ΑΙΣΘΗΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ Η ΕΙΔΗΣΗ ότι ο σπουδαιότερος εν ζωή σκηνοθέτης του κινηματογράφου αποφάσισε να γυρίσει, μετά τους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού», μια ταινία για τον Ιησού.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι φαινομενικά πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο των τελευταίων επικών ταινιών του: θα είναι μια ταινία διάρκειας 80 λεπτών (η συντομότερη από το After Hours («Μετά τα μεσάνυχτα») του 1985, που είχε διάρκεια 97 λεπτά) που θα βασίζεται στο μυθιστόρημα A Life of Jesus (του 1966) του Σούσακο Εντό του, του Ιάπωνα συγγραφέα της «Σιωπής», που ο Σκορσέζε μετέφερε στην οθόνη το 2016.
Σε συνέντευξή του στους Los Angeles Times, ο Σκορσέζε άφησε να εννοηθεί ότι η «διαχρονική» ταινία θα διαδραματίζεται στο σήμερα και δήλωσε ότι «προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να την κάνει πιο προσιτή, αφαιρώντας το αρνητικό βάρος με το οποίο έχει συνδεθεί η οργανωμένη θρησκεία».
Ωστόσο, ο κύριος λόγος για τον οποίο η απόφαση του Σκορσέζε μπορεί να μοιάζει αμφιλεγόμενη είναι ότι έχει επισκεφτεί ξανά το ίδιο θέμα, με την πιο διχαστική ταινία του μέχρι σήμερα, τον «Τελευταίο πειρασμό» του 1988, που είχε βασιστεί στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη και είχε μια μακρά και ταραχώδη διαδικασία παραγωγής, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στις αντιδράσεις και την κατακραυγή που δέχτηκε μετά την κυκλοφορία της.
Ο Σκορσέζε είχε συνδεθεί βαθιά με το βιβλίο, το οποίο του το είχε δώσει η ηθοποιός Μπάρμπαρα Χέρσεϊ όταν γύρισαν μαζί την ταινία Boxcar Bertha («Ενάντια στη βία») το 1972. Σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Μου πήρε έξι χρόνια για να το τελειώσω! Το έπαιρνα στα χέρια μου, το άφηνα κάτω, το ξαναδιάβαζα, με τύλιγε η όμορφη γλώσσα του και μετά συνειδητοποιούσα ότι δεν μπορούσα να μεταφέρω αυτόν τον λόγο στην οθόνη».
Η ταινία απαγορεύτηκε ή λογοκρίθηκε σε χώρες όπως η Νότια Αφρική και το Μεξικό ενώ παραμένει απαγορευμένη στη Σιγκαπούρη μέχρι σήμερα. Ένας κινηματογράφος στο Παρίσι που πρόβαλλε την ταινία πυρπολήθηκε τον Οκτώβριο του 1988, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 13 άτομα, ενώ ο ίδιος ο Σκορσέζε δέχτηκε απειλές θανάτου.
Παρ’ όλα αυτά, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Πολ Σρέιντερ, που είχε γράψει τον «Ταξιτζή», ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να δουλεύει τη μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη, πριν συμφωνήσει με την Paramount σ’ έναν προϋπολογισμό 14 εκατομμυρίων δολαρίων και σε ένα καστ που θα περιλάμβανε τον Άινταν Κουίν ως Ιησού και μια σειρά από διάσημους σε δευτερεύοντες ρόλους, όπως ο Ρέι Ντέιβις των Kinks ως Ιούδας, η ευνοούμενη του Prince τραγουδίστρια Vanity ως Μαρία Μαγδαληνή και ο Sting ως Πόντιος Πιλάτος.
Όπως όμως θα έλεγε αργότερα ο Σκορσέζε: «Τότε άρχισαν οι διαμαρτυρίες από θρησκευτικούς κύκλους ενώ μια μεγάλη αλυσίδα κινηματογράφων είπε ότι δεν θα προβάλει την ταινία». Η Paramount έβαλε το πρότζεκτ «στο ψυγείο» και ο Σκορσέζε προχώρησε σε άλλα σχέδια.
Τελικά, το πρότζεκτ άλλαξε στούντιο και ανέλαβε να το ολοκληρώσει η Universal, με δύο όρους. Ο πρώτος ήταν ότι θα αναλάμβανε ο Σκορσέζε την υποχρέωση να γυρίσει ακολούθως μια ευθέως εμπορική ταινία για το στούντιο ως αντάλλαγμα, κάτι που έκανε όταν σκηνοθέτησε το Cape Fear το 1991, και ο δεύτερος ότι θα έπρεπε να γυρίσει τον «Τελευταίο πειρασμό» με μειωμένο προϋπολογισμό ύψους 7 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ακόμα κι έτσι, ο Σκορσέζε κατάφερε να προσελκύσει γνωστούς ηθοποιούς, όπως η Μπάρμπαρα Χέρσεϊ ως Μαγδαληνή, ο μόνιμος συνεργάτης του, Χάρβεϊ Κάιτελ, ως Ιούδας και, στον ρόλο του Χριστού, ο Γουίλεμ Νταφόε. Το διασημότερο ίσως όνομα του καστ ήταν ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο οποίος αντικατέστησε τον Sting στον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου. Ο Σκορσέζε είχε δηλώσει «λίγο ξαφνιασμένος» που θα συνεργαζόταν με τον ροκ σταρ, αλλά αργότερα χαρακτήρισε τις ημέρες που δούλεψαν μαζί «σκέτη χαρά».
Κάτι που δεν θα μπορούσε να ειπωθεί για τα επίπονα γυρίσματα στο Μαρόκο, που θύμισαν στον σκηνοθέτη τον «ανταρτοπόλεμο» των πρώτων του ταινιών. «Δουλεύαμε σε μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης», θυμόταν αργότερα ο Σκορσέζε, «αυτός όμως ήταν ο μόνος και ίσως ο ιδανικός τελικά τρόπος για να γίνει αυτή η ταινία».
Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν ανήμερα των Χριστουγέννων του 1987 και τότε ξεκίνησαν τα παρατράγουδα και οι έντονες και μαζικές διαμαρτυρίες από θρησκευτικούς και παραθρησκευτικούς κύκλους ανά τον πλανήτη. Η ταινία απαγορεύτηκε ή λογοκρίθηκε σε χώρες όπως η Νότια Αφρική και το Μεξικό ενώ παραμένει απαγορευμένη στη Σιγκαπούρη μέχρι σήμερα. Ένας κινηματογράφος στο Παρίσι που πρόβαλλε την ταινία πυρπολήθηκε τον Οκτώβριο του 1988, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 13 άτομα, ενώ ο ίδιος ο Σκορσέζε δέχτηκε απειλές θανάτου.
Ακόμη και κάποιοι από τους συναδέλφους του στράφηκαν εναντίον του. Όταν ο Φράνκο Τζεφιρέλι έμαθε ότι ο «Τελευταίος πειρασμός» επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, απέσυρε τη δική του ταινία («Ο νεαρός Τοσκανίνι») από το φεστιβάλ, χαρακτηρίζοντας τον (θρησκευόμενο) Σκορσέζε και τους συνεργάτες του ως «αυτό το εβραϊκό πολιτιστικό απόβρασμα του Λος Άντζελες που πάντα ψάχνει την ευκαιρία να επιτεθεί στον χριστιανικό κόσμο».
Ο Σκορσέζε δεν απάντησε, αλλά ενοχλήθηκε από τους ισχυρισμούς ότι επιχείρησε να γυρίσει μια προκλητική ταινία μόνο για το κέρδος ή για να τραβήξει την προσοχή. «Είναι κάτι περισσότερο από ένα ακόμη κινηματογραφικό έργο για μένα», δήλωνε τότε. «Έγινε με πεποίθηση και αγάπη και πιστεύω ότι αποτελεί μια επιβεβαίωση της πίστης, όχι μια άρνηση. Επιπλέον, αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι παντού θα μπορέσουν να ταυτιστούν με την ανθρώπινη πλευρά του Ιησού όσο και με τη θεϊκή του».
Αξιολογώντας την ταινία τρεισήμισι δεκαετίες αργότερα, ο «Τελευταίος πειρασμός» παραμένει ένα σημαντικό έργο στη φιλμογραφία του Σκορτσέζε και αξίζει να επανεκτιμηθεί. Δεν είναι μόνο μια πιστή και ευφυής διασκευή του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη, αλλά χτίζεται κορυφώνοντας σε ένα συγκινητικό κρεσέντο, συνοδευόμενο από μια εξαιρετική μουσική του Peter Gabriel, που μαρτυρά τη σημασία της θρησκευτικής πίστης. Σε σύγκριση με το πορνό βασανιστηρίων του Μελ Γκίμπσον («Τα πάθη του Χριστού»), πρόκειται για ένα πολύ πιο αξιοσέβαστο και, τολμά κανείς να πει, χριστιανικό έργο.
Με στοιχεία από The Telegraph