Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας ήταν ο Guy Lodge. Κριτικός κινηματογράφου του «Variety» από το 2011, συνεργάτης του «Observer» και της «Guardian», guest αρθρογράφος στο «Sight & Sound», υπεύθυνος για μερικά από τα πιο αστεία σινεφιλικά tweets, συνιδρυτής της ιστοσελίδας Film of the Week, ο Lodge είναι, πάνω απ’ όλα, μία από τις καλύτερες, πιο διεισδυτικές πένες εκεί έξω.
Η επίσκεψή του στην Ελλάδα με αφορμή το φεστιβάλ ήταν μια ιδανική ευκαιρία για να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε για την κριτική κινηματογράφου και τις σύγχρονες τάσεις, για ταινίες, για τον τρόπο που μπορούμε να γράφουμε γι’ αυτές, για το πρόσφατο poll του «Sight & Sound» με αντικείμενο τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, και για πολλά ακόμα.
— Όταν λέω στους ανθρώπους τι δουλειά κάνω, η πιο συνηθισμένη αντίδραση είναι να με ρωτήσουν «δηλαδή σε πληρώνουν για να βλέπεις ταινίες δωρεάν»; Σου συμβαίνει κι εσένα;
Όλη την ώρα. Το περιμένεις, βέβαια, από τη στιγμή που ζεις κάνοντας μια δραστηριότητα την οποία ο περισσότερος κόσμος εκλαμβάνει ως ψυχαγωγική. Τους είναι δύσκολο να αντιληφθούν ότι δεν πηγαίνεις στο σινεμά με τον τρόπο που πας με τους φίλους σου, για σένα είναι δουλειά. Φυσικά το απολαμβάνεις, αλλά με διαφορετικό τρόπο, αντιμετωπίζεις την ταινία ως μέρος της δουλειάς, την επεξεργάζεσαι αλλιώς.
Η κινηματογραφική κοινότητα ενδιαφέρεται πια περισσότερο για τη γνώμη της πλειοψηφίας, για το σκορ της ταινίας. Το βρίσκω λίγο θλιβερό. Τι σημαίνει το σκορ της ταινίας; Τι σημαίνει για μια ταινία να έχει σκορ 95% στο rottentomatoes;
— Και φυσικά έχεις και τις ώρες γραψίματος μετά, τις προθεσμίες κ.λπ.
Ναι, βέβαια. Εγώ κρατάω και σημειώσεις κατά τη διάρκεια της ταινίας, οπότε το γράψιμο ξεκινά λίγο νωρίτερα και αλλάζει όλη τη φιλμική εμπειρία. Παρακολουθώντας το φιλμ, σκέφτομαι συνέχεια ποια είναι η οπτική μου πάνω σε όσα βλέπω και προσπαθώ να σχηματίσω το κείμενο στο κεφάλι μου. Το βρίσκω πολύ δημιουργικό, με διεγείρει, αλλά είναι και πολύ δύσκολο. Και μετά, όταν έρχεται η ώρα να γράψω, είναι σαν να βλέπω ξανά την ταινία, αλλά χωρίς να την έχω μπροστά σου.
— Ίσως ακουστεί λίγο υπερβολικό ή λίγο μελό, αλλά αυτό το κομμάτι της δουλειάς συχνά το βλέπω σαν να πρέπει να κάτσεις στο τραπέζι και απέναντί σου να κάθεται ένα θηρίο, το οποίο είναι η ταινία που μόλις είδες και πρέπει να αντιμετωπίσεις.
Ναι, και το έργο σου γίνεται ακόμα πιο δύσκολο όταν έχεις βγει από την προβολή και δεν έχεις καταλήξει ακόμα ποια είναι η στάση σου απέναντι στην ταινία. Προσπαθείς να αποφασίσεις, αλλά έχεις μια προθεσμία και πρέπει να παραδώσεις το κείμενο και καταλήγεις συχνά να ανακαλύπτεις τη γνώμη σου καθώς γράφεις την κριτική σου.
— Μια άλλη παρεξήγηση για τη δουλειά του κριτικού είναι ότι πολλοί τη θεωρούν όμοια με εκείνη του διαφημιστή. Πιστεύουν ότι αρμοδιότητά μας είναι να πούμε στον κόσμο πήγαινε ή μην πας να δεις την τάδε ταινία. Από τα κείμενά σου αντιλαμβάνομαι ότι δεν προσεγγίζεις την κριτική με αυτό τον τρόπο ή, έστω, ότι αυτό το σκέλος είναι μονάχα ένα μικρό μέρος της κριτικής σου. Με αυτό ως δεδομένο, ποιες πιστεύεις ότι θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες ενός κριτικού όταν γράφει την κριτική του;
Σε έναν βαθμό εξαρτάται και από το μέσο για το οποίο γράφεις και το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι. Για παράδειγμα, όταν γράφω κριτικές για το «Variety» και ιδιαίτερα για μια ταινία που είδα σε ένα παράλληλο πρόγραμμα, έχω στον νου μου ότι, μέσα σε όλα, είναι ένα περιοδικό για τη βιομηχανία, άρα αυτό που γράφω θα το διαβάσουν αγοραστές και διανομείς. Έτσι, προσθέτω και το στοιχείο των πιθανών εμπορικών προοπτικών της ταινίας, καθώς ξέρω ότι αρκετοί θα διαβάσουν το κείμενο για να μάθουν αν αξίζει να αγοράσουν την ταινία. Αντίστοιχα, όταν γράφεις για μια πολύ εμπορική εφημερίδα, όπου ξέρεις ότι αρκετοί σε διαβάζουν για να αποφασίσουν σε ποια ταινία θα πάνε το Σαββατοκύριακο, θα προσαρμοστείς.
Η γνώμη σου για την ταινία δεν αλλάζει από το ένα μέσο στο άλλο, μα αλλάζει ο τρόπος που θα την εκφράσεις. Αλλά, ναι, δεν θέλω να σκέφτομαι τις κριτικές μου ως οδηγίες προς καταναλωτές, ακριβώς επειδή δεν είναι αυτές οι κριτικές που θέλω να διαβάζω ο ίδιος. Οι κριτικές για μένα είναι χρήσιμες αφού δω την ταινία. Διαβάζοντας τους αγαπημένους μου κριτικούς, μπαίνουν οι σκέψεις μου σε σειρά. Είναι σαν να έχεις έναν σιωπηλό διάλογο με κάποιον άλλο, που δεν βρίσκεται στο δωμάτιο, σαν να συζητάτε για την ταινία μεταξύ σας και να σου προσφέρει κάτι για να σκεφτείς. Για μένα αυτό είναι κριτική ή, μάλλον, αυτό είναι ωφέλιμη κριτική. Κάποιες φορές μου τη δίνει λίγο όταν οι άνθρωποι με ρωτούν αν πρέπει να δουν μια ταινία.
Όταν με ρωτούν «αυτό να το δω ή όχι;», η πρώτη μου αντίδραση είναι «πού να ξέρω;». Μπορεί να σου αρέσει κι εμένα όχι ή το αντίθετο. Γνώμη μου είναι να πας να δεις την ταινία, άσχετα από το τι λέω εγώ. Προσωπικά, αρκετές φορές διαβάζω μια αρνητική κριτική και σκέφτομαι ότι θέλω να δω οπωσδήποτε αυτή την ταινία. Γιατί μπορεί ο τρόπος περιγραφής του συναισθήματος που άφησε στον κριτικό η ταινία ή η ερμηνεία της να με ιντριγκάρουν, να μου δίνουν ένα κίνητρο για να την αναζητήσω.
— Εκείνο που μου αρέσει όταν διαβάζω μια κριτική είναι όταν ο συντάκτης έχει προσέξει κάτι που δεν παρατήρησα ή όταν μου δίνει μια ανάγνωση της ταινίας που δεν είχα σκεφτεί.
Κι εμένα. Επίσης, όταν δεν έχω δει μια ταινία και έχω μια γενική ιδέα γι’ αυτή, διαβάζω μια κριτική και βλέπω ότι η εικόνα μου γι’ αυτήν ήταν εσφαλμένη, ενθουσιάζομαι και λέω «α, δεν το ήξερα ότι σε αυτή την ταινία συμβαίνει αυτό» ή «α, αυτή η ταινία είναι έτσι λοιπόν». Για να ανακεφαλαιώσουμε, νομίζω ότι μια καλή κριτική κάνει ακριβώς αυτό: σου δίνει μια φρέσκια ματιά, μια διαφορετική ανάγνωση της ταινίας.
— Πιστεύεις ότι υπάρχει αντικειμενική κριτική;
Κατηγορηματικά όχι. Συχνά ο κόσμος χρησιμοποιεί τη φράση «αυτό είναι ένα αντικειμενικά καλό φιλμ». Για μένα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν υπάρχει αντικειμενικά καλό φιλμ. Ακόμα και ο Πολίτης Κέιν, ή ο Νονός, ή ο Λόρενς της Αραβίας, ταινίες που αρέσουν στο 95% των ανθρώπων που τις έχουν δει, δεν είναι αντικειμενικά καλές. Αν θες να υποστηρίξεις την άποψη ότι ο Πολίτης Κέιν είναι ένα άθλιο έργο, είσαι ευπρόσδεκτος να το κάνεις. Δεν θα είσαι λάθος, απλώς βλέπεις την ταινία από διαφορετική σκοπιά. Φυσικά, υπάρχει επικρατούσα γνώμη και, επειδή άνθρωποι είμαστε, το καταλαβαίνω όταν κρίνουμε κάποιον επειδή έχει ξεφύγει υπερβολικά, αλλά για μένα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι λάθος, απλώς διαφωνεί μαζί μας.
Το άλλο που ακούω να λέγεται είναι το «εμένα δεν μου άρεσε, αλλά είναι μια αντικειμενικά καλή ταινία». Δεν ακούγεσαι σαν να πιστεύεις πραγματικά ότι είναι καλή ταινία. Καλό θα ήταν όλοι να έχουμε το θάρρος της γνώμης μας και να μη νιώθουμε την ανάγκη να εκφράσουμε μια αντικειμενική γνώση των πραγμάτων, η οποία ταυτίζεται με την άποψη της πλειοψηφίας.
— Ναι, αλλά υπάρχουν και ταινίες που μπορείς να σέβεσαι, μπορείς να εκτιμάς, αλλά δεν μπορείς ακριβώς να πεις ότι τις αγαπάς.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δημιουργοί που εκτιμώ και καταλαβαίνω το όραμά τους, αλλά για κάποιον λόγο δεν μπορούν να αγγίξουν κάτι μέσα μου. Μπορεί να είναι δικό μου πρόβλημα, μπορεί να είναι δικό τους πρόβλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία τους είναι αποτυχημένη, απλώς λειτουργεί σε ένα διαφορετικό επίπεδο.
— Για μένα έχει σημασία και το ίδιο το συναίσθημα, αυτό της αγάπης, που είναι κάτι θετικό και για μερικές ταινίες είναι αδύνατο να εκδηλωθεί από την ίδια την κατασκευή και τη φιλοσοφία τους. Θα μου φαινόταν τρομερά παράξενο, δηλαδή, αν ερχόταν κάποιος και μου έλεγε ότι αγαπάει τη «Λευκή Κορδέλα» ή το «Spoorloos».
Ναι, υπάρχουν κάποια φιλμ που δεν είναι φτιαγμένα για να αγαπηθούν. Για παράδειγμα, η καλύτερη ταινία που έχω δει φέτος μέχρι στιγμής είναι το «Zone of Interest» του Τζόναθαν Γκλέιζερ.
— Δεν είναι το «Tár»;
Βγήκε φέτος στην Αγγλία, όντως, αλλά στο κεφάλι μου το έχω αποθηκευμένο ως περσινή ταινία, επειδή το είχα δει στη Βενετία. Να καταγραφεί στα πρακτικά ότι είναι σίγουρα η καλύτερη περσινή ταινία. Έλεγα, λοιπόν, ότι το «Zone of Interest» είναι τρομερά εμπνευσμένo, αλλά είναι δύσκολο να τo αγαπήσεις, να τo βάλεις στην καρδιά σου, επειδή είναι τόσο αποστειρωμένη η γραφή του, παρουσιάζει απωθητικούς ανθρώπους και σου δείχνει έναν κόσμο στον οποίο ίσως να μην ήθελες να κοιτάξεις. Είναι ο ορισμός του φιλμ που περιέγραψες παραπάνω.
— Πότε κατάλαβες ότι ήθελες να γίνεις κριτικός κινηματογράφου; Ήταν κάτι που πάντα ονειρευόσουν ή προέκυψε στην πορεία;
Θα έλεγα ότι περισσότερο πρόεκυψε στην πορεία, αλλά χωρίς να είναι και αναπάντεχη εξέλιξη. Από πολύ νεαρή ηλικία ήμουν αυτό που στα αγγλικά λέμε «film buff». Με γοήτευε το μέσο, η τέχνη του σινεμά. Ήθελα να κάνω ταινίες, να γράφω για ταινίες, να παίξω σε ταινίες. Μεγαλώνοντας, πήγα σε σχολή κινηματογράφου στην Αγγλία και τότε συνειδητοποίησα ότι ίσως να μην είμαι φτιαγμένος για να γυρίζω τις ταινίες, καθώς δεν είμαι όσο συνεργατικός χρειάζεται. Δούλεψα για ένα διάστημα ως script doctor σε ταινίες μικρού μήκους, αλλά δεν είχε καθόλου χρήματα αυτή η δραστηριότητα. Αποφάσισα ότι τελικά ίσως και να είναι ωφέλιμο να βγάζεις χρήματα, έτσι στράφηκα στην κριτική. Ήταν 2008 και είχε βάλει αγγελία για συνεργάτες ένα αμερικανικό κινηματογραφικό site, το InContention, που έχει κλείσει τώρα πια.
Τους έστειλα και τους ρώτησα αν θα τους ενδιέφερε να έχουν ανταποκριτή στο Λονδίνο και απάντησαν θετικά. Μετά από λίγο καιρό μείναμε μόνο εγώ και ο ιδρυτής του site και επί έξι χρόνια το τρέχαμε μαζί. Κριτικές, συνεντεύξεις, φεστιβάλ, όπου έμαθα καλύτερα την τέχνη της κριτικής γραφής, και, βέβαια, η οσκαρική ανάλυση, η οποία αποδείχτηκε το ατού της ιστοσελίδας, ο κύριος λόγος που την αναζητούσαν οι χρήστες. Πέρασαν περίπου τρία χρόνια, όταν επικοινώνησαν μαζί μου από το Variety και με ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε να γράφω κριτικές γι’ αυτούς. Τους απάντησα «προφανώς». Και μετά από δύο χρόνια ήρθαν και η «Guardian» και ο «Observer». Δεν υπήρχε ένα γενικό πλάνο για να γίνω κριτικός, απλώς ξεκίνησα να το κάνω, φάνηκε να αρέσει στους άλλους αυτό που έκανα και το ένα έφερε το άλλο.
— Σου άρεσε κι εσένα αυτό που έκανες;
Ναι. Έτσι κι αλλιώς έγραφα κριτικές από πολύ νεαρή ηλικία ως χόμπι. Από τα 10 μου σημείωνα σε τετράδια τις ταινίες που έβλεπα και έγραφα τη γνώμη μου γι’ αυτές.
— Σαν ένα πρωτόγονο letterboxd, δηλαδή.
Ακριβώς! Ένα χειρόγραφο letterboxd. Όταν με ρωτούν «μα γιατί δεν κάνεις έναν λογαριασμό στο letterboxd», η απάντησή μου είναι «παιδιά, έχω λογαριασμό letterboxd στο σπίτι μου εδώ και τριάντα χρόνια». Είναι πολύ αργά και τεράστιος ο όγκος για να κάνω τη μεταφορά από το χαρτί στην πλατφόρμα. Σε κάποιες περιπτώσεις έγραφα απλώς μια παραγραφούλα, σε άλλες, όταν κάτι μου άρεσε πολύ, γέμιζα ολόκληρες σελίδες. Αργότερα, στη σχολή, ακολούθησα θεωρητική κατεύθυνση κι έτσι εξασκήθηκα και στο ακαδημαϊκό γράψιμο.
Για να απαντήσω στην ερώτηση, όταν άρχισα να γράφω επαγγελματικά, συνειδητοποίησα ότι ήμουν πιο προετοιμασμένος γι’ αυτό απ’ όσο πίστευα και ότι ήμουν καλός, ότι είχα μια φωνή που έμοιαζε να ξεχωρίζει στο μυαλό των άλλων ανθρώπων, κι αυτό με εξέπληξε. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκανε την πένα μου να ξεχωρίζει από άλλων, απλώς κατέγραφα τις σκέψεις μου. Αλλά όταν τόσο μεγάλα μέσα άρχισαν να μου λένε «μας αρέσει ο τρόπος που γράφεις, θέλουμε να συνεργαστούμε μαζί σου», τότε κατάλαβα ότι ίσως ο τρόπος που εκφράζω την άποψή μου δεν είναι τόσο συμβατικός κι αυτό ήταν μια υπέροχη συνειδητοποίηση.
— Ανέφερες τρία μέσα. Στην Ελλάδα σχεδόν όλοι οι κριτικοί που γνωρίζω, για να τα βγάλουν πέρα, εργάζονται σε περισσότερα από ένα μέσα, ή έχουν και συμπληρωματική δουλειά, ή απλώς έχουν το οικονομικό τους πρόβλημα λυμένο. Συμβαίνει το ίδιο και στη Μεγάλη Βρετανία;
Φοβάμαι ότι για τους περισσότερους έτσι είναι. Έχω την τύχη να είμαι ένας από τους ελάχιστους freelancers που μπορούν να βγάζουν χρήματα αποκλειστικά από την κριτική κινηματογράφου. Στην αρχή έκανα και συμπληρωματικές δουλειές, αλλά όλα άλλαξαν πριν από μια δεκαετία, όταν το «Variety» άρχισε να με πληρώνει με προκαταβολή και αυτό σήμαινε ότι πλέον μπορούσα να έχω σταθερό μηνιαίο εισόδημα από τα γραψίματά μου.
Δεν είναι ότι βγάζω μια περιουσία, όταν είδα π.χ. την αγγελία των «New York Times» για τον νέο τους κριτικό με ετήσιο μισθό 150.000 δολάρια, σκέφτηκα «ουάου, φαντάσου να βγάζεις τόσα χρήματα γράφοντας κριτικές». Το εισόδημά μου δεν πλησιάζει καν αυτό το ποσό, αλλά πλέον βγάζω αρκετά ώστε να ζω αποκλειστικά γράφοντας για ταινίες και αυτό με κάνει προνομιούχο. Δυστυχώς, για τους περισσότερους συναδέλφους μου στη Βρετανία γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να ζουν αποκλειστικά από την κριτική.
Όταν με ρωτούν «αυτό να το δω ή όχι;», η πρώτη μου αντίδραση είναι «πού να ξέρω;». Μπορεί να σου αρέσει κι εμένα όχι ή το αντίθετο. Γνώμη μου είναι να πας να δεις την ταινία, άσχετα από το τι λέω εγώ. Προσωπικά, αρκετές φορές διαβάζω μια αρνητική κριτική και σκέφτομαι ότι θέλω να δω οπωσδήποτε αυτή την ταινία.
— Εδώ και κάποιο διάστημα διατηρείς την ιστοσελίδα Film of the week. Είναι ένα πρότζεκτ που έβαλες μπροστά ώστε να μπορείς να γράφεις για ταινίες που δεν είσαι αναγκασμένος λόγω της δουλειάς;
Κατά ένα μέρος ναι, ξεκίνησε γι’ αυτόν τον λόγο. Έχουμε το site μαζί με την εδώ και δεκαπέντε χρόνια φίλη μου Κάθριν Μπρέι. Για καιρό θέλαμε να κάνουμε ένα πρότζεκτ μαζί, αλλά δεν ξέραμε τι ακριβώς και με ποια μορφή. Η ιδέα προέκυψε μέσα στην πανδημία κατά τη διάρκεια του lockdown, όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι μας ζητούσαν να τους προτείνουμε μια ταινία για να δουν. Το συζητήσαμε με την Κάθριν και σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι απλό: να προτείνουμε στον κόσμο μια ταινία την εβδομάδα. «Μπορεί να μη σου αρέσει όσο σ’ εμάς, αλλά ορίστε μια ταινία, το μέρος όπου μπορείς να τη δεις, και μια μικρή κριτική».
Δεν είναι μια ιστοσελίδα που απευθύνεται σε ορκισμένους σινεφίλ, είναι φτιαγμένη για casual θεατές που θέλουν να βρίσκονται σε επαφή με τα κινηματογραφικά πράγματα. Αλλά ναι, για μένα συχνά είναι μια ευκαιρία να γράψω για ταινίες που δεν μου ανέθεσαν τα μέσα για τα οποία εργάζομαι και την εκμεταλλεύομαι. Επίσης, εκεί μπορώ να γράψω με όποιον τρόπο θέλω, μπορώ να πειραματιστώ με διαφορετικά είδη κριτικής. Όσο για την Κάθριν, έχει φανταστική πένα, μα είχε εγκαταλείψει το άθλημα και μου είχαν λείψει τα γραπτά της. Χαίρομαι που το site της δίνει μια αφορμή για να γράφει συχνότερα. Τελευταία συζητάμε μήπως το διευρύνουμε, μήπως κάνουμε κάποια σειρά προβολών στο Λονδίνο, μήπως φέρουμε και τρίτο άνθρωπο, αλλά προς το παρόν το κρατάμε μεταξύ μας.
— Μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις και στα social media, πάντως. Δεν χρησιμοποιώ το Τwitter, αλλά επισκέπτομαι τακτικά τον λογαριασμό σου εκεί, τον βρίσκω εξαιρετικά αστείο.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Γράφω λιγότερο απ’ όσο παλιά, έχω αποστασιοποιηθεί κάπως, επειδή το Τwitter έχει παραγίνει τοξικό. Αλλά δεν μπορώ να το παρατήσω. Δημιουργείται μια κοινότητα μέσα από αυτό, γνωρίζεσαι με ανθρώπους τους οποίους υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα γνώριζες ποτέ.
— Θεωρείς ότι τα social media βοήθησαν την κριτική;
Ναι, πολύ. Κάποιοι κριτικοί που γνωρίζω σνομπάρουν τα social media, μα είναι κυρίως άνθρωποι που είχαν από πριν βήμα για να γράψουν. Mε τα παραδοσιακά μέσα να μειώνονται, γίνεται όλο και πιο δύσκολο για κάποιον να βρει τον χώρο για να γράψει επαγγελματικά για σινεμά. Μέσα από το Τwitter, όμως, μπορεί να διαμορφώσει μια ταυτότητα. Το ίδιο ισχύει και για το letterboxd, ή το Ιnstagram ή το ΤikΤok.
— Πριν από λίγες μέρες ο Ταραντίνο δήλωσε ότι η κριτική δεν έχει πια δύναμη. Έφερε ως παράδειγμα το γεγονός ότι όσοι του λένε «μου αρέσει ο τάδε κριτικός», δεν ξέρουν τι να του απαντήσουν όταν τους ρωτά «πες μου τρεις κριτικές του που θεωρείς σημαντικές». Εγώ νομίζω ότι ο ένας λόγος που δεν μπορούν να απαντήσουν είναι η υπερπληροφόρηση και ο άλλος ότι πλέον ο κόσμος δίνει μεγαλύτερη σημασία στη γνώμη της πλειοψηφίας, όπως αυτή σχηματίζεται από τη συγκέντρωση κριτικών σε ιστοσελίδες σαν το metacritic και το rottentomatoes.
Η κινηματογραφική κοινότητα ενδιαφέρεται πια περισσότερο για τη γνώμη της πλειοψηφίας, για το σκορ της ταινίας. Το βρίσκω λίγο θλιβερό. Τι σημαίνει το σκορ της ταινίας; Τι σημαίνει για μια ταινία να έχει σκορ 95% στο rottentomatoes; Για παράδειγμα, μπορεί όλοι οι κριτικοί να λένε ότι η τάδε ταινία είναι απλώς οk και να έχει 100% στο rottentomatoes, κι αυτό ενώ όλοι πιστεύουν κάτι δεν είναι ιδιαίτερο που ξεχωρίζει από τον σωρό. Αυτή η ιδέα ότι κάτι που αρέσει στην πλειοψηφία είναι καλύτερο από κάτι πιο προκλητικό, κάτι που ενδεχομένως διχάζει, για μένα έρχεται σε αντίθεση με τον στόχο που οφείλει να έχει η τέχνη. Πολύ συχνά σκέφτομαι ότι μερικά από τα καλύτερα φιλμ όλων των εποχών έχουν εχθρική αντιμετώπιση από αρκετό κόσμο.
— Αν έβγαινε σήμερα ο «Ταξιτζής», πιθανότατα θα είχε σκορ 50% στο rottentomatoes.
Μα ναι! Και βλέπεις συχνά ένα φιλμ να αντιμετωπίζεται ψυχρά αρχικά και στη συνέχεια η κριτική να γίνεται πιο θερμή απέναντί του, καμιά φορά να φτάνει να το θεωρεί σύγχρονο αριστούργημα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κριτικές πια βγαίνουν κατά κύματα και το δεύτερο κύμα μπορεί να είναι καλύτερο από το πρώτο. Και αντίστροφα, μπορεί μια ταινία να αποθεωθεί στις Κάννες και μετά από καιρό να κυκλοφορήσει και η κριτική να είναι πιο επιφυλακτική απέναντί της ή η ταινία να περάσει εντελώς απαρατήρητη.
— Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν το είπες ήταν οι ταινίες του Τζέιμς Γκρέι.
Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τον Γκρέι τον λατρεύουν στις Κάννες, τον λατρεύουν στη Γαλλία, αλλά, ενώ κάνει κλασικό αμερικανικό κινηματογράφο, στις ΗΠΑ δεν τον εκτιμούν ιδιαίτερα, ούτε βλέπουν τις ταινίες του, κι ας είναι προσβάσιμες σε ένα ευρύ κοινό, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, προσωπικά αγαπώ το σινεμά του. Πάντως, για να επιστρέψω στο θέμα μας, καμιά φορά η γνώμη της πλειοψηφίας μπορεί να είναι ευεργετική για μια ταινία και να στρέψει τον κόσμο προς αυτή. Δες τα Παράσιτα. Χάρη στο θετικό consensus της κριτικής έγινε τόσο μεγάλο hit και φαινόμενο. Αν οι κριτικές στις Κάννες ήταν μοιρασμένες και δεν έπαιρνε τον Χρυσό Φοίνικα, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για το φιλμ σε αυτό το context.
— Αυτό είναι και ένα καλό παράδειγμα για να διαψεύσεις όσους υποστηρίζουν ότι η κριτική έχει χάσει την επαφή της με τον κόσμο, ότι δεν έχει δύναμη – και για να απαντήσεις στον Ταραντίνο.
Ακριβώς! Η κριτική μπορεί ακόμα να πάρει μια ταινία που στα χαρτιά δεν είναι ακριβώς επιτυχία και να τη μετατρέψει σε τέτοια. Ένα ακόμα παράδειγμα είναι το «Εverything, everywhere, all at once», που προσωπικά δεν μου αρέσει ιδιαίτερα.
— Είχα πονοκέφαλο μετά το πέρας της προβολής, πήρα παυσίπονο.
Ω ναι, σε νιώθω. Αλλά είναι μια δύσκολη ταινία, είναι εκκεντρική και βρίσκω αξιοθαύμαστο το ότι άγγιξε τόσους ανθρώπους και έφτασε να πάρει τόσα Όσκαρ. Τίποτε από αυτά δεν θα είχε συμβεί, όμως, αν η κριτική δεν τη στήριζε έτσι κατά τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας της. Και τελικά έγινε μεγάλο hit στις ΗΠΑ, έστω κι αν προσωπικά δεν μου είπε τίποτα.
— Ανέφερες το ΤikΤok και το Ιnstagram πριν. Eκτιμώ ότι ο τρόπος αφήγησης της ταινίας μιλά καλύτερα σε ανθρώπους που έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι ιστορίες είναι μια σειρά από ασύνδετες μεταξύ τους εικόνες και βίντεο. Το «Everything, everywhere, all at once» αφουγκράστηκε τη συγκεκριμένη αισθητική και προσπάθησε, μέσω αυτής, να πει κάτι όμορφο και ανακουφιστικό.
Aυτό είναι αλήθεια και με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι έχω κάποιους περιορισμούς, ότι κάποιο γενεαλογικό χάσμα με εμποδίζει να εκτιμήσω συγκεκριμένα φαινόμενα. Το αποδέχομαι, όμως, είμαι εντάξει μ’ αυτό.
— Πριν από κάποιους μήνες δημοσιεύτηκε το καθιερωμένο poll του «Sight & Sound» για τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Στην πρώτη θέση βρέθηκε η Ζαν Ντιλμάν κι αυτό προκάλεσε κάτι σαν εξέγερση στην κινηματογραφική κοινότητα. Πιστεύεις ότι παίρνουμε υπερβολικά στα σοβαρά τις κινηματογραφικές λίστες;
Όλοι αγαπούν τις λίστες γιατί είναι ένας καλός τρόπος για να ξεκινήσεις μια συζήτηση και για μένα έτσι πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε. Έτσι προσεγγίζουν και τη δική τους οι άνθρωποι του «Sight & Sound», δεν νιώθουν ότι χτίζουν έναν κανόνα τον οποίο πρέπει να προσκυνούμε, δεν βγαίνουν πανηγυρικά και δογματικά να πουν «αυτές είναι οι 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών». Θέλουν να ξεκινήσουν συζητήσεις και πιστεύω ότι η αντίδραση του κόσμου για την πρώτη θέση της Ζαν Ντιλμάν τους ενθουσίασε, αυτό ήθελαν να πετύχουν.
Αν μου αρέσει κάτι στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, πέρα από το ότι κι εγώ ψήφισα τη Ζαν Ντιλμάν, είναι ότι ο κανόνας αλλάζει και διευρύνεται. Ποτέ δεν ένιωθα καλά με την ιδέα ότι ο Πολίτης Κέιν είναι αδιαμφισβήτητα η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, επειδή ήταν στην κορυφή της λίστας για εξήντα χρόνια. Είναι μια αφηρημένη ιδέα η «καλύτερη ταινία όλων των εποχών», για τον καθένα σημαίνει κάτι διαφορετικό.
— Πολύ σωστά. Ούτε εγώ αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει «καλύτερη ταινία», θα πρέπει να θέσουμε όρους για το τι εννοούμε καλύτερη. Καλύτερη ως προς την ιστορική της σημασία; Ως προς την κατασκευή της; Ως προς την επιρροή της στην προσωπικότητά μας;
Ακριβώς. Όταν οι άνθρωποι του περιοδικού μάς κάλεσαν να καταθέσουμε τα ψηφοδέλτιά μας, δεν έθεσαν συγκεκριμένα κριτήρια, μας είπαν ότι μπορούμε να διαλέξουμε με ακαδημαϊκά κριτήρια, ή με προσωπικά, ή όπως αγαπάμε. Η λίστα είναι ένα χωνευτήρι διαφορετικών τρόπων για να διαβάσεις το σινεμά, διαφορετικές εκδοχές της έννοιας του «καλύτερου». Αν εξαρτιόταν από μένα, κάθε φορά θα έβγαινε και μια διαφορετική ταινία στην πρώτη θέση. Αυτό είναι υγιές, κρατά ζωντανή την κινηματογραφική κουλτούρα.
— Κι αν θέλουμε να δούμε μια θετική εξέλιξη, αυτή την εντοπίζω στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που δεν είχαν ακούσει ποτέ το όνομα της Σαντάλ Άκερμαν, τώρα έμαθαν για τη Ζαν Ντιλμάν και είδαν την ταινία.
Ναι! Η μητέρα μου μού εξομολογήθηκε στο τηλέφωνο ότι ντρέπεται που δεν είχε ακούσει ποτέ για την ταινία και της είπα να μην ντρέπεται, ότι για πολλά χρόνια ήταν μέρος του underground κινηματογραφικού κανόνα, δεν την ήξερε ο περισσότερος κόσμος. Και τελικά την είδε.
— Πώς της φάνηκε;
Της άρεσε. Τη βρήκε απαιτητική και την είδε σε δύο μέρη. Κάποια πράγματα στην τεχνοτροπία του «αργού σινεμά» δεν τη γοητεύουν, αλλά τελικά της άρεσε. Αισθάνθηκε ότι την αντάμειψε η προβολή και την έκανε να σκεφτεί κάποια πράγματα. Μου εξήγησε ότι δεν θα την έβαζε στη δική της λίστα με τις καλύτερες ταινίες που έχει δει, αλλά ότι χαίρεται που την παρακολούθησε. Και αν δεν την είχε μάθει από τη λίστα του «Sight & Sound», δεν θα την έβλεπε ποτέ. Ξέρεις, πάντα με ξενίζουν οι άνθρωποι που εκνευρίζονται με μια λίστα που έχει ταινίες για τις οποίες δεν έχουν ακούσει ποτέ. Εγώ όταν βλέπω άγνωστες ταινίες σε μια λίστα, ενθουσιάζομαι. Σκέφτομαι «τι είναι αυτό, πρέπει να το δω». Αλίμονο αν κάθε λίστα αντανακλούσε την κινηματογραφική μου εμπειρία μέχρι τώρα. Θέλω να βλέπω νέα πράγματα, νέες ιδέες. Και δυσκολεύομαι να καταλάβω την οργή των ανθρώπων για την υψηλή θέση του «Πορτρέτου μιας γυναίκας που φλέγεται». Κι ας είναι πιθανό στην επόμενη ψηφοφορία να πέσει αρκετές θέσεις.
— Ναι, επειδή, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έχουν αυξηθεί κι άλλο οι γυναίκες δημιουργοί και θα έχουν γυριστεί ακόμα περισσότερες σπουδαίες ταινίες με γυναικεία υπογραφή.
Ναι, αλλά προς το παρόν αυτή η ταινία σημαίνει πολλά για χιλιάδες ανθρώπους, θεωρείται σπουδαία από αρκετούς κι εγώ το θεωρώ σημαντικό να είναι ψηλά στη λίστα. Αντανακλά το ρεύμα της εποχής.
— Μιλώντας για ρεύματα της εποχής, υπάρχει ένα που με προβληματίζει. Μια μερίδα της κριτικής φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη σημασία όχι στο πώς διαχειρίζεται το θέμα της μια ταινία και τι λέει γι’ αυτό, ούτε καν στο ίδιο το θέμα, αλλά στο ποιος έφτιαξε την ταινία ή ποιος παίζει σε αυτή. Για παράδειγμα, το «Blue Beetle» έχει τον πρώτο Λατίνο υπερήρωα, έχει και ένα καστ αποτελούμενο κυρίως από Λατίνους ηθοποιούς. Μη με παρεξηγήσεις, θεωρώ τη συμπερίληψη αναγκαία, πιστεύω ότι η βιομηχανία πρέπει να λαμβάνει θετικά μέτρα, όπως η ποσόστωση, για να την εξασφαλίζει. Πρέπει, όμως, να υποστηρίξω ως κριτικός ότι το «Blue Beetle» είναι μια καλή ταινία απλώς και μόνο επειδή πληροί κάποιες προϋποθέσεις συμπερίληψης;
Όχι. Σε καμία περίπτωση. Και να σου πω την αλήθεια, αυτού του τύπου η κουβέντα νομίζω προέρχεται περισσότερο από το Τwitter και από πιο ενθουσιώδη και ευερέθιστα μέσα και δεν είναι ο τρόπος που μιλά πραγματικά ο κόσμος για μια ταινία. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι αντιδρούν περισσότερο σε εκείνο που βλέπουν στην οθόνη. Είναι πολύ καλό που η συζήτηση για τη συμπερίληψη είναι τόσο ενεργή τα τελευταία χρόνια και συνέβαλε στη βελτίωση της κατάστασης. Ταυτόχρονα, ίσως οδήγησε και σε μια προσπάθεια «υπερδιόρθωσης», κάποιοι κριτικοί άρχισαν να βλέπουν το σινεμά μηχανικά, να μιλούν για μια ταινία έχοντας μια σειρά από κουτάκια που η τελευταία πρέπει να συμπληρώνει, με κύριο άξονα τη συμπερίληψη.
Πιστεύω, όμως, ότι αυτή η τάση θα εξασθενήσει, επειδή έχουν γίνει γενναία βήματα προς την επίτευξη της συμπερίληψης. Όταν η συμπερίληψη κανονικοποιηθεί πλήρως, οι άνθρωποι θα μιλούν και πάλι για τις ταινίες ως ταινίες. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, αλλά πλησιάζουμε. Και, βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμούμε και τον ενθουσιασμό ανθρώπων που βλέπουν στο πανί τη ζωή τους ή εκφάνσεις της ζωής τους.
— Ξέρεις, τον Μάιο παρακολούθησα το live-action ριμέικ της «Μικρής Γοργόνας», το οποίο βρήκα κακό, έγραψα και μια αρνητική κριτική και την έστειλα προς δημοσίευση. Μετά από λίγη ώρα έπεσα σε ένα βιντεάκι με ένα τετράχρονο μαύρο κορίτσι που παρακολουθούσε στην τηλεόραση το τρέιλερ της ταινίας. Όταν εμφανίστηκε η Χέιλι Μπέιλι, το παιδάκι γύρισε στη μαμά του κατενθουσιασμένο και της είπε «μαμά, η Άριελ είναι σαν εμένα» και χοροπηδούσε όλο χαρά. Δεν σου κρύβω ότι μετά ένιωσα λίγο άσχημα που έγραψα τόσο δυσμενή κριτική για την ταινία.
Ίσως πρέπει να παραδεχτούμε ότι το live-action ριμέικ της «Μικρής Γοργόνας» δεν φτιάχτηκε για μας. Μπορούμε να γράψουμε τις σκληρές κριτικές μας γι’ αυτό, αλλά στην πραγματικότητα είναι φτιαγμένο για εκείνο το μικρό κορίτσι. Αν νιώθει ενθουσιασμένο, η ταινία έκανε τη δουλειά της. Δεν λέω ότι είναι καλή ταινία, προς Θεού. Αλλά μπορούμε να δούμε μια ταινία από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες και είναι όλες αποδεκτές.
Οι κριτικές του Guy Lodge δημοσιεύονται στο «Variety».