαίος φωτογράφος Σβεν Νίκβιστ, χάρη στα εκπληκτικά χρώματα με τα οποία απέδωσε τους χώρους του αρχοντικού του 19ου αι. −εποχή στην οποία τοποθετείται η πλοκή− και το φθινοπωρινό σκηνικό των εξωτερικών χώρων.
Δύο αδελφές επιστρέφουν στην πατρική κατοικία για να συμπαρασταθούν στην ανύπαντρη αδελφή τους που αργοπεθαίνει από καρκίνο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί κρατούν περίεργη και απόμακρη στάση απέναντί της, αποκαλύπτοντας το αμφίβολο παρελθόν της οικογένειας και τις προβληματικές σχέσεις των μελών της. Η μόνη που ειλικρινά στέκεται στο πλευρό της ετοιμοθάνατης είναι η βαθιά θρησκευόμενη καμαριέρα, που και η ίδια έχει χάσει την κόρη της. Είναι η μόνη που προσφέρει ηρεμία στην άρρωστη.
Η ταινία κάνει συνεχή φλασμπάκ σε εποχές πιο ανέμελες. Ξεκινάει από την παιδική ηλικία και φτάνει μέχρι την πρώτη νιότη με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των αδελφών, που στην πορεία θα διαψευστούν και θα μετατραπούν σε απωθημένα και μίση. Κι έτσι, αυτή την καίρια στιγμή, αποδεικνύεται ότι το σπίτι κρύβει κραυγές και ψίθυρους, υποκρισίες και ψέματα, η αγάπη ούτε κυριαρχεί ούτε επιδιώκεται. Οι δύο αδελφές από τη μία τρέμουν το τέλος που πλησιάζει για την αδελφή τους και από την άλλη σιωπηλά το εύχονται.
Όταν πια η άρρωστη πεθαίνει, ο Μπέργκμαν τη βάζει να «επιστρέφει» μέσα από μια ονειρική σκηνή και να ζητά από τις αδελφές της την αγάπη και τη φροντίδα τους. Εκείνες, ενώ για λίγο ενδίδουν, συνειδητοποιούν ότι είναι όλα στη φαντασία τους και κάνουν πίσω. Η καμαριέρα είναι η μόνη που προσφέρει τρυφερότητα. Ο Τρυφό είπε ότι είναι μια ταινία που ξεκινάει σαν τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, στο ενδιάμεσο γίνεται Στρίντμπεργκ και τελειώνει σαν τον «Βυσσινόκηπο», πάλι του Τσέχοφ, υπό τους ήχους Μπαχ και Σοπέν.
Στο «Κραυγές και Ψίθυροι» ο Μπέργκμαν −με το οποίο είχε πει ότι έφτασε στα όριά του, όπως και με την «Persona»− μπαίνει βαθιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και αναλύει μοναδικά την πίστη, την εξιλέωση, αλλά, πάνω απ’ όλα, τη σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο. Πρωταγωνιστούν η Λιβ Ούλμαν, η Χάριετ Άντερσον, η Ίγκριντ Τούλιν και ο Έρλαντ Γιόζεφσον, δίνοντας συνταρακτικές ερμηνείες.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΟΝΑΤΑ (1978)
Μια ταινία που έκανε αίσθηση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που η μεγάλη σταρ του διεθνούς κινηματογράφου Ίνγκριντ Μπέργκμαν συναντούσε καλλιτεχνικά τον σημαντικό, και συνονόματο, συμπατριώτη της. Για τον Μπέργκμαν ήταν η πρώτη ταινία που θα γύριζε στα σουηδικά μετά την αυτοεξορία του στη Γερμανία λόγω των περιπετειών του με τη σουηδική εφορία − καθώς τα προβλήματα δεν είχαν διευθετηθεί, επιλέχτηκε να ολοκληρωθεί στη Νορβηγία. Πάντως, ήταν η τελευταία του καθαρά κινηματογραφική παραγωγή, αφού, από κει και πέρα, ό,τι έκανε ήταν σχεδιασμένο για την τηλεόραση, ακόμα και αν παιζόταν και σε αίθουσες. Αλλά και για τη χολιγουντιανή ηθοποιό έμελλε να είναι ο τελευταίος ρόλος για τη μεγάλη οθόνη.
Η «Φθινοπωρινή Σονάτα» είναι ένα ακόμα δράμα δωματίου, με τέσσερις χαρακτήρες. Η διάσημη πιανίστα Σαρλότ κάνει διεθνή καριέρα –που τώρα πια βρίσκεται στη δύση της− και επισκέπτεται σπάνια την πατρίδας της και την κόρη της Εύα, η οποία ζει με τον πάστορα σύζυγό της μια απομονωμένη, ταπεινή και ολιγαρκή ζωή. Η Εύα προσκαλεί τη λαμπερή μητέρα της στο σπίτι της κι εκείνη ανταποκρίνεται, επτά χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση. Αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχουν κάποια ανομολόγητα προβλήματα μεταξύ τους.
Η Σαρλότ, που διατηρεί μια άλλου τύπου ζωή από αυτήν της κόρης της, με πολλές ερωτικές σχέσεις στο ενεργητικό της, δεν υπήρξε ποτέ η κλασική μητέρα που αφοσιώνεται στα παιδιά της, δίνοντάς τους απλόχερα την αγάπη τους. Η Εύα, η οποία έχει χάσει τον τετράχρονο γιο της από πνιγμό, προσφέρει όλη τη μητρική της αγάπη στην ανάπηρη αδελφή της Ελένα, την οποία έχει πάρει από το ίδρυμα, όπου ήταν εσώκλειστη, και τη φροντίζει πια η ίδια. Η Σαρλότ αδυνατεί να δείξει για τη μικρότερη κόρη έστω στοιχειώδες ενδιαφέρον, σοκάρεται όταν τη βλέπει και, όπως ομολογεί αργότερα σε φίλο της, θα προτιμούσε να είχε πεθάνει όταν ήταν παιδί ακόμα. Αλλά ούτε με την Εύα ξέρει πώς να φερθεί. Κριτικάρει το παίξιμό της στο πιάνο όταν εκείνη εκτελεί το Πρελούδιο Νο. 2 σε Λα ελάσσονα του Σοπέν και το ξαναπαίζει η ίδια με τη δεξιοτεχνία που τη διακρίνει.
Μετά, με μια διάθεση υποκριτικής γενναιοδωρίας, της χαρίζει τη Μερσεντές της. Ακολουθεί νύχτα αϋπνίας και για τις δύο. Συναντιούνται στο λίβινγκ-ρουμ και η κουβέντα τους εξελίσσεται σε μια σύγκρουση μάνας-κόρης μέχρι τον αλληλοσπαραγμό τους, με πικρές και σκληρές αλήθειες που λέγονται έξω απ’ τα δόντια. Ένα χάσμα μίσους κι αγάπης, που όμως αποδεικνύεται αγεφύρωτο. Η Σαρλότ αναχωρεί εσπευσμένα και η Εύα της ζητά συγγνώμη μέσω μιας επιστολής, αφήνοντας ανοιχτό ένα παράθυρο συμφιλίωσης για το μέλλον.
Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν αποδεικνύεται αντάξια της εμπιστοσύνης που της έδειξε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναθέτοντάς της το ρόλο της Σαρλότ –διέθετε, άλλωστε, τεράστια κινηματογραφική πείρα− και η Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της Εύας ερμηνεύει με μέτρο και υποκριτική σοφία τη στερημένη και τραυματισμένη συναισθηματικά γυναίκα.
ΦΑΝΝΥ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (1982)
Γυρίστηκε ως τηλεοπτική σειρά πέντε επεισοδίων, αλλά παίχτηκε πρώτα στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια τόσο μεγάλης διάρκειας εκδοχή, που θα περίμενε κανείς ότι θα απέτρεπε το μεγάλο κοινό. Αντιθέτως, ο κόσμος ανταποκρίθηκε θαυμάσια και το «Φάννυ και Αλέξανδρος» έγινε διεθνής επιτυχία, χαρίζοντας στον Μπέργκμαν τέσσερα Όσκαρ: σκηνογραφίας, ενδυματολογίας, καλύτερης φωτογραφίας για τον Σβεν Νίκβιστ και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Ημι-αυτοβιογραφική μυθοπλασία, αποτελεί ένα κινηματογραφικό έπος που συνοψίζει ολόκληρη τη θεματική του Μπέργκμαν, παρουσιάζοντας την ανέμελη, υπέροχη και ευφρόσυνη ζωή της οικογένειας Έκνταλ στην Ουψάλα του 1907. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας πολυμελούς, θεατρικής φαμίλιας, τρομερά ευκατάστατης. Οι θεατρίνοι γονείς του Αλέξανδρου και της Φάννυ, ο Όσκαρ και η Έμιλυ, την οποία παίζει η πανέμορφη Εύα Φρέλινγκ, είναι άνθρωποι προοδευτικοί, ελαστικοί, ευτυχισμένοι, και ο βίος που διάγουν στο πατρικό αρχοντικό είναι πέρα για πέρα μια joie de vivre, μια ατέλειωτη γιορτή. Όλα τα μέλη της οικογένειας των Έκνταλ έχουν μια ιδιότητα για την οποία ξεχωρίζουν και τα δυο παιδιά παίρνουν μεγάλη αγάπη απ’ όλους, όπως και υπέροχα δώρα, σαν τη laterna magika που παίρνει ο Αλέξανδρος τα Χριστούγεννα. Η μορφή της γιαγιάς, την οποία υποδύεται η σπουδαία ηθοποιός Γκουν Βέλγκρεν, κυριαρχεί και αποτελεί την προσωποποίηση της τρυφερότητας, της σοφίας και της σύνεσης.
Η ζωή κυλά εκπληκτικά μέχρι που ο πατέρας πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο και τα δύο παιδιά μένουν ορφανά. Η μητέρα τους αποδέχεται την πρόταση γάμου του χήρου Επισκόπου, χωρίς να ξέρει ότι έτσι η ζωή τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών της θα αλλάξει δραματικά. Ο Επίσκοπος έχει διαφορετικές αρχές από την οικογένεια Έκνταλ και αυτό ταράζει τη ζωή και την ψυχική ηρεμία του Αλέξανδρου, με τον οποίο οι συγκρούσεις είναι συνεχείς, της Φάννυ αλλά και της μητέρα τους, η οποία περιέρχεται σε απόγνωση.
Ένας οικογενειακός φίλος, τον οποίο ερμηνεύει ο Έρλαντ Γιόζεφσον, καταφέρνει να τους φυγαδεύσει, ο Επίσκοπος απειλεί τη μητέρα τους, η οποία στο μεταξύ έχει μείνει έγκυος, με αυστηρές συνέπειες και η κατάσταση δείχνει και για τους τρεις αδιέξοδη. Μέχρι που έρχεται μια θεόσταλτη λύση. Η Έμιλυ ναρκώνει τον Επίσκοπο, αυτός πέφτει σε βαθύ ύπνο, η γηραιά θεία του πιάνει φωτιά και στην προσπάθειά της να σωθεί πιάνεται από εκείνον και καίγονται και οι δυο.
Η ταινία τελειώνει με ένα από τα υπέροχα οικογενειακά τραπεζώματα των Έκνταλ με αφορμή τα βαφτίσια της κόρης της Έμιλυ. Αξιομνημόνευτος ο τελευταίος μονόλογος για την απόλαυση της ζωής και για το πώς ξέρουν οι Έκνταλ να την απολαμβάνουν μοναδικά, με τα καλά και τα στραβά τους. Σε μία από τις τελευταίες σκηνές ο Αλέξανδρος συναντά το φάντασμα του Επισκόπου, ο οποίος τον ρίχνει κάτω και με εκδικητικό πείσμα τού λέει ότι ποτέ του δεν θα είναι ελεύθερος.
σχόλια