Αν μας ρωτούσατε τι κρατήσαμε από το περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου, θα σας απαντούσαμε ότι φύγαμε με το «Past Lives» στις αποσκευές μας, μια φαινομενικά «μικρή» ταινία, που μεγάλωνε μέσα μας όσο περνούσαν οι μέρες, για να θεριέψει με την επαναληπτική προβολή της στην Τελετή Έναρξης των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας.
Η ταινία, που κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 12 Οκτωβρίου, αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σελίν Σονγκ, δημιουργού με καταγωγή από τη Νότια Κορέα και καναδική υπηκοότητα. Αν και θεατρική συγγραφέας, η Σονγκ αφηγείται με πολύ κινηματογραφικό τρόπο την ιστορία της, η οποία έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Και τι ιστορία είναι αυτή;
Το «Past Lives» ξεκινά με το πλάνο τριών ανθρώπων στην μπάρα ενός bar-restaurant, μιας γυναίκας και δύο ανδρών. Δύο αόρατοι συνομιλητές –εμείς;– αναρωτιούνται ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ποια είναι η σχέση μεταξύ τους και ποια η ιστορία τους. Και αυτό που ξεκινά δεν είναι μια ιστορία έρωτα, αλλά μια ταινία που αντιμετωπίζει τον έρωτα ως μια ιστορία που κουβαλάμε μέσα μας και την αφηγούμαστε στον εαυτό μας και σε όποιον αφορά.
«Στόχος μου ήταν να μεταδώσω αυτό το θλιμμένο συναίσθημα που όλοι κάποτε έχουμε νιώσει: ότι εσύ κι ένας άλλος είστε συνδεδεμένοι, χωρίς απαραίτητα να έχετε υπάρξει πρώην εραστές, δεν υπάρχει ακριβής περιγραφή γι’ αυτό που είστε, μα σας συνδέει κάτι βαθύ».
Έχουμε πολλά να σας πούμε για την ταινία, από τον τρόπο που, στο τελευταίο μέρος της, χτίζει τις συνθήκες «καταραμένου» έρωτα σχεδόν σε κάθε σκηνή, για να τις ανατρέψει στο τέλος της, μέχρι την εμπνευσμένη mise-en-scène της, μα προτιμήσαμε να αφήσουμε την ίδια τη Σελίν Σονγκ να το κάνει για εμάς. Η σκηνοθέτιδα μάς έδωσε συνέντευξη πριν oι οσκαρικοί αναλυτές τοποθετήσουν την ταινία στα φαβορί της επερχόμενης απονομής.
(Η συνέντευξη περιέχει spoilers για την ταινία)
— Η εισαγωγική σκηνή είναι σημαντική για την ταινία για πολλούς λόγους. Σε πρώτη φάση, μας διεγείρει την περιέργεια για αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρατε ότι θα ξεκινήσετε με αυτήν τη σκηνή πριν γράψετε το σενάριό σας ή ήταν μια ιδέα που προέκυψε μετά;
Δεν συμβαίνει για όλα όσα έχω γράψει στην καριέρα μου, αλλά στην περίπτωση του «Past Lives» όντως αυτή ήταν η πρώτη σκηνή που έγραψα. Μόνο αφού τη συνέλαβα και την τελείωσα, μπορούσα να προχωρήσω στη συγγραφή του υπόλοιπου σεναρίου. Καταρχάς, όλη η δομή της ταινίας στηρίζεται εκεί. Ήθελα να βάλω το κοινό στη διαδικασία να ξεδιαλύνει ένα μυστήριο. Μου φάνηκε σημαντικό, γιατί στη συνέχεια δεν θα τους έδινα άμεσα το περιεχόμενο της ιστορίας, δεν θα τους ξεκαθάριζα ποια είναι τα στοιχήματα, θα πήγαινα τη δράση είκοσι τέσσερα χρόνια πίσω.
Δεν ήθελα να δείξω απλώς την καθημερινότητα ανθρώπων που ζουν, επιθυμούσα δράμα και μυστήριο, να κάνω τους θεατές να αναρωτιούνται ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο. Και όταν ξαναδούν αυτήν τη σκηνή με τους τρεις χαρακτήρες στο μπαρ, να έχουν πια και τη λύση του μυστηρίου. Η εισαγωγή του «Δαμάζοντας τα Κύματα» ήταν ένα σημείο αναφοράς, αν και το νόημα στις δυο ταινίες είναι διαφορετικό. Πολύ διαφορετικό. (γέλια)
Το πραγματικό σημείο αναφοράς της σκηνής ήταν όταν εγώ η ίδια είχα βρεθεί σ’ αυτήν τη θέση. Όταν καθόμουν σε ένα μπαρ του East Village με τον παιδικό μου έρωτα και με τον Αμερικανό σύζυγό μου. Οι υπόλοιποι θαμώνες με έβλεπαν ανάμεσα σε δυο άνδρες και τους έβλεπα κι εγώ να προσπαθούν να εξακριβώσουν ποια είναι η σχέση μεταξύ μας και θυμάμαι να αναρωτιέμαι τι σκατά τους νοιάζει και πώς θα τους φαινόταν αν σηκωνόμουν και πήγαινα στο τραπέζι τους και τους έλυνα την απορία. Γι’ αυτό ζήτησα από την Γκρέτα (σ.σ. αναφέρεται στην πρωταγωνίστρια Γκρέτα Λι) να προσεγγίσει ερμηνευτικά τη σκηνή και λίγο σαν κοσμικό αστείο, σαν μια σκανταλιά. Να γνωρίζει, δηλαδή, ότι την κοιτάζουν οι υπόλοιποι θαμώνες και να τους κοροϊδεύει, ενώ ταυτόχρονα συνομιλεί με τους δύο άνδρες.
— Αναρωτιέμαι, η ιδέα ότι η ιστορία σας πρέπει να γίνει ταινία προέκυψε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, όταν βρεθήκατε στο μπαρ ανάμεσα στον σύζυγό σας και στον παιδικό σας έρωτα, ή αργότερα;
Η αλήθεια είναι ότι όντως εκείνη τη στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται «μήπως αυτό που συμβαίνει τώρα πρέπει να γίνει ταινία»; Μήπως; (χαμογελάει) Στην πραγματικότητα η ταινία μου δεν θέλει να αφηγηθεί μια σύνθετη ιστορία, δεν διαθέτει εξεζητημένη πλοκή, ούτε κάποιο τρελό concept. Μιλά για συνηθισμένους ανθρώπους που έτυχε να βρεθούν σε μια ασυνήθιστη κατάσταση, αλλά μόνο φαινομενικά ασυνήθιστη.
Στόχος μου ήταν να μεταδώσω αυτό το θλιμμένο συναίσθημα που όλοι κάποτε έχουμε νιώσει: ότι εσύ κι ένας άλλος είστε συνδεδεμένοι, χωρίς απαραίτητα να έχετε υπάρξει πρώην εραστές, δεν υπάρχει ακριβής περιγραφή γι’ αυτό που είστε, μα σας συνδέει κάτι βαθύ. Όταν είπα στους φίλους μου την ιστορία μου, εκείνοι όχι μόνο έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον, αλλά άρχισαν να μοιράζονται αντίστοιχες δικές τους ιστορίες και, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, γίναμε καλύτεροι φίλοι. Ήρθαμε πιο κοντά, αποκαλύπτοντας ο ένας στον άλλο τις εμπειρίες μας. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι πρέπει οπωσδήποτε να μετατρέψω σε ταινία αυτή την ιστορία.
— Και ήσασταν πάντα σίγουρη ότι θέλατε να κάνετε την ιστορία σας ταινία και όχι θεατρικό έργο;
Ναι, από την αρχή ήθελα να την κάνω ταινία. Αλλάζει ο χρόνος, αλλάζουν ήπειρο οι ήρωες, αλλάζουν τα στάδια της ζωής τους και, έπειτα, οι τοποθεσίες έχουν σημασία στο έργο. Οι πόλεις είναι κι αυτές ξεχωριστοί χαρακτήρες. Επίσης, ακριβώς λόγω της αλλαγής ηλικίας των ηρώων, θα έπρεπε να προσλάβω ανήλικους ηθοποιούς και θα ήταν δύσκολο να απασχολώ παιδιά τόσες ώρες τη μέρα και για τόσο χρονικό διάστημα, ώστε να βγουν οι παραστάσεις. Το format και οι συνθήκες του θεάτρου μού έθεταν πολλούς περιορισμούς. Δεν πίστεψα ποτέ ότι στο σανίδι θα μπορούσα να αφηγηθώ την ιστορία με τον τρόπο που την είχα μέσα στο κεφάλι μου.
— Με δεδομένο ότι μέχρι τώρα ήσασταν θεατρική συγγραφέας, πόσο δύσκολη ήταν η μετάβαση στο σινεμά;
Δεν μου φάνηκε καθόλου δύσκολη. Σε τελική ανάλυση, και στο σινεμά σημασία έχουν ο διάλογος, οι χαρακτήρες, η δουλειά με τους ηθοποιούς κ.λπ. Όσα έκανα ως σκηνοθέτης τόσα χρόνια στο θέατρο, τα έκανα και στο σινεμά. Και όσο για τα υπόλοιπα, που ήταν πιο πρακτικά, πιο τεχνικά, όπως, π.χ., η κατάρτιση του call sheet, τα έμαθα πάνω στη δουλειά. Ο τρόπος που θα δουλέψω τους διαλόγους με τους ηθοποιούς μου, όμως, δεν άλλαξε πολύ σε σχέση με αυτό που είχα συνηθίσει να κάνω. Και έπειτα, η ιστορία και ο τρόπος που θα την πω, που είναι και η κυριότερη δουλειά ενός κινηματογραφικού σκηνοθέτη, ήταν σχηματισμένα καθαρά στο κεφάλι μου από πριν. Αυτά είναι τα προνόμια ενός σκηνοθέτη-σεναριογράφου, άλλωστε (χαμογελάει).
Τελικά δεν μου φάνηκε καθόλου δύσκολο, διαπίστωσα πολύ γρήγορα ότι είχα όλες τις απαντήσεις που χρειαζόταν να δώσω. Ίσως να με δυσκόλεψε λίγο η αβεβαιότητα πριν βρεθώ στο πλατό, ακριβώς επειδή είχα στο μυαλό μου ότι θα είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ για το σινεμά, αλλά όταν ξεκίνησε το γύρισμα, όλα μου φάνηκαν οικεία.
— Πώς σκηνοθετεί και πώς μοντάρει κανείς δυο ανθρώπους που ερωτεύονται;
Ως έναν βαθμό είναι ζήτημα συνεργασίας με τους ηθοποιούς και από κοινού σχεδιασμού των ερμηνειών τους, αλλά υπάρχουν πράγματα που μπορείς να κάνεις πίσω από τον φακό για να δείξεις την επιθυμία. Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, θα χρειαστεί να σας δώσω ένα παράδειγμα. Στη σκηνή στο Madison Square Park, όταν οι δυο χαρακτήρες συναντιούνται μετά από είκοσι χρόνια, o φακός μετακινείται και μας δείχνει μόνο τον Χε Σανγκ. Οπότε ο θεατής χαίρεται που τον βλέπει, αλλά ταυτόχρονα του λείπει η Νόρα, αναρωτιέται τι συναισθήματα μπορεί να έχει τώρα που συναντά τον παιδικό της έρωτα. Και τότε ο φακός μετακινείται και ο θεατής βλέπει τη Νόρα να δείχνει ενθουσιασμένη και σκέφτεται «αχ, τι ωραία, είναι χαρούμενη και είμαι κι εγώ πολύ χαρούμενος».
Και έπειτα αναρωτιέται «μα πού είναι ο Χε Σανγκ», του λείπει ο Χε Σανγκ και ο φακός μεταφέρεται ξανά σε εκείνον. Με την κίνηση της κάμερας, λοιπόν, δημιουργείς στον θεατή το αίσθημα της απουσίας, της μοναξιάς, και της προσμονής, τον κάνεις να αισθανθεί πώς είναι να του λείπει κάποιος. Και κάπως έτσι μπορείς να αναπλάσεις το συναίσθημα του έρωτα κινηματογραφικά. Αυτή είναι η μαγεία του σινεμά.
— Μιλώντας για μαγεία, στη σκηνή στο τέλος, όπου ο Χε Σανγκ έχει καλέσει το Uber και η Νόρα τον συνοδεύει, περίμενα ότι θα έπεφταν τα credits. Εσείς, όμως, συνεχίσατε την ταινία σας κι άλλο και κρατήσατε τη σιωπή για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα και, μέχρι να αρχίσουν να μιλούν, σχεδόν κρατούσα την ανάσα μου.
Κατά βάθος όλα στην ταινία μου οδηγούν σε αυτό το σημείο, είναι το pay-off της ιστορίας. Και όταν έφτασα εκεί, αναρωτιόμουν «τι μπορεί να πει κανείς εδώ» και κατέληξα ότι δεν έχει να πει και πολλά. Γι’ αυτό υπάρχει αρκετή σιωπή στη συγκεκριμένη σκηνή. Αλλά μετά από τόση σιωπή, πρέπει να γίνει μια ερώτηση και να δοθεί μια απάντηση. Θα μπορούσα να κλείσω την ταινία εκεί και να αφήσω το τέλος ανοιχτό, όπως λέτε, να προκαλέσω, δηλαδή, τον θεατή να πλάσει το δικό του φινάλε, μα δεν ήθελα να το κάνω έτσι, επειδή εγώ η ίδια ξέρω τον τρόπο που θέλω να κλείσει η ιστορία μου και τι θέλω να πω. Πίστευα ότι το τέλος πρέπει να έχει μια βεβαιότητα, να αποτελεί πραγματικό κλείσιμο.
Δεν ήθελα ο θεατής να πρέπει να σκεφτεί ποιο θα μπορούσε να είναι το τέλος της ιστορίας των δύο ηρώων, αντίθετα, ήθελα να του το δώσω και να τον αφήσω να αναλογιστεί σε δεύτερο χρόνο ποιο τέλος θα προτιμούσε εκείνος. Και από την απάντηση που θα δώσει σε αυτήν την ερώτηση, να ανακαλύψει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του, για το ποιος πραγματικά είναι και για το τι θέλει από τη σχέση του. Ή, τουλάχιστον, έτσι θα ήθελα να πιστεύω (γέλια).
Όσο για τη συνέχεια, ένιωθα την ανάγκη να δώσω στον θεατή λίγο παραπάνω χρόνο με τη Νόρα, να τον αφήσω να σκεφτεί όσα συνέβησαν, να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του στο πλευρό της. Στα μάτια μου, το κοινό τον είχε «κερδίσει» αυτόν το χρόνο περισυλλογής μέσα στην ταινία, του άξιζε. Χαίρομαι να βλέπω ότι το φινάλε αγγίζει τον καθένα με διαφορετικό τρόπο, το ξέρω από όσα μου λένε μετά την προβολή.
— Τι αντιδράσεις έχουν οι θεατές μετά την προβολή της ταινίας; Τι σας λένε;
Σε κάποιες περιπτώσεις με πλησίασαν μετά το τέλος της προβολής και μου είπαν «θέλω να πάω σπίτι και να αγκαλιάσω τον σύντροφό μου». Άλλοι μου εκμυστηρεύτηκαν ότι πρέπει να χωρίσουν άμεσα κι όταν έλεγαν άμεσα, εννοούσαν το συντομότερο δυνατόν (γέλια). Έχουν υπάρξει, επίσης, και singles, οι οποίοι είχαν κάποιο fling με άνθρωπο που μένει σε άλλη χώρα και μου εξομολογήθηκαν ότι σκέφτονται να του δώσουν μια ευκαιρία, να εξακριβώσουν αν τους ταιριάζει μια σχέση εξ αποστάσεως. Τέλος, βρέθηκαν κι εκείνοι που μου είπαν ευθαρσώς ότι η ταινία μου τους βοήθησε να ξεχάσουν τον πρώην τους. Και συνήθως το λένε κατηγορηματικά, με κοιτάζουν στα μάτια και ξεστομίζουν κάτι σαν «μετά από αυτό, για μένα έχει τελειώσει ο πρώην μου. Ακυρώθηκε» (γέλια).
— Αισθάνεστε μεγαλύτερη έκπληξη όταν βλέπετε πόσο αγαπούν την ταινία σας ή σας εκπλήσσει από μόνο του το γεγονός ότι υπάρχει, ότι γυρίστηκε στο σημερινό χολιγουντιανό τοπίο;
Να σας πω την αλήθεια, όσο τη γύριζα, έπιανα τον εαυτό μου να μην πιστεύει ότι μου δόθηκε η δυνατότητα να κάνω αυτή την ταινία. Περισσότερο, όμως, με εκπλήσσουν οι αντιδράσεις του κοινού. Με πλημμυρίζει ενθουσιασμός όταν βλέπω πόσο τους αρέσει, γιατί, όπως σας είπα, είναι μια ιστορία για καθημερινούς ανθρώπους. Και δεν έχει κανένα set-piece δράσης, έχει μόνο ρομαντικά set-pieces (χαμογελάει). Χαίρομαι πραγματικά που υπάρχει κοινό για μια τέτοια ταινία και, με δεδομένο ότι έχει τόσο προσωπικό χαρακτήρα, η αγάπη τους γι’ αυτή με κάνει να αισθάνομαι λιγότερο μόνη. Υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα εκεί έξω.
— Και μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η αγαπημένη σας κινηματογραφική ερωτική ιστορία;
Χμμ, ποια ερωτική ιστορία αγαπάω. Είναι πάρα πολλές, μα θα επιλέξω το «Far from the madding crowd» του Τόμας Βίντερμπεργκ με την Κάρεϊ Μάλιγκαν. Κι αν με ρωτάτε για ποιον λόγο, θα σας απαντήσω ετούτο: είναι μια ταινία όπου η ηρωίδα στο τέλος παίρνει την κατάσταση στα χέρια της.
Η ταινία «Περασμένες Ζωές» (Past Lives) κυκλοφορεί στις αίθουσες από τις 12 Οκτωβρίου.